ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Αχμάτοβα 1889 έως 1966 (77)

Από την αρχή φαινόμουν στον εαυτό μου σαν ξένο όνειρο, σαν παραμιλητό ή αντανάκλαση σ’ έναν καθρέφτη, χωρίς αιτία, όνομα και σάρκα...


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

Ρέκβιεμ

Στα φρικτά χρόνια του τρόμου της Εζόβ (1936-1938), δεκαεπτά μήνες πέρασα στις ουρές των φυλακών του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος μ' αναγνώρισε. Και τότε μια γυναίκα με μελανιασμένα χείλη που στεκόταν πίσω μου, η οποία ποτέ δεν είχε ακούσει τ' όνομά μου, ξύπνησε απ' τον λήθαργο, τυπικός για όλους εμάς εκεί, και με ρώτησε, ψιθυρίζοντας στ' αυτί μου (καθένας μιλούσε ψιθυριστά εκεί): «Και σεις θα μπορούσατε να το περιγράψετε αυτό;» Κι εγώ απάντησα: «Ναι, θα μπορούσα». Έπειτα κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ' αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της.

Η Άννα Αχμάτοβα, ψευδώνυμο της Άννας Αντρέγιεβνα Γκόρενκο, υπήρξε από τις πιο σημαντικές Ρωσίδες ποιήτριες. Επέλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε στην προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων, απόγονο του θρυλικού Τζένγκις Χαν. Γεννήθηκε κοντά στην Οδησσό, στις 23 Ιουνίου του 1889, ο πατέρας της ήταν ηλεκτρολόγος - μηχανολόγος στο ναυτικό και λόγω υπηρεσιακής του μετάθεσης, όταν ήταν η Άννα μωρό μετακόμισαν στην Αγία Πετρούπολη. Οι γονείς της χώρισαν το 1905 κι εκείνη έμεινε με την μητέρα της, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον προνομιούχο και αριστοκρατικό, από την ηλικία των 11 έγραφε ποιήματα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου και το 1910, ενώ ήταν ακόμη φοιτήτρια παντρεύτηκε τον Νικολάι Γκουμιλιόφ, ο οποίος ήταν φίλος του αδερφού της και ήδη καταξιωμένος ποιητής. Έγινε μέλος στη λογοτεχνική ομάδα της Αγίας Πετρούπολης «Συντεχνία των Ποιητών», και όταν κάποια στιγμή διάβασε ποιήματά της στον Γκουμιλιόφ, εκείνος της είπε: «Μήπως καλύτερα να χόρευες; Είσαι τόσο ευλύγιστη!» Ο άνδρας της έπεσε έξω καθώς λίγα χρόνια αργότερα το ταλέντο της γυναίκας του επισκίασε ολοκληρωτικά το δικό του. Η Άννα δημοσίευσε το 1912 την ποιητική συλλογή «Το βράδυ» και το 1914 το «Ροζάριο» μια συλλογή από μικρές λυρικές εξομολογήσεις της προσωπική της ζωής, με το οποίο καταξιώθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1912 γέννησε έναν γιο ωστόσο ο γάμος της από νωρίς είχε καταντήσει συμβατικός. Το 1914, κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο Γκουμιλιόφ κατατάχθηκε εθελοντής να πολεμήσει για την πατρίδα του, το 1918 χωρίσανε, το 1921 ο Γκουμιλόφ εκτελέστηκε από το σοβιετικό καθεστώς ως εχθρός του λαού λόγω των ποιημάτων του. Η Άννα είχε παντρευτεί το 1919 έναν αρκετά μεγαλύτερο της καθηγητή του πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης, ο γάμος τους διαλύθηκε το 1921. Τον ίδιο χρόνο συνδέθηκε ερωτικά με τον ιστορικό τέχνης Νικολάι Πούνιν, έμεινε μαζί του για 15 χρόνια, παρότι δεν παντρεύτηκαν καθώς εκείνος δεν πήρε ποτέ διαζύγιο από την σύζυγό του.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 η Αχμάτοβα είχε αντιμετωπίσει το δίλημμα αν θα έπρεπε να φύγει από την Ρωσία, τελικά παρέμεινε και γνώρισε την σταλινική τρομοκρατία. Με συνεχείς διώξεις, εξορίες, εξευτελισμούς και απαγορεύσεις κυκλοφορίας των έργων της προσπάθησαν να την καταβάλουν. Δεν τα κατάφεραν όσον αφορούσε την δημιουργικότητα της, κλόνισαν σημαντικά ωστόσο την υγεία της, η Άννα υπέφερε από συνεχή κρούσματα φυματίωσης. Δημοσίευσε το 1921 τη συλλογή «Πεντάνευρο» και το 1922 την «Άννο Ντόμινι» όμως ο προσωπικός χαρακτήρας της ποίησής της και η αντιμπολσεβική χροιά της, αν και δεν ήταν πάντα εμφανής, διέκοψαν την πρόσβασή της στους εκδοτικούς οίκους και για παραπάνω από μια δεκαετία, από το 1923 μέχρι το 1935 εξοικονομούσε οριακά τα προς το ζην εργαζόμενη ως βιβλιοθηκάριος στο Αγρονομικό Ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης. Την περίοδο 1935-1940 έγραψε την συλλογή «Ρέκβιεμ» στην οποία περιγράφεται με μελανά χρώματα η ζωή κατά την σταλινική περίοδο, το έργο δεν εκδόθηκε στη Σοβιετική Ένωση αλλά μόνο στο εξωτερικό. Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και προτού αποκλειστεί το Λένινγκραντ έφυγε για την Τασκένδη, επέστρεψε στο Λένινγκραντ το 1944, θεωρώντας πως θα παντρευτεί τον Γκέρσιν με τον οποίο είχε ερωτικό δεσμό από την εποχή που είχε εγκαταλείψει τον Πούνιν. Ο Γκέρσιν είχε ζήσει τις 872 ημέρες του αποκλεισμού του Λένινγκραντ, ήταν ψυχικά και ηθικά ράκος και δεν είχε διάθεση για έρωτες, διέκοψε κάθε επαφή μαζί της, ίσως και για να την προστατέψει αφού το μόνο που χρειαζόταν ήταν νοσοκόμα. Τον επόμενο χρόνο, η Άννα στα 56 της, δημιούργησε ερωτικό δεσμό με τον 36χρονο Ησαία Μπέρλιν, Άγγλο φιλόσοφο και μεταφραστή ρωσικής λογοτεχνίας. Εντωμεταξύ η απήχηση που έβρισκαν τα ποιήματά της στο κοινό ανησυχούσαν το κομμουνιστικό κόμμα και τον Αύγουστο του 1946 την διέγραψαν από την ένωση συγγραφέων ως «ιδεολογικό αποδιοργανωτή και εκπρόσωπο του αντιδραστικού σκοταδισμού» και απαγόρευσαν κάθε δημοσίευση ποιημάτων της. Προσπάθησαν να την εξοντώσουν όχι μόνο ηθικά αλλά και κυριολεκτική καθώς της στερούσαν την μοναδική πηγή εισοδήματός της. Τα χτυπήματα ωστόσο δεν σταμάτησαν εδώ. Τον Αύγουστο του 1949 συνέλαβαν τον Πούνιν με τον οποίο διατηρούσε καλές σχέσεις και το Νοέμβριο τον γιο της. Ο Πούνιν πέθανε στους πάγους της Σιβηρίας το 1953, ο γιος της επέστρεψε εξουθενωμένος από το στρατόπεδο το 1956. Επόμενη συλλογή ποιημάτων της θα δημοσιευτεί το 1958, όταν διαφάνηκε μια μικρή αχτίδα ελευθεροτυπίας με τον Χρουσέφ στο τιμόνι της Σοβιετικής ένωσης. Τα επόμενα χρόνια η φήμη της Αχμάτοβα πέρασε τα σύνορα, το 1964 ταξίδεψε στην Ρώμη για να παραλάβει το διεθνές βραβείο Αίτνα-Ταορμίνα και το 1965 στην Οξφόρδη αναγορεύτηκε επίτιμη καθηγήτρια. Τον ίδιο χρόνο βγήκε η τελευταία της συλλογή, «Η κούρσα του χρόνου» και στις 5 Μαρτίου 1966 έπαθε έμφραγμα και άφησε την τελευταία της πνοή σε ένα σανατόριο νότια της Μόσχας.