ΦΙΟΝΤΌΡ ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΥ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Οι Αδελφοί Καραμάζοφ είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και δημοσιευόταν σε συνέχειες στο ρωσικό λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Ρώσος αγγελιοφόρος» το 1880. Ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να το εντάξει ως πρώτο μέρος σε μια τριλογία με τίτλο : Η Ζωή Ενός Μεγάλου Αμαρτωλού, όμως δεν πρόλαβε, καθώς πέθανε το 1881.

ΦΙΟΝΤΌΡ ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΥ

ΑΔΕΡΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΟΦ

Απόσπασμα στο οποίο ένας βαθιά θρησκευόμενοςΧριστιανός ιεροεξεταστής μιλάει στον Χριστό πουυποτίθεται πως ξανακατέβηκε στην γη

«Είσαι Εσύ; Εσύ;… Σώπα, μην αποκρίνεσαι. Τι θα μπορούσες,άλλωστε, να πεις; Το τι θα πεις περίφημα το ξέρω. Δε δικαιούσαιόμως να προσθέσεις το παραμικρό στα όσα είπες κάποτε. Γιατίλοιπόν ήρθες να χαλάσεις την ησυχία μας; Γιατί για να χαλάσειςτην ησυχία μας ήρθες, και τούτο το γνωρίζεις. Ξέρεις όμως τι έχεινα γίνει αύριο; Δεν ξέρω ποιος είσαι ούτε και θέλω να μάθω. Είτεείσαι Εκείνος είτε κάποιος που του μοιάζει απλώς, εγώ αύριο θασε καταδικάσω και θα σε κάψω στην πυρά ως το δολιότερο τωναιρετικών κι ο ίδιος ο λαός που σήμερα σου φιλούσε τα πόδια,αύριο κιόλας, μ’ ένα μου νεύμα, θα τρέχει να ρίξει στην πυρά Σουπροσανάμματα, αυτό το ξέρεις; Ναι, ίσως να το ξέρεις.»

«Θέλειςνα πας στον κόσμο και πηγαίνεις με άδεια χέρια, φέρνονταςμονάχα κάποιαν επαγγελία ελευθερίας που αυτοί, μέσα στηνκουταμάρα τους και την έμφυτη ατιμία τους, είναι ανίκανοι ακόμακαι να τη σκεφτούν, που τη φοβούνται και τη τρέμουν, γιατί για τονάνθρωπο και την κοινωνία των ανθρώπων ποτέ τίποτα δεστάθηκε πιο αβάσταχτο από την ελευθερία! Βλέπεις όμως τούτεςτις πέτρες μέσα στη γυμνή, φλογισμένη έρημο; Εάν τις μετατρέψειςσε ψωμί, θα τρέξει πίσω σου η ανθρωπότητα ωσάν κοπάδιευγνώμον και πειθήνιο, το οποίο όμως θα τρέμει αιώνια μην τύχεικαι τραβήξεις το χέρι σου και του λείψει το ψωμί σου. Εσύ όμωςδεν ήθελες να στερήσεις από τον άνθρωπο την ελευθερία του καιαπέκρουσες την πρόταση, γιατί τι είδους ελευθερία είναι αυτήσυλλογίστηκες, αν η υπακοή ξεπληρώνεται με ψωμί;»

«Καμιά επιστήμη δεν θα τους προσφέρει τον άρτο ενόσω παραμένουνελεύθεροι, αλλά η κατάληξη θα είναι να φέρουν την ελευθερίατους και να την αποθέσουν στα πόδια μας και να μας πουν: “Κάλλιονα μας σκλαβώσετε, αλλά ταΐστε μας”. Και τελικά θα καταλάβουνκαι οι ίδιοι πως είναι αδιανόητο να υπάρξει για τον καθένα και ηελευθερία και ο επίγειος άρτος, γιατί ουδέποτε θα μάθουν να ταμοιράζονται αυτά μεταξύ τους! Θα πεισθούν επίσης ότι ουδέποτεθα απελευθερωθούν, γιατί είναι αδύναμοι, ακόλαστοι, τιποτένιοικαι αντάρτες!»

«Διορθώσαμε το έργο Σου και το βασίσαμε στοθαύμα, στο μυστήριο και στην αυθεντία. Και χάρηκαν οι άνθρωποι,διότι πάλι σαν κοπάδι τους οδηγούν, και απαλλάχθηκαν επιτέλουςοι καρδίες τους από το δώρο τούτο το φοβερό που τόσα βάσανατους είχε φέρει. Λέγε πράξαμε σωστά, ήταν σωστά αυτά πουπράξαμε και τους διδάξαμε; Μην εμείς δεν αγαπήσαμε τηνανθρωπότητα, αφού με τόση ταπεινοφροσύνη παραδεχθήκαμε τηναδυναμία της, από αγάπη γι’ αυτήν αλαφρύναμε το φορτίο της,επιτρέψαμε στην αδύναμη φύση της ως και την αμαρτία, αρκεί αυτήνα γίνεται με την αδεία μας; Γιατί λοιπόν έρχεσαι τώρα να μαςχαλάσεις την ησυχία μας;»


[...]
«Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια κακιά γυναίκα, σωστή μέγαιρα. Δεν αγαπούσε κανέναν -πέρα από τον εαυτό της-, δεν είχε κάνει ποτέ και σε κανέναν καλό και μόνο κακό λόγο είχε να πει για όλους. Όταν πέθανε, την άρπαξαν οι δαίμονες και την πέταξαν στη Φλογισμένη Λίμνη της Κολάσεως.

Μόλις το αντιλήφθηκε ο φύλακας άγγελός της (ω ναι, όσο στριμμένοι κι αν είμαστε, όλοι έχουμε κι από έναν άγγελο…) κάθισε και σκέφτηκε, “Πρέπει να θυμηθώ κάποια καλή της πράξη για να διηγηθώ στο Θεό ώστε να σώσει τη Ψυχή της”. Θυμήθηκε και χαρούμενος όπως ήταν, πάει στο Θεό: “Αυτή, του λέει με ενθουσιασμό, έβγαλε ένα κρεμμυδάκι φρέσκο από το περιβόλι της και το έδωσε σε έναν ζητιάνο που πεινούσε”. Κι ο Θεός απαντάει: “Πάρε, λοιπόν, εκείνο το κρεμμυδάκι και πήγαινε πάνω από τη λίμνη. Κράτα γερά το κρεμμυδάκι από τη μία άκρη και πες στη γριά να πιαστεί από την άλλη. Μόλις πιαστεί, τράβα την. Αν καταφέρεις να την τραβήξεις έξω από τη λίμνη, τότε δικαιούται να πάει στον Παράδεισο. Όμως… αν σπάσει το κρεμμυδάκι, σημαίνει πως η Ψυχή της ανήκει στην Κόλαση”.

Έτρεξε βιαστικά ο άγγελος στη γριά και της φώναξε, “Έλα, πιάσου γερά από το κρεμμυδάκι και εγώ θα σε τραβήξω έξω”. Κι άρχισε να την τραβάει προσεκτικά. Την είχε βγάλει σχεδόν ολόκληρη από τη λίμνη και της χαμογελούσε γεμάτος ελπίδα, μα μόλις είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί που την τραβούσε έξω, γαντζώθηκαν από τα πόδια της, για να σωθούν κι αυτοί. Μα η γυναίκα ήταν πραγματικά κακότροπη, άσπλαχνη, κι άρχισε να τους κλωτσάει με μανία! “Εμένα θέλει να σώσει, όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμυδάκι, όχι δικό σας, ΔΙΚΟ ΜΟΥ!” Μόλις η γριά ξεστόμισε αυτά τα λόγια, το κρεμμυδάκι έσπασε κι αυτή έπεσε πάλι στη λίμνη και στα έγκατα της λήθης…»