ΑΡΧΙΚΗ


ΡΕΜΠΩ 1854 έως 1891 (37)

ΡΕΜΠΩ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

O Αρθούρ Ρεμπώ (20 Οκτωβρίου 1854 - 10 Νοεμβρίου 1891) ήταν Γάλλος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του συμβολισμού, με μεγάλη επιρροή στη μοντέρνα ποίηση. Γεννήθηκε στην αγροτική περιοχή Σαρλβίλ των Αρδεννών κοντά στα βελγικά σύνορα, ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του κόρη εύπορων αγροτών. Ο γάμος των γονιών του ήταν δυστυχισμένος, προσγειωμένη και ρεαλίστρια ήταν η μητέρα του, καλλιτεχνική φύση ο πατέρας του ο οποίος ήθελε να γίνει συγγραφέας και εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Ρεμπώ ήταν 5 ετών. Ο Αρθούρ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο αγρόκτημα της οικογένειας της μητέρας του στη Ρος μαζί με τα 3 αδέρφια του. Υπήρξε ευφυής μαθητής και γνώρισε πολλές διακρίσεις στο σχολείο, τόσο σε λατινικά και γραμματική όσο και στην αριθμητική. Είχε επίσης διακριθεί στην συγγραφή εργασιών για την εφημερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας ενώ το 1866 δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα. Η μητέρα του ήταν πολύ αυστηρή και κρατούσε τα παιδιά απομονωμένα από παρέες, αυτό συνέβαλε στο να μελετάει για πολλές ώρες καθημερινά ότι βιβλίο εύρισκε, επίσης τον έσπρωξε στα 16 του να φύγει από το σπίτι. Μπήκε σε ένα τρένο πληρώνοντας μόνο για το πρώτο μικρό κομμάτι της διαδρομή και κρυμμένος για το υπόλοιπο έφτασε στο Παρίσι. Ήταν η εποχή της Κομμούνας του Παρισιού και φαίνεται πως είχε κάποια ανάμειξη στο επαναστατικό κίνημα, όμως κυρίως εντάχθηκε στον κύκλο των παρνασσιστών ποιητών και έζησε για ένα διάστημα προκαλώντας τους λογοτεχνικού κύκλους με μεθύσια και κραιπάλες ενώ συγχρόνως έγραφε ποιήματα. Γνωρίστηκε με τον κατά 11 χρόνια μεγαλύτερο του Βερλαίν και ταξίδεψε μαζί του σε πόλεις της Γαλλίας, Βέλγιο και Λονδίνο έχοντας μια θυελλώδη σχέση μαζί του που κατέληξε ύστερα από καυγά υπό την επήρεια μέθης, στον τραυματισμό του χεριού του και την φυλάκιση του Βερλαίν. Μέχρι το 1874 έγραψε όλα τα ποιήματα του, τα οποία τα έδινε σε φίλους όπως τον Βερλαίν ή τον λογοτεχνικό του μέντορα και καθηγητή του στο σχολείο Ιζαμπάρ, εκείνοι αργότερα φρόντισαν να δημοσιευτούν εν αγνοία του, ακόμη και παρά την θέληση του. Το μοναδικό βιβλίο που εκδόθηκε κατόπιν ενεργειών του, γραμμένο από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1873, ήταν το «Μια εποχή στην Κόλαση». Μετά από αυτό, στα 20 του χρόνια, αποκήρυξε την ποίηση και δεν ξαναέγραψε ούτε ένα στίχο, χαρακτηρίζοντας σε κάποια επιστολή το ποιητικό του παρελθόν ως: «παράλογο, γελοίο και αηδιαστικό». Έζησε την υπόλοιπη ζωή του τυχοδιωκτικά, σε Ευρώπη και Αφρική κάνοντας όλων των ειδών τις δουλειές. Στο Λονδίνο παρέδιδε μαθήματα γαλλικών, στην Στουτγάρδη πήγε για να μάθει γερμανικά. Τον Μάιο του 1875 ήρθε σε επαφή με έναν στρατολόγο και δήλωσε συμμετοχή στον ολλανδικό αποικιακό στρατό. Ακολούθησε την βασική εκπαίδευση των μισθοφόρων και στάλθηκε στην Τζακάρτα της Ιάβας. Στις 15 Αυγούστου, λιποτάκτησε και παρά την καταδίωξή του από απόσπασμα του ολλανδικού στρατού κατάφερε να ξεφύγει. Επέστρεψε για λίγο στο σπίτι της μητέρας το και μετά ξανάρχισε τις περιπλανήσεις σε Βρέμη, Αμβούργο, Κοπεγχάγη, Στοκχόλμη, Παρίσι. Το Δεκέμβριο του 1878 προσελήφθη ως διερμηνέας για μία γαλλική κατασκευαστική εταιρεία και ταξίδεψε στην Κύπρο, όπου τελικά ανέλαβε επικεφαλής ενός λατομείου. Μετά την Κύπρο κατέφυγε στην Αφρική, στο Άντεν της Υεμένης, προσελήφθη σε μια εταιρεία για να επιβλέπει τη διαλογή και τη συσκευασία του καφέ. Το Νοέμβριο του 1880, πήγε στο Χαράρ και οργάνωσε εξερευνητική αποστολή για την χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών, φτάνοντας μέχρι τη περιοχή Ογκαντέν της Αιθιοπίας, το νοτιότερο σημείο που είχε επισκεφθεί ποτέ Ευρωπαίος. Μετά πήγε στο Άντεν, μπλέχτηκε με εμπόριο όπλο αποσκοπώντας στον γρήγορο πλουτισμό, συνέχισε τις εμπορικές δραστηριότητες σε διάφορες χώρες της Αφρικής και το 1888 είχε εξελιχθεί σε κορυφαίο επιχειρηματία. Στις 7 Απριλίου του 1891 εγκατέλειψε το Χαράρ με την υγεία του σε κακή κατάσταση και την δεξιά κνήμη του πρησμένη. Στις 20 Μαΐου μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Μασσαλίας όπου η αρχική διάγνωση έκανε λόγο για «νεόπλασμα στο γοφό», ενώ οι επόμενες ιατρικές αναφορές παραπέμπουν σε ένα είδος καρκίνου στα οστά. Μία εβδομάδα αργότερα, οι γιατροί του νοσοκομείου ακρωτηρίασαν το δεξί του πόδι. Επέστρεψε στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος όπου τον φρόντισε η αδελφή του Ιζαμπέλ ενώ στις 23 Αυγούστου αναχώρησε ξανά για τη Μασσαλία καθώς έπρεπε να υποβληθεί σε μία δεύτερη χειρουργική επέμβαση. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε και σύντομα παρέλυσε το αριστερό του χέρι. Πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1891 σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Σαρλβίλ. Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται η φράση: «Προσευχηθείτε γι’ αυτόν».