ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Βολταίρος 1694 έως 1778 (84)

Τα πάθη για τον άνθρωπο είναι ό,τι ο άνεμος για τα ιστιοφόρα. Παρόλο που μπορεί να τον καταστρέψουν, δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτά.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

ΛΙΣΣΑΒΟΝΑ

Ο μικρομέγας


Ο Βολταίρος δεν ήταν άθεος, έγραψε: «τίποτα δε δημιουργείται από το τίποτα» , «υπάρχει ένας θεός και αυτός πρέπει να είναι δίκαιος», «εάν ο Θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί". Υπήρξε ωστόσο επικριτής της θρησκευτικής αδιαλλαξίας και των θρησκευτικών διώξεων, του αυταρχικού και ανελεύθερου τρόπου δράσης της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Υπερασπίστηκε την ανεξιθρησκία, την ελευθερία του λόγου και τον διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους. Στη φιλοσοφία του, βασισμένη στο σκεπτικισμό και τον ορθολογισμό εξέφρασε την πεποίθηση για εξέλιξη και βαθμιαίο εξανθρωπισμό της κοινωνίας μέσω των τεχνών, των επιστημών και του εμπορίου. Στην πολιτική υποστήριζε τη μεταρρύθμιση, ένιωθε φρίκη για την αμάθεια και τον φανατισμό των ανθρώπων.

Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ ( 21 Νοεμβρίου 1694 – 30 Μαΐου 1778), ευρύτερα γνωστός ως Βολταίρος ήταν Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος, διάσημος για το πνεύμα του, ένας από τους θεμελιωτές του Διαφωτισμού. Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος και ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, έχασε τη μητέρα του όταν ήταν 7 ετών, στα 1703 μπήκε στο ιησουιτικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου όπου παρέμεινε μέχρι το 1711. Μετά μελέτησε για 2 χρόνια νομική και ξεκίνησε να γράφει θεατρικά έργα και σατιρικούς στίχους. Με τα γραπτά του έγινε δημοφιλής στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όταν όμως σατίρισε τον αντιβασιλέα για χάρη της δούκισσας του Μάιν που ήταν εχθρός της, καταδικάστηκε σε 11 μήνες φυλακή στη Βαστίλη. Εκεί συνέχισε να γράφει, άλλαξε το όνομα του σε Βολταίρος και τελείωσε την πρώτη του τραγωδία, τον Οιδίποδα που παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

Μετά την απελευθέρωσή του τον Απρίλιο του 1718, συνέχισε την θεατρική του παραγωγή με αμείωτη επιτυχία, αποκτώντας φήμη και χρήμα, ενώ ξεκίνησε και μια σειρά επικερδών επενδύσεων. Ήρθε όμως σε ρήξη με έναν νεαρό ευγενή και τον κάλεσε σε μονομαχία, η οικογένεια του ευγενή κατάφερε να εκδώσει μυστικό ένταλμα εναντίον του, (νομικό προνόμιο της αριστοκρατίας για να εξουδετερώνουν τους αντιπάλους της), ο Βολταίρος συνελήφθη και έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην φυλακή ή την εξορία. Διάλεξε την Αγγλία ενώ εξαιτίας του περιστατικού έγινε σφοδρός υπέρμαχος της δικαστικής μεταρρύθμισης. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία ήρθε σε επαφή με τις πνευματικές μορφές της εποχής, (Τζον Λοκ, Ισαάκ Νεύτωνα κ.α) έγραψε στα αγγλικά τα πρώτα δοκίμιά του και τελείωσε μεταξύ άλλων ένα κλασικό έργο στον χώρο της βιογραφίας, την ιστορία του Κάρολου 12ου της Σουηδίας.

Επέστρεψε στο Παρίσι μετά από τρία χρόνια και συνέχισε τη λογοτεχνική του παραγωγή με αρκετές τραγωδίες, ενώ αξιοσημείωτη είναι η έκδοση του επικού ποιήματος Ερρικειάς, με θέμα τους θρησκευτικούς πολέμους στη Γαλλία, όπου σατίριζε τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, ένα έργο με μεγάλη απήχηση που κυκλοφόρησε σε 300.000 αντίτυπα. Στα 1733 σύναψε σχέση με την Εμιλί ντι Σατλέ κι έμειναν μαζί στη Λωρραίνη, με την ανοχή του συζύγου της. Ο δεσμός του με την Εμιλί διήρκεσε μέχρι το θάνατό της το 1749. Μέσω της επιρροής της Μαντάμ Πομπαντούρ έγινε βασιλικός ιστοριογράφος και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Τον Απρίλιο του 1739 πραγματοποίησε ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες και τον Νοέμβριο του 1740, στο Βερολίνο μετά από πρόσκληση του Φρειδερίκου Β της Πρωσίας. Μετά το θάνατο της Έμιλυ δέχτηκε την πρόσκληση του Φρειδερίκου να ζήσει στην αυλή του όπου και πήγε το 1750. Οι σχέσεις του με το Φρειδερίκο ήταν θυελλώδεις και το1753 εγκατέλειψε βιαστικά την Πρωσία κι εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, ενώ το 1759, αγόρασε το κτήμα Φερνέ κοντά στα γαλλο-ελβετικά σύνορα όπου έζησε μέχρι και λίγο καιρό πριν το θάνατο του, εκεί μαζευόταν όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι της Ευρώπης. Ο Βολταίρος παρήγαγε αδιάκοπα μια σταθερή ροή βιβλίων (έγραψε 2000 βιβλία και φυλλάδια και περισσότερα από 20000 γράμματα) . Το 1778, διανύοντας το 84ο έτος του, παρευρέθηκε στην πρώτη απόδοση της τραγωδίας του Ειρήνη στο Παρίσι. Το ταξίδι του και η υποδοχή του ήταν μια αποθέωση, αλλά η συγκίνηση τον κατέβαλε και πέθανε λίγο αργότερα στις 30 Μαΐου 1778.