Μάρκος Τύλλιος Κικέρων

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Αποσπάσματα από το έργο του “Επιστολές προς τοv Νάβιο Αττίλιο (50 π.Χ περίπου). Ο Αττίλιο είχε διοριστεί έπαρχος στην Ρωμαϊκή επαρχία της Ελλάδας, και ο Κικέρων με τις επιστολές του τον συμβούλευε και τον ενημέρωνε για τους Έλληνες.

Μάρκος Τύλλιος Κικέρων

Επιστολές προς τοv Νάβιο Αττίλιο

[…] Πόσο λυπούμαι που τούτες τις μέρες του Μαΐου, δεν βρίσκεσαι μαζί μας εδώ στο Τούσκουλο, όπου τώρα και δύο εβδομάδες ξεκουράζομαι από το συρφετό της αγοράς και τους κούφιους λόγους της Συγκλήτου. Από προχτές το πρωί φιλοξενώ τους κοινούς μας φίλους και συμπότες, τον Μάρκελλο, τον Καϊκο, τον Ελουίλιο, τη Λίβυα, για μένα πάντα νέα, και μιαν άγνωστη σου, την πρασινομάτα την Κόριννα, που μου κουβάλησε ο Οβίδιος. Το<><>ν θυμάσαι τον Οβίδιο, τον ανοικονόμητο Οβίδιο. Διασκεδάσαμε με τους καινούργιους του έρωτες, όπως φυσικά θέλει να μας τους ζωγραφίζει στα τελευταία του ελεγεία.

Μνημονεύανε συχνά το όνομα σου οι καλοί μας φίλοι και αναθυμότανε τα παλιά μας συμπόσια στην έπαυλη σου στην Όστια. Αλλά πόσο θα είσαι μακριά από όλα τούτα τα ελαφρά, αφοσιωμένος τώρα, στα νέα σου καθήκοντα, εκεί, κάτω από τον ασυννέφιαστο ουρανό της Αχαΐας. Και όμως εγώ βρίσκομαι πολύ κοντά σου και σε σκέπτομαι πολύ, προπαντός όταν μένω μόνος, άγρυπνος τις νύχτες, κατά το συνήθειο μου.

Βεβαία δεν μπορούσες να αρνηθείς την τιμή που σου έκανε ο Αύγουστος. Είσαι νέος και πολλοί μεγαλύτεροι σου πόσα και πόσα δε θα πέρασαν για να κερδίσουν μιαν εύνοια, που εσένα στην πρόσφερε η τύχη, σχεδόν χωρίς να την περιμένεις - μιαν εύνοια όμως, που σέρνει πίσω της και κίνδυνους, φθόνους, δυσμένειες και ποιος ξέρει τι άλλα δεινά. Από τις ανησυχίες μου αυτές κινούμενος, είπα, τώρα που έχω καιρό να σου γράψω ό,τι είχε η πείρα μου θησαυρίσει την εποχή που κι εγώ αγωνιζόμουνα στο ίδιο στίβο. Ίσως και σε βοηθήσω στο έργο σου εκεί κάτω• ίσως μπορέσω να σε αποτρέψω από τίποτε λάθη ή και από κάποιες στην αρχήν αδιόρατες αδεξιότητες, που όμως υπομονεύουν κάποτε ένα πολύμηνο έργο. Συχώρεσε στα χρόνια μου το θάρρος να σου γίνω απρόσκλητος Μέντορας, αν και ίσως διόλου να μην το χρειάζεσαι. Μα είπα, και λίγα αν είναι όσα μπορείς να ωφεληθείς από τους λόγους μου, καλά θα είναι και αυτά, μια που θα είναι με τόση αγάπη δοσμένα. Άφησε λοιπόν τον παλιό ανθύπατο της επαρχίας σου να σου προσφέρει, κατά το λόγο του Αχιλλέα, "δώρον ολίγον τε φίλον τε". (Η φράσις είναι γραμμένη Ελληνικά στο πρωτότυπο).

Κερδίσαμε, αγαπητέ Ατίλιε, τον κόσμο με τις λεγεώνες μας, αλλά θα μπορέσομε να τον κρατήσομε μονάχα με την πολιτική τάξη που θα του προσφέρομε. Διώξαμε τον πόλεμο στις παρυφές της γης. Από τον Περσικό κόλπο ως τη Μαυριτανία, από τη γη των Αιθιόπων ως την Καληδονία αδιατάραχτη βασιλεύει ή ρωμαϊκή ειρήνη. Δύσκολο φαίνεται να εξηγήσει κανείς πως μια πόλη έφθασε να κυβερνά την οικουμένη. Μέσα στους λόγους όμως που θα αναφέρονταν για μια τέτοια εξήγηση, θα έπρεπε να ήταν πρώτος ετούτος, καταλάβαμε καθαρά και έγκαιρα πως υποτάσσοντας ξένους λαούς, αναλαμβάναμε μιαν ευθύνη για την ευημερία τους. Τούτη ή συνείδηση της ευθύνης διακρίνει τους βάρβαρους κατακτητές από τους κοσμοκράτορες. Μονάχα ο Αλέξανδρος πριν από εμάς είχε την συνείδηση τούτης της ευθύνης. Ευτυχώς για τη δόξα της Ρώμης πέθανε νέος, γιατί αλλιώς θα ήτανε οι Έλληνες σήμερα οι άρχοντες του κόσμου. Αλίμονο στους λαούς όταν τις προσπάθειές τους τις ενσαρκώνουν μονάχα σε μεμονωμένα άτομα, που περνούν και όχι σε ανθρώπινες κοινότητες, σε θεσμούς, που αντέχουν στη ροή των πραγμάτων και σηκώνουν άνετα τον όγκο των πολύχρονων έργων.

Έχομε τη σοφία να μη θέλομε να είμαστε δυσβάσταχτοι εκμεταλλευτές των λαών, που υποτάχτηκαν στην εξουσία μας. Καταλάβαμε πως μια τέτοια εκμετάλλευση καταντάει ζημιά και ανησυχία δαπανηρή, όταν ξεπερνάει το πρεπούμενο μέτρο. Και μάλιστα όσο πιο εκτείνεται η εξουσία όσο πιο αραιώνουν οι φρουρές και αυξάνει η δυσαναλογία του αριθμού των αρχόντων και των αρχομένων, τόσο η εκμετάλλευση πρέπει να γίνεται πιο ανεπαίσθητη, ένας ελαφρύς τόκος που οι λαοί μας πληρώνουν για την τάξη και την ειρήνη που τους εξασφαλίζουμε. Αλλά δεν φτάνει να τους χαρίζομε ειρήνη και τάξη, γιατί αυτά είναι αρνητικά στοιχεία, είναι όροι• δεν αποτελούν την ουσία της ευδαιμονίας των ανθρώπων. Πρέπει να προάγομε την υλική ευημερία των λαών μας• πρέπει με την υπερέχουσα τεχνική μας να τους κατασκευάζομε υδραγωγεία και αιωνόβιους δρόμους λιμάνια, γιοφύρια και άλλα έργα που κάνουν τη ζωή των ανθρώπων πιο άνετη και πιο εύκολη. Θα έπρεπε ακόμη και της φιλοσοφίας και της ποίησης τα δώρα να σκορπούσαμε στις χώρες που κυβερνούμε. Το μέγα όμως τούτο έργο είμαστε άξιοι να το κάμομε μόνο στις δυτικές επαρχίες, γιατί εκεί που βρίσκεσαι εσύ, οι Έλληνες το επιτελούν ακόμη σήμερα καλλίτερα από μας. Ας επαναλάβωμε και εμείς τη δυσάρεστην ομολογία του Οράτιου Φλόκους: GRAECIA CARTA, FERUM VICTOREM CEPIT, ET ARTES INTULIT AGRESTI LATIO. ( Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον άγριο νικητή και έφερε τις τέχνες στο αγροτικό Λάτιο)

Αλλά δεν αρκεί να δίνει πολλά η Ρώμη στους λαούς του κόσμου, πρέπει να ξέρει και να ανέχεται πολλά, να συμβιβάζεται με λογής αξιώσεις, λογικές και παράλογες, να συμμορφώνεται σε κάθε τόπο με ότι ο τόπος αυτός πιστεύει και επιδιώκει• πρέπει να απαγορεύει, μόνο όταν η απαγόρευση επιβάλλεται από μίαν αδήριτη πολιτική ανάγκη• πρέπει να αναγνωρίζει όλες τις ελευθερίες που μπορεί να συνυπάρξουν με τους γενικούς σκοπούς της πολιτικής της. Τούτου του μέτρου ο καθορισμός κάθε φορά χρειάζεται και πείρα και τέχνη και ανοχή περισσή. Και όποιος στρατηγός, όποιος ανθύπατος, σαν και σένα, στις αχανείς εκτάσεις που εποπτεύετε, δεν βρει τούτο το μέτρο, κινδυνεύει σ' εκείνην την περιοχή να μείωση την αίγλη και το μεγαλείο της δημοκρατίας μας, και να ζημιώσει ένα έργο, που οικοδόμησαν η μετριοπάθεια και η σύνεση γενεών,

[…]

Ο Έλληνας είναι πιο εγωιστής από μας και συνεπώς και από όλα τα έθνη του κόσμου. Το άτομο του είναι "πάντων χρημάτων μέτρον" κατά το ρητό του Πρωταγόρα. Αδέσμευτο, αυθαίρετο, και ατίθασο, αλλά και αληθινά ελεύθερο ορθώνεται το εγώ των Ελλήνων. Χάρις σε αυτό σκεφθήκανε πηγαία, πρώτοι αυτοί, όσα εμείς αναγκαζόμαστε σήμερα να σκεφτούμε σύμφωνα με τη σκέψη τους. Χάρις σε αυτό βλέπουν με τα μάτια εκείνων που είδαν πριν από αυτούς. Χάρις σε αυτό η σχέση τους με το σύμπαν, με τα πράματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει, αλλά είναι πάντα νέα, δροσερή και το κάθε τι, χάρις σ’ αυτό το εγώ αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους. Είναι όμως και του καλού και του κάκου πηγή τούτο το χάρισμα. Το ίδιο εγώ που οικοδομεί τα ιδανικά πολιτικά συστήματα αυτό διαλύει και τις πραγματικές πολιτείες των ανθρώπων.

Και ήρθανε οι καιροί όπου ο ελληνικός εγωισμός ξέχασε την τέχνη που οικοδομεί τους ιδανικούς κόσμους, αλλά δεν ξέχασε την τέχνη που γκρεμίζει τις πραγματικές πολιτείες. Και εμείς τους συναντήσαμε , καλέ Ατίλιε σε τέτοιους καιρούς και γι αυτό η κρίση μας γι αυτούς συμβαίνει να είναι τόσο αυστηρή , που κάποτε καταντάει άδικη.

Αλλά και πως να μην είναι; Η μοίρα μας έταξε νομοθέτες του κόσμου και το ελληνικό άτομο περιφρονεί το νόμο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την ατομική του, που δυστυχώς στηρίζεται σε ατομικά κριτήρια. Απορείς πως η πατρίδα των πιο μεγάλων νομοθετών έχει τόση λίγη πίστη στο νόμο. Και όμως από τέτοιες αντιθέσεις πλέκεται η ψυχή των ανθρώπων και η πορεία της ζωής των. Σπάνια οι Έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι».

Πείθονται μόνο στα ρήματα τα δικά τους και ή αλλάζουν τους νόμους κάθε λίγο, ανάλογα με τα κέφια της στιγμής ή όταν μπορούν να τους αλλάξουν τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε μεταχειρίζονται εναντίον του ή τη βία ή το δόλο. Α! τόσο τη χαίρεται ο έλληνας την εύστροφη καταδολίευση τους, τους σοφιστικούς διαλογισμούς που μεταβάλλουν τους νόμους σε ράκη.

Ο Έλληνας έχει πιο αδύναμη μνήμη από μας και γι αυτό έχει λιγότερη συνέχεια στον πολιτικό του βίο. Είναι ανυπόμονος και κάθε λίγο, μόλις δυσκολέψουν τα πράγματα, αποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Θες να σαγηνέψεις την εκκλησία του δήμου σε μια Πόλη ελληνική; Πες τους: Σας υπόσχομαι αλλαγή. Πες τους: θα θεσπίσω νόμους. Αυτό αρκεί. Με αυτό χοντραίνει η ανυπομονησία του, το αψίκορο πάθος του. Τι φαεινές συλλήψεις θα βρεις μέσα σε αυτά τα ελληνικά δημιουργήματα της ιδιοτροπίας της στιγμής. Εμείς δειλά-δειλά και μόνο με το χέρι του πραίτορα τολμήσαμε, διολισθαίνοντας μέσα στους αιώνες, να ξεφύγουμε από τους άκαμπτους κλοιούς της Δωδεκαδέλτου μας, και πάλι διατιμώντας όλους τους τόπους, όλα τα εξωτερικά περιβλήματα. Τούτη η υποκρισία των μορφών, όταν η ουσία αλλάζει, δείχνει πόση είναι η ταπεινοφροσύνη μας μπρος σε κάθε τι που είναι θεσμός και έθος και παράδοση, πόσο το παρελθόν και η συνέχεια του βαρύνουν στην πορεία μας και πόσο δίκαια αντέχουμε αιώνες εκεί που οι Έλληνες εκάμφθηκαν σε δεκαετηρίδες.

Μέσα στους πιο πολλούς Έλληνες, άμα σκαλίσεις λίγο θα βρεις έναν ισχνό, υπερόπτη Κοριολανό, έναν άσημο εκδικητικό Αλκιβιάδη, ένα εγώ μεγαλύτερο από την πατρίδα. Όχι βέβαια σε όλους , αλλιώς δεν υπήρχαν σήμερα ελληνικές πόλεις. Αλλά όποιος διοικεί, σαν και σένα, ένα λαό, πρέπει να γνωρίζει τις άρχουσες ροπές, που δεν φτάνουν βέβαια ως τη φανερή ακρότητα του ωραίου Αθηναίου ή του δικού μας Γάϊου Μάρκου, αλλά που τείνουν προς τα εκεί. Οι πολλοί, από χίλιους δύο λόγους, γιατί είναι πιο μικροί και πιο αδύνατοι, σταματούν μεσοδρομίς. Μα και με αυτούς το κακό γίνεται.

Οι Έλληνες λίγα πράγματα σέβονται και σπάνια όλοι τους τα ίδια. Και προς καλού και προς κακού στέκουν απάνω από τα πράγματα.. Για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι δίκαιος, θα τον μετρήσουν με το μέτρο της προσωπικής των περίπτωσης, ακόμα και όταν υπεύθυνα τον κρίνουν στην εκκλησία ή στο δικαστήριο. Ο έλληνας ζητεί από το νόμο δικαιοσύνη για την δική του προσωπική περίπτωση.

Αν τύχει και ο νόμος δίκαιος στην ολότητά του, και δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις, όπως η δική του, δεν μπορεί αυτό να το παραδεχθεί. Και εν τούτοις τετρακόσια χρόνια τώρα το διακήρυξε ο μεγάλος τούς Πλάτων, πως τέτοια είναι η μοίρα και η φύση των νόμων, πως άλλο νόμος και άλλο δικαιοσύνη• το διακήρυξε και ο Σταγερίτης, χωρίζοντας το δίκαιο από το επιεικές. Αλλά δεν τ' ακούει αυτά ο Έλληνας. Δεν δέχεται να θυσιάσει τη δική του περίπτωση, το δικό του εγώ σ΄ ένα νόμο σκόπιμο και δίκαιο στη γενικότητα του. Έτσι είναι οι πολλοί στις πόλεις που πρόκειται τώρα να διοικήσεις, έτσι διαφορετικοί, αν όχι από μας, όμως από τους πατέρες μας, που θεμελίωσαν το μεγαλείο της παλιάς, της αληθινής μας δημοκρατίας.

[…]

Ποτέ ο άρχων δεν πρέπει να περιφρονεί τον αρχόμενο, όσο άξιος και αν είναι αυτός, και όσο ανάξιοι οι αρχόμενοι. Πρέπει να σκύβει, να μελετά και να γνωρίζει το λαό του. Προ παντός όταν έχει να κάνη με τους δυσκολονόητους Έλληνες. Για αυτό μη με βαρεθείς, που θέλω να σου τους δείξω από πολλές πλευρές και που τις πολλές τούτες πλευρές πάω να τις αναγκάσω σε μια πρώτη ρίζα.

Όσο περνούν οι αιώνες τόσο κι εμείς και οι λαοί που κυβερνούμε περισσότερο ατομιστές, ως που μια μέρα να μαραθούμε όλοι μαζί μέσα στη μόνωση των μικρών εαυτών μας. Νομίζω πως οι Έλληνες απάνω στους οποίους εσύ τώρα άρχεις είναι πρωτοπόροι σε αυτόν θανάσιμο κατήφορο.

Δεν σου έκανε κιόλας εντύπωση καλέ μου Νάβιε η αδιαφορία του Έλληνα για το συμπολίτη του; Όχι πως δεν θα του δανείσει μια χύτρα να μαγειρέψει, όχι πως αν τύχη μια αρρώστια δεν θα τον γιατροπορέψει, όχι πως δεν του αρέσει να ανακατεύεται στις δουλειές του γείτονα, για να του δείξει μάλιστα την αξιοσύνη του και την υπεροχή του, σε τέτοιες περιπτώσεις βοηθάει ο έλληνας περισσότερο από κάθε άλλον. Βοηθάει πρόθυμα και τον ξένο, με την ιδέα μάλιστα, που χάρις στους μεγάλους στωικούς, πάντα τον κατέχει, μιας πανανθρώπινης κοινωνίας, Του αρέσει να δίνη στον ασθενέστερο στον αβοήθητο• είναι και αυτό ένας τρόπος υπεροχής. Λέγοντας πως ο έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του, κάτι άλλο θέλω να πω. Αλλά μου πέφτει δύσκολο να στο εξηγήσω. Θα αρχίσω με παραδείγματα, που αν προσέξεις, ανάλογα θα δεις και εσύ ο ίδιος πολλά με τα μάτια σου. Ακόμη υπάρχουνε ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασε τους, καθώς είναι χρέος σου, και πες μου αν άκουσες κανέναν απ' αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνο του. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους των άλλων ο Έλληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρετε όμως τον ψόγο και γι αυτόν βρίσκει πάντα καιρό.

Για την κατανόηση, την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από τη συμπάθεια γι αυτό που κατανοείς, δεν θέλει τίποτα να θυσιάσει. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέσει ότι αξίζει τον έπαινο. Όχι που δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος• αλλά δεν αντιλαμβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο. Αλλού κοιτάζει• θαυμάζει ότι είναι δικός του κόσμος• κάθε άλλον τον υποτιμά. Όταν ένας πολίτης άξιος δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του, λέει ο έλληνας: αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιότερος του, τι πειράζει αν αυτός δεν αναγνωρίζεται; Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον Έλληνας τη δυνατότητα να είναι δίκαιος. Και αυτό εννοούσα λέγοντας, πως ο έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του• το πάθος του εγωισμού τον εμποδίζει να ασχολείται με τον άλλο, να συνεργάζεται μαζί του .

Και φυσικά από την έλλειψη τούτης της αλληλεγγύης ματαιώνονται στις ελληνικές κοινωνίες οι κοινές προσπάθειες. Η δράση του Έλληνα κατακερματίζεται σε ατομικές ενέργειες, που συχνά αλληλοεξουδετερώνονται και συγκρούονται. Κάποτε και τους νεκρούς ακόμα, όπου θα’ λέγε κανείς πως φθόνος δεν χωρεί, τους αφήνουν ατίμητους οι Έλληνες, γιατί δεν βρίσκουν μέσα τους, τη διάθεση να θυσιάσουν κάτι από το νου και στην καρδιά τους για ένα τέτοιο έργο δικαιοσύνης. Μόνο ο ηδονισμός του μίσους μπορεί να τους κάνει τυμβωρύχους. Το εγώ - το τρομερό αυτό εγώ - το πάντα γυρισμένο προς τον εαυτό του, για να υψωθεί, ταπεινώνει και τους νεκρούς και εκδικείται ακόμη και για την περασμένη τους δόξα. Μόνο όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί, βλέπεις την συναδέλφωση και την αλληλεγγύη• πολύ σπάνια για την προάσπιση κοινών ιδανικών. Κοινά ιδανικά σχεδόν δεν υπάρχουν. Στον καθένα έλληνα τα ιδανικά είναι ατομικά. (Γι αυτό οι πολιτικές των φατρίες είναι φατρίες συμφερόντων και το ιδανικό τον κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του).

Νάβιε, ο Κάτωνας από καιρό έχει πεθάνει και πέθανε μαζί του η παλιά μας δημοκρατία. Τώρα βαδίζαμε και εμείς τον δρόμο των Ελλήνων ως που και οι δικοί μας εγωισμοί, κάθε μέρα ωμότεροι και βιαιότεροι, να σκεπάσουν με την πλημμυρίδα τους τη Σύγκλητο και την αγορά και ολόκληρη την αθάνατη πόλη.

[…]

Το κοινό μίσος και το κοινό συμφέρον συνδέουν τους ανθρώπους• προ παντός τους Έλληνες και τους ανατολικούς λαούς της Μικρασίας που οι Έλληνες στα στερνά τους εκπολίτισαν και τους δίδαξαν και μαζί τους αποχάλασαν.

Όπου λείπει το κοινό μίσος και το κοινό συμφέρον υπάρχει συνήθως το κενό, η αδιαφορία του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο.

Μου έλεγε κάποτε κάποιος από την Αλικαρνασσό: "Δούλεψα όλη μου τη ζωή σκληρά και ανυστερόβουλα για την πόλη μου και θαρρώ πως δούλεψα ωφέλιμα και νόμιμα αλλά δεν σκέφθηκα να απλώσω έντεχνα τη φήμη μου στο δήμο. Και έτσι είμαι καταδικασμένος, αν όχι στην αφάνεια, όμως στην εξίσωση μου με ένα σωρό μέτριους και ασήμαντους. Και πρέπει να περιμένω το βραδύ το χρόνο και το θάνατο, που απάγει προς την ανωνυμία όλος τους πρόσκαιρους, ως το ξεχώρισμα και ως μια αργοπορημένη δικαίωση που ίσως μου ανήκει.

[…]

Εδώ και δυο βδομάδες σου έγραφα για τον φυγόκεντρο εγωισμό των ελλήνων. Δεν θυμάμαι όμως αν σου έγραψα το χειρότερο. Κινημένος από την ίδιον αυτήν εγωπάθεια, τη ρίζα αυτήν κάθε ελληνικού κακού, - ας βοηθήσουν οι θεοί να μη γίνει και των δικών μας δεινών η μολυσμένη πηγή (ο Έλληνας δεν συγχωράει στο συμπολίτη του καμιά προκοπή. Όποιος τον ξεπεράσει, ο Έλληνας τον φθονεί με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από εκεί που ανέβηκε, θα το κάνη).

Μα το πιο σπουδαίο, για να καταλάβεις τον έλληνα, είναι να σπουδάσεις, τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον φθόνο του, τον τρόπο που εφεύρε για να γκρεμίζει καλλίτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας, γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία στους διαδρόμους του Παλατιού, αλλά η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδους αναίμακτου ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και ευτελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου τη σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφερή την ατίμωση και τη γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες. Γιατί και η συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη αυτό. Οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι Έλληνες οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου. Το να επινόησης ένα ψέμα για κάποιον και να το διαλαλήσεις, αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει. Η τέχνη είναι να συκοφαντείς χωρίς να ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη τη συκοφαντία, μόνο να την αφήνεις να τη συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει. Η τέχνη είναι να βρίσκεις το διφορούμενο λόγο, που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες, να μπορείς να πεις πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία. Η τέχνη είναι να δημιουργείς την ψεύτικη εντύπωση με την όλη ομιλία, χωρίς κανένας λόγος μόνος του χωριστά να είναι ψεύτικος, τόσο που να αναρωτιέται ο καλόπιστος όταν ανακάλυψη την αντίφαση, είναι άραγε αυτό συκοφαντία ή παρεξήγηση; Υποβλητικός, σεμνότυφος, ντυμένος την ευπρέπεια, πρέπει να είναι ο συκοφαντικός λόγος και να μη διαρκή περισσότερο από ότι θα κούραζε τον ακροατή και όμως με τις πρεπούμενες διακοπές, αν είναι επίμονος, έτσι που να του εντυπώνεται χωρίς ο ίδιος να μπορεί να το καταλάβει πως αυτό του συνέβηκε. Δεν στηρίζεται σε ανύπαρκτα γεγονότα η περίτεχνη συκοφαντία, αλλά διαλέγει κάποιο ασήμαντο, το βγάζει από τη σειρά του, το φουσκώνει, το βάζει σε άλλη σειρά και έτσι το κάνει να αποδίδει μιαν εντελώς διαφορετική από την αρχική εντύπωση. Τόσο αλλάζει, χωρίς να το αλλάζει το ίδιο. Που είναι η συκοφαντία; ωτάει ο συκοφάντης. Και πας να πεις, δεν είναι πουθενά• και όμως είναι ολόκληρη εκεί, άπιαστη αλλά ορατή. Χίλια μήλα έχει η μηλιά και έχει ένα μόνο χαλασμένο. Άμα όμως όλο γι αυτό μιλάς βλέπει ο άλλος μπροστά του μια μηλιά σκουληκιασμένη. Και όμως οι λέξεις που αρθρώθηκαν δε περιέχουνε ψευτιά καμιά. Το ψέμα είναι πέρα από τις λέξεις, στο νόημα το φευγαλέο. Κάποτε ούτε το ένα μήλο δεν έχει σάπιο, αλλά έχει κάτι που δεν αρέσει στο δήμο, το πλήθος. Τότε αυτόν που θες να φθείρεις, τον παρουσιάζεις μονάχα από αυτό το κάτι που δεν αρέσει. Ψέμα; Πουθενά• επιδέξιες αποσπάσεις από τον ολότητα της πραγματικότητας• τονισμός μιας λέξης που δεν ήταν τονισμένη• μια ανεπαίσθητη αλλοίωση του φωτισμού, κάτι αληθινά ελάχιστο, που δεν τολμάς καν να το πεις διαστροφή. Διότι πραγματικά δεν είναι διαστροφή, δεν είναι ψέμα• είναι όμως συκοφαντία.

Αυτό είναι το όπλο με το οποίο πολεμάει ο Έλληνας τον Έλληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη, ποιητής τον ποιητή, αλλά και ανάξιος τον άξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό. Αν και ξένος θα δοκιμάσεις την αιχμή τούτου του όπλου και εσύ όπως τη δοκιμάσεις και εγώ. Θα απορήσεις σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι Έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας, πως τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί, πως τους υπολήπτονται, οι χρησιμοθήρες και πως γλυκομίλητα τους χαιρετούν όταν τους συναντήσουν στις στοές και στην αγορά. Είχα γνωρίσει έναν τέτοιο δεξιοτέχνη της συκοφαντίας στην Αθήνα εδώ και είκοσι χρόνια. Ήταν απ' αυτούς που ονόμαζαν τον παλιό καιρό "λακωνίζοντας"• νοσταλγός κάθε αρχαίου, αρνητής κάθε νέου, έντιμος πολίτης που ασκούσε έντιμα το επάγγελμα του συκοφάντη. Οι πιο διαλεχτοί συμπολίτες του δοκίμασαν το κεντρί του. Συκοφαντούσε με υπομονή, με ηδονή, με ευσυνειδησία. Συκοφαντούσε σύμφωνα με τη φύση του, όπως το φίδι δαγκάνει, όπως η δράκαινα δηλητηριάζει, όπως ο ταύρος κερατίζει. Λίγοι τον περιφρονούσαν, περισσότεροι τον φοβότανε και σε πολλούς άρεσε. Αρέσει, για να πούμε την αλήθεια, στους περισσότερους Έλληνες, αλλά φευ και σε κάμποσους πια από τους δικούς μας η πετυχημένη, η έντεχνα σκαρωμένη συκοφαντία. Σχηματίζεται γύρω της μια συμπαθούσα κοινή γνώμη από όλες τις συγκλίνουσες μοχθηρίες, τις ζήλιες, τις αρρωστημένες καχυποψίες, από όλες τις κουρασμένες, τις τραυματισμένες ψυχές. Και έτσι κρυσταλλώνεται, γύρω από τον αρχικόν ιοβόλο λόγο, ένα στέρεο σάρκωμα, ένας όγκος που στον καθέναν επιβάλλεται και τον φοβάται ο καθένας και αποφεύγει να τον αγγίξει.

Και όμως, τον καιρό που βρισκόμουνα στην Αθήνα δυό-τρεις άνθρωποι, που - δίκαια ή άδικα δεν ξέρω - τους λογιάζουνε πολλοί για απόβλητους και ξεστρατισμένους, τολμήσανε να αντισταθούν σε τούτον τον δεξιοτέχνη και να του κόψουν για καιρό τη λαλιά. Ένας από αυτούς μέρα μεσημέρι, στη μέση της αγοράς, τον χαστούκισε έτσι δυνατά που έπεσε χάμω και κύλησε μέσα στις σκόνες. Ένας άλλος, καθώς διάβαινε μπρος από τον Αρειο Πάγο ο συκοφάντης, με το ειρωνικό μειδίαμα της οίησης στα πικρά του χείλη, ανέβηκε σε μια ψηλή πέτρα απάνω και στον κόσμο που ήταν μαζεμένος την ώρα εκείνη φώναξε : Αϊ! Αθηναίοι, τούτος ο υπερόπτης που περνά εκεί δα, παρουσιάσθηκε κατήγορος του ανθρώπου που έσωσε την τιμή και τη ζωή του παιδιού του". Αν ήταν αλήθεια αυτά που είπε δεν ξέρω. Θυμάμαι μόνο πως ο δεξιοτέχνης χλώμιασε και αποτραβήχτηκε, χωρίς να πη τσιμουδιά και ούτε αργότερα τόλμησε ποτέ να του απαντήσει. Τέτοιοι άνθρωποι κατορθώσανε να φιμώσουν το απύλωτο στόμα της συκοφαντίας• μόνο τέτοιοι και με τέτοιους τρόπους, καλέ μου Νάβιε. Οι καλοί, ας τους πούμε καλούς, είχαν ξεχάσει πως η αρετή αγωνίζεται. Όλα, βλέπεις ήταν άτονα ή χαλασμένα στην πόλη. Ψάχνω τώρα να θυμηθώ τα ονόματα αυτών των ανθρώπων, αλλά δεν το κατορθώνω. Τι σημασία άλλωστε έχουν τα ονόματα; Όλους αυτούς τώρα πια, συκοφάντες και συκοφαντημένους τους σκεπάζουν τα χαμομήλια και οι παπαρούνες του Κεραμεικού. CURA UT VALEAS. (ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ)