ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Ντίκινσον 1830 έως 1886 (56)

Το να ζεις είναι τόσο εκθαμβωτικό, που αφήνει πολύ λίγο χρόνο για οτιδήποτε άλλο.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

ΕΛΠΙΔΑ

Είναι η ελπίδα ένα πράγμα με φτερά
που κουρνιάζει στην ψυχή μου
και δίχως λέξεις τραγουδάει τον σκοπό
χωρίς ποτέ να σταματάει.
Και πιο γλυκά
Ακούγεται στην θύελλα
Επαίσχυντη πρέπει να είναι η καταιγίδα
που μπορεί να ταράξει το μικρό πουλί,
που κράτησε τόσους πολλούς ζεστούς.
Το έχω ακούσει στην πιο παγωμένη γη,
Και στην πιο παράξενη θάλασσα
Ωστόσο ποτέ, ούτε στην έσχατη ανάγκη,
δεν ζήτησε ούτε ψίχουλο, από μένα

Η Έμιλυ Ελίζαμπεθ Ντίκινσον (Emily Elizabeth Dickinson, 10 Δεκεμβρίου 1830 - 15 Μαΐου 1886) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια. Γεννήθηκε στο Άμερστ, μια μικρή πόλη της Μασαχουσέτης το 1830. Ο πατέρας της, ήταν ένας αυστηρός καλβινιστής με νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Γέιλ κι εργαζόταν ως δικηγόρος, για κάποια χρόνια ήταν κι εκλεγμένο μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και του Κογκρέσου. Τα παιδικά της χρόνια πέρασαν με σχολικές υποχρεώσεις, οικιακά, Κατηχητικό, ανάγνωση βιβλίων και μαθήματα τραγουδιού και πιάνου. Η Έμιλυ είχε εξαιρετικές επιδόσεις ως μαθήτρια και ξεκίνησε σπουδές στο Κολλέγιο του Χόλι Οουκ, όμως έμεινε για έναν μόνο χρόνο. Σταμάτησε απότομα και γύρισε στο πατρικό κτήμα από το οποίο δεν θα έφευγε παρά μία φορά στην ζωή της, το 1864 όταν αναγκάστηκε να επισκεφτεί κάποιον γιατρό στην Ουάσινγκτον λόγω της όραση της που μειωνόταν. Από νεαρή ηλικία έγραφε και έστελνε στίχους σε συγγενείς και φίλους χωρίς να έχει καμία επιθυμία ή σκέψη για έκδοση τους. Το 1852 ωστόσο, 5 λυρικά ποιήματα της για την φύση εκδόθηκαν ανώνυμα, από έναν εκδότη οικογενειακό τους φίλο. Έκτοτε η Έμιλυ αρχίζει να ασχολείται σοβαρότερα με την ποίηση και ειδικά την περίοδο 1858-1865, περίοδο του εμφύλιου πολέμου μεταξύ νότιων και βόρειων, γράφει τα σημαντικότερα έργα της. Σε αυτό το διάστημα η καλύτερη φίλη της παντρεύεται τον αδερφό της και μένουν κι αυτοί στο πατρικό κτήμα, η Έμιλυ συναναστρέφεται τα αδέρφια της και τους λιγοστούς οικογενειακούς φίλους, ασχολείται με την κηπουρική και ενίοτε την μαγειρική και το κέντημα, αλλά τις περισσότερες ώρες βρίσκεται μόνη στο δωμάτιο της, οι άλλοι δεν έχουν ιδέα τι ακριβώς κάνει, την θεωρούν εκκεντρική και απόμακρη.

Μέχρι τα 35 της έχει γράψει 1100 ποιήματα, τα περισσότερα σε πρόχειρα χαρτιά, σε αποδείξεις, προσκλητήρια, πίσω από συνταγές μαγειρικής. Από αυτά καθαρογράφει τα 800 και δημιουργεί τα δικά της χειροποίητα βιβλιαράκια. Δεν τα δείχνει σε κανένα. Η ζωή της είναι αυστηρά προσωπική και μονήρης, έχει αρνηθεί τουλάχιστον μία πρόταση γάμου, ενώ από τα γραπτά αυτής της περιόδου διαφαίνεται η ύπαρξη συναισθηματικού δεσίματος με κάποιο άγνωστο πρόσωπο, κάποιοι μιλάνε για έναν νεαρό πάστορα που πέρασε και έφυγε. Ο έρωτας θα κάνει και πάλι την εμφάνισή του ύστερα από χρόνια, με τη μορφή ενός χήρου δικαστή, οικογενειακού φίλου, κάποιες επιστολές της υποδεικνύουν ότι σκεφτόταν να τον παντρευτεί, δεν το έκανε, δεν αποφάσισε να εγκαταλείψει την απομόνωση της. Συνεχίσε να ζει στον μικρόκοσμο του δωματίου της και στην δίνη των ποιημάτων της. Τα τελευταία χρόνια της σημαδεύονται από τον θάνατο των δικών της. Ο πατέρας της πεθαίνει το 1874, η μητέρα της το 1875, ο ανιψιός της το 1883 (σε ηλικία 8 ετών), η καλύτερή της φίλη το 1885. Από το 1883 έχει κι ίδια αρρωστήσει, παρέμεινε σε κακή κατάσταση μέχρι και τον θάνατό της στις 15 Μαΐου 1886. Μετά την κηδεία της, η αδελφή της Λαβίνια ανοίγει ένα κλειδωμένο συρτάρι και βρίσκει τον θησαυρό με περίπου 2000 ποιήματα, τα οποία εκδόθηκαν σε τμήματα και ενότητες από το 1890 και έκτοτε σημειώνοντας μεγάλη εκδοτική επιτυχία και επηρεάζοντας την παγκόσμια ποίηση μέχρι και τις μέρες μας. Οι διακεκομμένοι στίχοι, οι μεταφυσικοί συμβολισμοί, η αναρχία στην ροή των ιδεών της, φανέρωσαν μία Έμιλυ που ζούσε αθόρυβα κι εσωτερικά, κραυγάζοντας μέσα στη σιωπή της, να γράφει όπως δεν έζησε, σε υπερθετικό βαθμό, με πάθος και χαρά, με προσδοκίες και απελπισία για τους πόνους των ανθρώπων και των πραγμάτων.