ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Μπάϊρον 1788 έως 1824 (36)

Οι άνθρωποι είναι παιχνίδια των συνθηκών, ενώ νομίζουν ότι οι συνθήκες είναι παιχνίδια δικά τους.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ


ΠOIHMATA

Άφθονους καρπούς που η φύση έδινε χωρίς δουλεία
Δάσος ανέμελο μα δίχως μονοπάτι.
Κτήμα όπου η Αφθονία άδειαζε χωρίς ντροπή Κέρας της - χωρίς αφέντη, όλοι ίσοι τους εκεί
Πόθο - που πολλοί αιώνες δεν υπόταξαν ακόμη
Άνθρωποι για τη ζωή τους να αποφασίζουν μόνοι
Γη αδούλωτη, με πλούσια ορυχεία στα ρηχά της,
Ήλιος χρυσαφιού και φρούτα τα γεννήματά της
Να΄ χουν την ελευθερία σπίτι τη σπηλιά να πούνε
Κήπο γενικά που όλοι μέσα ξένοιαστοι γυρνούνε
Όπου η Φύση ένα άνθος τέκνων της αναγνωρίζει.

Ο Λόρδος Μπάιρον (Lord Byron, 22 Ιανουαρίου 1788 - 19 Απριλίου 1824) ήταν Άγγλος φιλέλληνας και ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού. Ο πατέρας του ήταν πλοίαρχος και προτού ακόμη γεννηθεί εκείνος, εγκατέλειψε την οικογένεια για την Ευρώπη λόγω χρεών. Η μητέρα του ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ’ κι αναγκάστηκε να πουλήσει περιουσία και τίτλο ευγενείας για την αποπληρωμή αυτών των χρεών. Ο Μπάιρον γεννήθηκε στο Λονδίνο με πρόβλημα στη δεξιά κνήμη και πέρασε τα παιδικά του χρόνια, μάλλον φτωχικά, με τη μητέρα του στο Αμπερντήν της Σκωτίας. Το 1798 πέθανε ένας μητρικός θείος ο οποίος του κληροδότησε όλη την περιουσία και τον τίτλο του 6ου Λόρδου της οικογένειας. Η ζωή του άλλαξε ριζικά. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ όπου απόκτησε πολύ καλή μόρφωση κι ήρθε σε επαφή με τις φιλελεύθερες ιδέες του καιρού του. Στο πανεπιστήμιο έμειναν ωστόσο παροιμιώδη τα σεξουαλικά του σκάνδαλα, τόσο με γυναίκες όσο και με άνδρες, και οι υπερβολές του. Ήταν χαρακτήρας ανήσυχος, παρορμητικός και τυχοδιωκτικός. Το 1803 ερωτεύτηκε παράφορα τη μακρινή του ξαδέλφη με το ανεκπλήρωτο του έρωτά του να βρίσκει δημιουργική έκφραση στα πρώτα ερωτικά ποιήματά του. Έλαβε αρνητικές κριτικές για την ποιητική του συλλογή, ανταπάντησε με ένα σατιρικό ποίημα ενάντια στην κλειστή λογοτεχνική κοινότητα της χώρας, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την πρώτη του λογοτεχνική αναγνώριση.

Συνέχισε να ζει έκλυτα όπως και στο πανεπιστήμιο, μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ ιππασίας, πυγμαχίας και τζόγου, αφήνοντας τεράστια χρέη. Στα 21 του παίρνει θέση στη Βουλή των Λόρδων, ενώ την επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει ένα μακρύ ταξίδι του στη Μεσόγειο. Το 1809 επισκέπτεται την Ελλάδα και γοητευμένος μένει για περίπου 10 μήνες. Συναντήθηκε με τον Αλή Πασά στο σαράι του, ξεναγήθηκε στα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού, ερωτεύτηκε μεταξύ άλλων την κόρη του βρετανού πρόξενου, στην οποία και αφιέρωσε το περίφημο ποίημα «Κόρη των Αθηνών», πέρασε τον Ελλήσποντο κολυμπώντας. Το 1811 άρρωστος από ελονοσία, επιστρέφει στη Βρετανία. Εκείνη την χρονιά πεθαίνει η μητέρα του, που παρά τη δύσκολη σχέση τους θα τον βυθίσει στη θλίψη. Η δημοσίευση του έργου του: «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» θα τον κάνει διάσημο και θα τον βγάλει από το πένθος. Το καλοκαίρι του 1813 θα εμπλακεί ερωτικά με την παντρεμένη ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα, το πάθος κι οι ενοχές που ένιωθε θα απαθανατιστούν σε μια σειρά από «σκοτεινά» ποιήματα. Οι συλλογές του γίνονται ανάρπαστες, φέρνοντάς του αρκετά χρήματα τα οποία ξοδεύει αλόγιστα σε έξαλλες διασκεδάσεις και σεξουαλικές περιπέτειες. Για να ξεφύγει από την έκλυτη ζωή και τις εφήμερες σχέσεις, παντρεύεται τον Ιανουάριο του 1815 την Άννα Μίλμπανκ, μια γυναίκα ιδιαίτερα μορφωμένη και καλλιεργημένη. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς θα γεννηθεί η κόρη τους, ενώ τον επόμενο χρόνο ο γάμος διαλύεται. Ο Μπάιρον βρίσκεται βουτηγμένος στο ποτό, τα χρέη και τις φήμες που έδιναν και έπαιρναν για τον αιμομικτικό του δεσμό με την ετεροθαλή αδερφή αλλά και τις ομοφυλοφιλικές του περιπέτειες. Τον Απρίλιο του 1816, εγκαταλείπει την Αγγλία για τα καλά. Ταξιδεύει στη Γενεύη, όπου γίνεται φίλος με τον λογοτέχνη Πέρσι Σέλεϊ . Με την αδερφή της γυναίκας του Πέρσι κάνει μία κόρη η οποία γεννήθηκε στην Αγγλία και ο Μπάιρον δεν είδε ποτέ. Ταξιδεύει μετά σε Ελβετία και Ιταλία γράφοντας ωδές, ποιητικά δράματα καθώς και την ερωτική συλλογή «Δον Ζουάν». Στην Ιταλία υποστηρίζει ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα, ένα νέο ειδύλλιο θα σημαδέψει την εκεί παραμονή του, με μια 19χρονη παντρεμένη κοντέσα η οποία παράτησε τον άνδρα της για χάρη του.

Το 1823 ο Μπάιρον αναλαμβάνει να υποστηρίξει ενεργά τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία από τους Τούρκους. Δαπανά ένα μεγάλο μέρος της προσωπικής του περιουσίας για την επισκευή του ελληνικού στόλου και συγκροτεί δικό του στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από σουλιώτες μαχητές. Αφού παρέμεινε 6 μήνες στην Κεφαλονιά εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι όπου έρχεται σε επαφή με τον Μαυροκορδάτο, στον οποίο δίνει κι άλλα χρήματα για τις ανάγκες του αγώνα. Ταυτόχρονα βρίσκεται σε επαφή με βρετανούς φιλέλληνες για τη σύναψη του πρώτου επαναστατικού δανείου, κρούοντας ωστόσο τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάληξη των χρημάτων, καθώς πολιτικές διαμάχες έχουν ήδη ξεσπάσει ανάμεσα στους αγωνιστές κι εκείνος φοβάται ότι θα χρησιμοποιηθούν τα χρήματα για πολιτικούς σκοπούς και όχι για την απελευθέρωση του έθνους. Σε επιστολή του τον Σεπτέμβριο του 1823 διαμαρτύρεται: «Οι Έλληνες φαίνεται να κινδυνεύουν περισσότερο από τη διχόνοιά τους παρά από τις επιθέσεις του εχθρού». Έκανε προσπάθειες για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των οπλαρχηγών ωστόσο τον Φεβρουάριο του 1824 αρρωσταίνει βαριά με τον πυρετό να μην πέφτει με κανένα γιατρικό. Πέθανε στο Μεσολόγγι, στις 19 Απριλίου, σε ηλικία 36 ετών.