ΑΡΧΙΚΗ |
||||
|---|---|---|---|---|
|
Ο Ούγκο Φόσκολο (Ugo Foscolo,) ήταν ποιητής και συγγραφέας, γεννημένος στην Ζάκυνθο το 1778, από Ενετό πατέρα και ελληνίδα μητέρα. Ο πατέρας του ήταν γιατρός, πέθανε το 1788 και η γυναίκα του πήρε τα παιδιά τους και πήγε να ζήσει στην Βενετία. Ο μικρός γιος είχε βαπτιστεί Νικολό όμως στην Ιταλία άλλαξε το όνομα του σε Ούγκο. Έκανε κλασσικές σπουδές και από μικρός έγινε μέλος μιας φιλολογικής ομάδας, εκεί μία ελληνοιταλίδα κόμισσα τον καθοδήγησε τόσο στα λογοτεχνικό όσο και στο ερωτικό πεδίο, είχαν σχέσεις όταν εκείνη ήταν κοντά 35 και ο Ούγκο 17. Το 1797 έγινε γνωστός καθώς παίχτηκε ένα θεατρικό του έργο, ενώ το 1800, και καθώς ήταν ένθερμος υποστηρικτής της γαλλικής επανάστασης, πολέμησε στο πλευρό των Γάλλων εναντίον Αυστριακών και Ρώσων. Έγινε λοχαγός της ιταλικής μεραρχίας του γαλλικού στρατού και 2 φορές τραυματίστηκε ενώ δεν σταμάτησε να γράφει ακόμη κι όσο ήταν στον στρατό. Το 1803 γνώρισε επιτυχία με το μυθιστόρημα «Οι τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Όρτις» και το 1895, σε μία σύντομη σχέση του απέκτησε μία κόρη. Λάτρης των γυναικών ο Ούγκο είχε πολλές ερωμένες, συχνά διατηρούσε παράλληλες σχέσεις.
Το 1807 δημοσίευσε το πιο γνωστό του ποίημα «Τάφοι», ενώ το 1808, μετά από διάφορες κυβερνητικές θέσεις στις οποίες είχε διοριστεί σε Γαλλία και Ιταλία, έγινε καθηγητής ρητορικής στο πανεπιστήμιο της Παβίας. Η στροφή του Ναπολέοντα προς την απολυταρχία τον έκανε να αλλάξει ιδέες γι’ αυτόν, έγραψε σατυρικούς στίχους εναντίον του και έπεσε σε δυσμένεια από το καθεστώς με συνέπεια να χάσει την θέση του. Το 1812 κατέφυγε στην Φλωρεντία και το 1814 έγραψε την τραγωδία Αίας που ανέβηκε στην σκάλα του Μιλάνου. Οι αρχές που τον είχαν στο στόχαστρο έκριναν πως το έργο είναι προσβλητικό για τον Ναπολέοντα και το απαγόρευσαν. Ο Φόσκολο αναγκάστηκε να φύγει από την Ιταλία και ύστερα από μία περιπλάνηση σε πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης κατέληξε το 1816 στην Αγγλία. Εκεί όποτε έβρισκε μαθητές παρέδιδε μαθήματα Ιταλικών και έγραφε περιστασιακά σε περιοδικά, για μεγάλα διαστήματα έζησε μέσα στην ανέχεια, πέθανε το 1827 αγνοημένος και μόνος. Η κόρη του Φλωριάνα κατάφερε να μαζέψει και να σώσει το έργο του, προτού φύγει κι η ίδια από τη ζωή, λίγους μήνες μετά τον πατέρα της. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1871, τα οστά του Φόσκολου μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στο Ιταλικό Πάνθεον. Τα έργα του είχαν μεταφραστεί από την εποχή του κιόλας στα Ελληνικά και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία κυρίως στη Ζάκυνθο και τα άλλα Ιόνια νησιά. |
||||
|
Τάφοι Ποια είναι τούτη η φωνή που από τον ξανθό μας Μέλα Έρχεται αρμονική κι εγώ γροικώ στα σπλάχνα; Είναι η δική σου, ω Ούγε, που εσένα κράζει σε μνήματα, κιβούρια, τάφους και τους οίστρους σ εμένα τους λυπητερούς και αγαπητούς ανάβει. Στου Μαιονίου του ψαλμωδού τους αθάνατους στίχους εγώ αγρυπνούσα, κι από τη γλώσσα εκείνου έστρεφα στη δική μας τα ατελείωτα πάθη του δοξασμένου, που τόσο με τους Τρώες πρώτα, κατόπιν με του πόντου επάλεψε το κύμα. Αλλά εσύ και απ’ του Ομήρου πιο δεινός ακόμη Συ με ξεκόβεις από αυτόν. Δες, γελάει, γη κι ουρανός τριγύρω και δεν είναι κάμπος όπου απάρθενα ρόδα να μην βάφει ο Απρίλης. Και συ θέλεις να ζώσω την λυτή μου κόμη. |
||||