ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Γκάντι 1869 έως 1948 (79)

Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

10 ΑΡΧΕΣ

Όπως ο ίδιος έγραψε στην αυτοβιογραφία του, εντυπωσιασμένος από το βιβλίο του Ινδουισμού, Μπαγκαβάντ Γκιτά, επικεντρώθηκε για ατελείωτες ώρες ειδικά στους παρακάτω στίχους:

«Όταν ένας άνθρωπος διαμένει στα αντικείμενα,

αναπτύσσει προσκόλληση για τα αντικείμενα.

Από την προσκόλληση προέρχεται η επιθυμία,

και η επιθυμία γεννάει την οργή.

Από την οργή προέρχεται η σύγχυση, η αποτυχία της μνήμης.

Από την αποτυχία της μνήμης προβάλλει η απώλεια της διάκρισης,

και εδώ ο άνθρωπος αποτυχαίνει
πάνω στην ατραπό του πνευματικού αγώνα.»


Ο Μοχάντας Καραμτσάντ (Μαχάτμα) Γκάντι (1869 -1948) ήταν Ινδός πολιτικός, στοχαστής και ακτιβιστής, πρωτοστάτης του κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία, εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης, χωρίς τη χρήση βίας. Έμεινε γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που στα σανσκριτικά σημαίνει μεγάλη ψυχή. Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό του βίο συντέλεσαν ώστε να γίνει παγκόσμιο σύμβολο. Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, στην δυτική ακτή της Ινδίας, ο πατέρας του όπως κι ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης της πόλης, η μητέρα του ήταν η τέταρτη σύζυγος καθώς οι προηγούμενες 3 είχαν πεθάνει στην γέννα. Στην οικογένεια του ακολουθούσαν ένα τοπικό θρησκευτικό κίνημα που πρέσβευε την αρχή του μη τραυματισμού των ζωντανών πλασμάτων, τη χορτοφαγία και την νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης καθώς και την ανοχή ανάμεσα στις κάστες και τις θρησκείες. Το 1876 μετακόμισαν στην πόλη Ρατζκοτ και ο πατέρας του τον αρραβώνιασε με την κόρη ενός γνωστού τους έμπορου, θα τους παντρέψουν όταν γίνουν 13 ετών και θα αποκτήσουν 4 παιδιά. Το 1888 έχει πεθάνει ο πατέρας του και ο αρχηγός της κάστας του τον πιέζει να παραμείνει και να αναλάβει στην θέση του στην κοινωνία τους, εκείνος αντιδρά και φεύγει στο Λονδίνο για νομικές σπουδές. Εντυπωσιάζεται μεν από την ζωή στο Λονδίνο όμως δεν αλλάζει τις συνήθειες του. Γίνεται μέλος στην χορτοφαγική λέσχη, ζει απλά και με ελάχιστα χρήματα, διαβάζει πολύ.

Επιστρέφοντας στην Ινδία το 1891 μαθαίνει πως η μητέρα του έχει πεθάνει και γρήγορα νιώθει μια ψυχρότητα από τους ανθρώπους της κάστας του επειδή είχε φύγει και σπουδάσει στην Αγγλία παρά την αντίθετη γνώμη των αρχηγών τους. Πήγε για λίγο στην Βομβάη με την οικογένεια του μα δεν ρίζωσε, γύρισε στην μικρή τους πόλη και το 1893 του έγινε μια πρόταση την οποία δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ανέλαβε να εκπροσωπήσει νομικά μια ινδική εταιρεία στην νότια Αφρική κι έφυγε τον Απρίλιο για την πόλη Νατάλ και αργότερα για την Πραιτόρια. Από την αρχή της διαμονής του νιώθει βαθιά το απαρχάιντ και τις φυλετικές διακρίσεις καθώς τον πετάνε έξω από το δικαστήριο όταν αρνείται να βγάλει το πατροπαράδοτο σαρίκι, τον πετάνε έξω από το τρένο για την Πραιτόρια επειδή είχε βγάλει εισιτήριο πρώτης θέσης αλλά αυτό απαγορευόταν για τους μη λευκούς, τον κατεβάζουν από το λεωφορείο καθώς ήθελε να κάθεται ενώ αυτό επιτρεπόταν μόνο σε λευκούς. Οι εξευτελισμοί των Ινδών είναι καθημερινές και ο Μαχάτμα είναι αποφασισμένος να πολεμήσει την αδικία. Με άρθρα, ομιλίες, επιστολές σε διεθνείς οργανισμούς και στην κυβέρνηση καταγγέλλει ασταμάτητα την συμπεριφορά των λευκών και ζητάει ισότητα, σύντομα γίνεται ο εκπρόσωπος των 150.000 περίπου Ινδών στη νότια Αφρική. Ήταν να μείνει για ένα χρόνο μονάχα στη νότια Αφρική, όμως τα γεγονότα τον παρασύρουν και οι συμπατριώτες του το πείθουν να μην τους εγκαταλείψει. Έτσι στον χρόνο πάνω αντί να φύγει πηγαίνει στην Ινδία και φέρνει πίσω την οικογένεια του. Έμεινε άλλα είκοσι χρόνια, υπερασπιζόμενος τα δικαιώματα των συμπατριωτών του. Το 1899 κατά τον πόλεμο των Μπόερς ο Μαχάτμα οργανώνει μια μονάδα του Ερυθρού Σταυρού και περιθάλπει τους τραυματίες και των δύο πλευρών. Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ και άνοιξε δικηγορικό γραφείο, εξέδωσε μια εφημερίδα με τίτλο «Ινδική γνώμη» και αναγνωρίζεται ως ο εκπρόσωπος όλων των Ινδών στη νότια Αφρική. Όταν το 1904 ξεσπά επιδημία πανούκλας αφήνει όλες τις άλλες δραστηριότητες του και οργανώνει τα νοσοκομεία για την καταπολέμηση της αρρώστιας. Μετά ιδρύει μια αγροτική αποικία που όλοι όσοι συμμετείχαν ήταν απολύτως ίσοι, έκαναν όλες τις δουλειές –ο ίδιος είχε αναλάβει να καθαρίζει τις τουαλέτες-, είχαν από ένα κομμάτι γης και μοιράζονταν ισόποσα όλα τα έσοδα. Το 1906 στον πόλεμο των Άγγλων κατά των Ζουλού νιώθει αποτροπιασμό με τις φρικαλεότητες των Άγγλων και τότε ξεκινάει την ιδέα της «Σατυαγκράχα»=αναζήτηση της αλήθειας, «Αχίμσα»=αντίσταση χωρίς βία και «Βραχμαχάρυα»=όρκος αγνότητας, που σημαίνει ερωτική αποχή ώστε να μπορέσει να εργαστεί απερίσπαστος για το καλό της ανθρωπότητας. Όταν οι αρχές την νότιας Αφρικής ζητούν από όλους τους Ινδούς να έχουν μαζί του μια ταυτότητα, πράγμα εξευτελιστικό που τους διαχωρίζει από τους υπόλοιπους πολίτες, θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο άσκηση της μη βίας, απλά δεν υπακούουν στο νόμο και αφήνονται να συλλαμβάνονται. Οι φυλακές γεμίζουν, μεταξύ των φυλακισμένων είναι και ο Γκάντι, η κυβέρνηση βρίσκεται σε αδιέξοδο, αναγκάζεται να υποσχεθεί πως θα αποσυρθεί ο νόμος. Η τακτική αυτή του Γκάντι τον κάνει γνωστό σε όλο τον κόσμο. Τον επόμενο χρόνο η κυβέρνηση της νότιας Αφρικής επιβάλει ένα υπέρογκο πόσο σε όσους Ινδούς εργάτες θέλουν να παραμείνουν στην χώρα ενώ έχει τελειώσει η πενταετής σύμβαση εργασίας τους και επίσης ακυρώνει τους μη χριστιανικούς γάμους, κηρύσσοντας όλους τους γάμους των Ινδών άκυρους και τα παιδιά τους εξώγαμα. Μια μεγάλη απεργία ξεκινά και μια ειρηνική πορεία 6000 ατόμων, οι πρωτοπόροι συλλαμβάνονται, μαζί και ο Γκάντι. Το 1914 και ύστερα από αγώνες χρόνων η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση υποχωρεί, καταργείται ο κεφαλικός φόρος στους Ινδούς και κρίνονται νόμιμοι οι γάμοι τους. Ο Μαχάτμα παίρνει την οικογένεια του και επιστρέφει στην Ινδία.

Τον υποδέχονται ως εξέχοντα προσωπικότητα στην Ινδία, εκείνος για 3 χρόνια δεν εμπλέκεται στα πολιτικά πράγματα μόνο περιδιαβαίνει την χώρα από άκρη σε άκρη και μιλάει με τον απλό κόσμο. Όταν οι Άγγλοι προωθούν νομοσχέδιο με το οποίο μπορούν να φυλακίζουν χωρίς στοιχεία τον οποιονδήποτε Ινδό ως ύποπτο για ανταρσία, ο Γκάντι βάζει σε εφαρμογή την αντίσταση χωρίς βία, οργανώνει μεγάλες απεργίες και ειρηνικές διαμαρτυρίες που καθηλώνουν το κράτος. Η αντίδραση είναι δολοφονική. Σε μια καθιστική διαμαρτυρία 10000 ατόμων οι Άγγλοι ανοίγουν πυρ και σκοτώνουν 400 άτομα ενώ τραυματίζουν πάνω από 1500. Ο Γκάντι αναγκάζεται να αναστείλει την απεργία. Η επόμενη κίνησή του είναι το μποϊκοτάζ όλων των αγγλικών προϊόντων, τότε είναι που υιοθετεί το ινδικό λευκό ύφασμα για φορεσιά και σε μια συμβολική κίνηση στις 1/8/1921 μαζεύονται και καίνε ευρωπαϊκά υφάσματα και ρούχα. Ολόκληρη η Ινδία βρίσκεται σε εγρήγορση και υπάρχει ένα κύμα ενθουσιασμού, οι αποικιοκράτες απαντούν με συλλήψεις. Τον Φεβρουάριο του 1922 ο Γκάντι στέλνει τελεσίγραφο στον αντιβασιλέα ζητώντας να παραχωρηθεί εντός 15 ημερών η αυτονομία στην Ινδία. Σε αυτό το διάστημα ωστόσο μερίδα του ινδικού όχλου ξεφεύγει από τις αρχές του Γκάντι περί μη βίας και πολεμάει τους Άγγλους αστυνομικούς, σε ένα επεισόδιο κάψανε 18 άτομα. Οι Άγγλοι απαντούν με βία και συλλήψεις. Ο Γκάντι συλλαμβάνεται και κατηγορείται ως υπεύθυνος για τα επεισόδια εις βάρος των αστυνομικών, καταδικάζεται σε εξαετή φυλάκιση. Αποφυλακίζεται ύστερα από 2 χρόνια μετά από εγχείριση σκωληκοειδίτιδας και για έναν χρόνο μένει μακριά από τα πολιτικά δρώμενα, ζώντας σε ένα κοινόβιο. Όταν η κυβέρνηση διπλασιάζει τον φόρο του αλατιού ο Γκάντι κηρύσσει μια πανεθνική πορεία ανυπακοής, θέλει να διανύσει 390 χιλιόμετρα κατά τα οποία ζητάει να μην ακουστεί καμία εχθρική φωνή παρά μονό λόγια πίστης και προσευχής. Θα συλληφθούν περισσότερα από 60000 άτομα γεμίζοντας όλες τις φυλακές. Θα ακολουθήσουν απεργίες πείνας, διαμαρτυρίες, μουκοτάζ προϊόντων και υπηρεσιών, συζητήσεις. Ο Γκάντι δίνει μάχες όχι μόνο με τους αποικιοκράτες αλλά και για τα δικαιώματα των κατώτερων τάξεων της Ινδίας, τα παιδιά του Θεού όπως τους ονομάζει, 85% των οποίων είναι αναλφάβητοι και έχουν λιγότερα δικαιώματα από τους υπόλοιπου Ινδούς.

Με την έκρηξη του 2ου παγκόσμιου πολέμου οι Άγγλοι συλλαμβάνουν προληπτικά όλα τα μέλη του Ινδικού κογκρέσου. Ο λαός εκδηλώνεται με άγριες εξεγέρσεις, το σύνθημα «Quit Ιndia» ακούγεται από άκρη σε άκρη, οι Ινδοί ζητάνε πλήρη ανεξαρτησία. Ο Γκάντι προβαίνει σε απεργία πείνας από την φυλακή, στην ίδια φυλακή πεθαίνει η σύζυγος του. Με το τέλος του πολέμου και μετά από διαβουλεύσεις η Ινδία κερδίζει την ανεξαρτησία της. Ωστόσο καινούργιο πρόβλημα ανακύπτει. Οι μουσουλμάνοι ζητάνε ξεχωριστό κράτος, ο Γκάντι αντιτίθεται σθεναρά σε μια τέτοια προοπτική, σε ένδειξη διαμαρτυρίας δεν παίρνει μέρος στου εορτασμούς. Η βία που ξεσπάει ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους Ινδουιστές τον γεμίζει θλίψη, ξεκινάει νέα απεργία πείνας, μέχρι τέλους ισχυρίζεται, σε μια προσπάθεια να ειρηνεύσει τον λαό του. Σταματάει την απεργία μόνο όταν οι αρχηγοί των αντιμαχόμενων τον διαβεβαιώνουν πως δεν θα υπάρξει βία κι ότι θα βρεθεί ειρηνική λύση. Λίγες μέρες αργότερα, την ώρα της προσευχής του, γίνεται αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του με χειροβομβίδα ενώ στις 30 Ιανουαρίου 1948 ένας Ινδός βραχμάνος τον πλησιάζει να τον χαιρετίσει, τον πυροβολεί στο στήθος και τον σκοτώνει.