ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Τζον Κητς 1795 έως 1821 (26)

Είσαι πάντα καινούργια, το τελευταίο φιλί σου είναι πάντα το πιο γλυκό.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ



Λαμπερό αστέρι



Ο Τζον Κητς ήταν Άγγλος ποιητής, από τους κυριότερους εκπρόσωπους του ρομαντισμού. Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 31 Οκτωβρίου 1795 και ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του Τόμας Κήτς, ο οποίος είχε αναλάβει και διαχειριζόταν το πανδοχείο με τα ταξιδιωτικά άλογα του πεθερού του. Ένας από τα αδέρφια του πέθανε σε νηπιακή ηλικία ενώ το 1802 πέθανε κι ο πατέρας του πέφτοντας από ένα άλογο. Η μητέρα τους ξαναπαντρεύτηκε κι εκείνος στάλθηκε να μεγαλώσει με την γιαγιά του. Μετά τον θάνατο του εύπορου παππού του Τζων Τζένιγκς μπλέχτηκε σε δικαστικό αγώνα για την κληρονομιά του, με συνέπεια να αποξενωθεί από την μητέρα του. Το 1810 πέθανε και η μητέρα του από φυματίωση και η μεγάλη τους περιουσία φαγώθηκε από τους διαχειριστές της. Ο Τζον όπως και τα αδέρφια του αντιμετώπισαν προβλήματα διαβίωσης κι εκείνος αναγκάστηκε να διακόψει το σχολειό και να εργαστεί ως μαθητευόμενος σε έναν χειρουργό-φαρμακοποιό. Το 1815 άφησε την θέση του και ξεκίνησε σπουδές ιατρικής-φαρμακοποιίας στο Λονδίνο αλλά διέκοψε ύστερα από έναν χρόνο για να αφιερωθεί στην ποίηση. Το 1816 δημοσιεύτηκε το πρώτο του σονέτο «Ω Μοναξιά», έκτοτε στην διάρκεια της ολιγόχρονης ζωής του έγραψε πολλά αριστουργηματικά ποιήματα όπως: Η ωραία χωρίς οίκτο, Ωδή στην μελαγχολία, Ωδή σ' ένα αηδόνι, Ωδή σε μια ελληνική Υδρία και άλλα.

Το 1817 εγκατέλειψε το Λονδίνο για να ζήσει ήρεμα στην εξοχή και να δουλέψει το ποίημα του Ενδυμίων, ένα τεράστιο αλληγορικό έπος βασισμένη σε έναν αρχαίο ελληνικό μύθο. Η κριτική για αυτό το έργο ήταν καταδικαστική «Καλύτερα και σοφότερα πειναλέος φαρμακοποιός, παρά πειναλέος ποιητής, γύρνα λοιπόν στο σπίτι σου κύριε.» γράφτηκε σε εφημερίδα της εποχής, αλλά εκείνος είχε εμπιστοσύνη στο εαυτό του και δεν αποθαρρύνθηκε. Το 1818 φρόντιζε τον αδερφό του Τομ που είχε φυματίωση και που τελικά πέθανε ενώ γνώρισε στην εξοχή και την Φάνυ Μπράουν με την οποία είχε μια σφοδρή, ρομαντική, σχέση, καταδικασμένη ωστόσο καθώς δεν μπορούσε να προχωρήσει σε γάμο μαζί της λόγω της φτώχειας του και της κακής του υγείας. Έγραψε για αυτήν το ποίημα «Λαμπρό αστέρι». Είχε κολλήσει κι αυτός φυματίωση και το 1820 γύρισε στο Λονδίνο για να γίνει δημοσιογράφος όμως η υγεία του χειροτερεύει και παρουσιάζει πνευμονικές αιμορραγίες. Ο γιατρός του τον συμβουλεύει να πάει στην Ιταλία όπου το κλίμα θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Με οικονομική βοήθεια από τον εκδότη του πηγαίνει στην Ρώμη όπου πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1821. Ύστερα από επιθυμία του, στον τάφο του δεν γράφτηκε όνομα παρά μονάχα η επιγραφή:
«Εδώ βρίσκεται θαμμένος κάποιος που τ' όνομα του ήταν στο νερό γραμμένο».