ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Μάρκες 1927 έως 2014 (87)

Σ'αγαπώ, όχι για το ποιός είσαι, αλλά για το ποιός είμαι εγώ όταν είμαι δίπλα σου.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ

100 χρόνια μοναξιά

Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα σε μια κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες, σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος, ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να τα δείξεις με το δάχτυλο.



Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στο Αρακατάκα, ένα μικρό παραλιακό χωριό της Κολομβίας. Οι γονείς του εγκατέλειψαν το χωριό αμέσως μετά την γέννηση του για να βρουν δουλειά στην πόλη, ο Γκαμπριέλ αφέθηκε να μεγαλώσει με τον παππού του, έναν φιλελεύθερο συνταγματάρχη που του διηγiόταν ατελείωτες ιστορίες από τον εμφύλιο του 1899 και μια γιαγιά η οποία τον μάγευε με μύθους, παραμύθια κι ιστορίες με φαντάσματα. από μικρός ήταν φανατικός αναγνώστης και διάβαζε οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του. Ήταν 8 όταν πέθανε ο παππούς του ενώ στα 10 του είδε για πρώτη φορά τους γονείς του, γεγονός που αποτέλεσε μεγάλο σοκ. Το 1947μετακόμισε στην Μπογκοτά για να σπουδάσει νομική και πολιτικές σπουδές αλλά δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Το 1948 πήγε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Επέστρεψε στην Κολομβία και έζησε αρθρογραφώντας για περιοδικά κι εφημερίδες και γράφοντας νουβέλες και διηγήματα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Από το 1961 έζησε με την γυναίκα του Μερσέδες και τους δυο γιούς τους στο Μεξικό. Την Μερσέδες την είχε πρωτοδεί όταν ήταν 9 χρονών κι εκείνος 16, περίμενε να μεγαλώσει κι ύστερα πήγαινε στο φαρμακείο του πατέρα της μήπως και την συναντήσει και μπορέσει να της μιλήσει. Χρόνια αργότερα της έκανε πρόταση γάμου και την παντρεύτηκε. Ζήσανε με πολλά οικονομικά προβλήματα μέχρι το 1967 χρόνια ορόσημο για την ζωή του καθώς τελείωσε το «100 χρόνια μοναξιά». Ενάμιση χρόνο πριν πηγαίνανε για διακοπές στο Ακαπούλκο όταν έκανε στροφή και ανέβαλε τις διακοπές τους ενθουσιασμένος με μια ιδέα που του είχε έρθει καθώς οδηγούσε. Να γράψει ένα βιβλίο για τις ρίζες του. Έπεσε με τα μούτρα στο γράψιμο παραμελώντας όλες τις άλλες υποχρεώσεις του, με την συμπαράσταση και συγκατάθεση της συζύγου του. Για να ζουν πούλησε το αυτοκίνητο τους και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να πουληθεί κι όταν τελείωσε το μυθιστόρημα δεν είχε χρήματα να το ταχυδρομήσει ολόκληρο στον εκδότη, έστειλε μονάχα το μισό αρχικά. Όταν εκδόθηκε τον έκανε διάσημο και πλούσιο σε ελάχιστο χρόνο. Στο «Εκατό χρόνια μοναξιάς» περιγράφει πολλές ιστορίες των παιδικών του χρόνων και μπλέκει αριστοτεχνικά τον μύθο με την πραγματικότητα δημιουργώντας κι ανοίγοντας τον δρόμο για τον μαγικό ρεαλισμό στην λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής. Άλλα σπουδαία μυθιστορήματά του είναι: Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981), Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985), Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων (1994).

Από το 1961 είχε απαγορευτεί στον Μάρκες η είσοδος στην Αμερική λόγω της φιλοκουβανικής στάσης του, (ήταν φίλος με τον Φιντέλ Κάστρο) μέχρι που έγινε πρόεδρος ο Κλίντον ο οποίος ήταν θαυμαστής του και όχι μόνο ήρε την απαγόρευση αλλά τον προσκάλεσε και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μάρκες συνδεόταν φιλικά και με πολλούς ανθρώπους της αριστεράς και των γραμμάτων της Λατινικής Αμερικής, πολύ καλός φίλος του ήταν κι ο Μάριο Βάργκας Λιόσα ο οποίος ωστόσο το 1976, τον ξάπλωσε χάμω με μια δυνατή γροθιά όταν συναντήθηκαν σε έναν κινηματογράφο, θεωρώντας τον υπαίτιο του διαζυγίου του. «Για αυτά που είπες στην Πατρίτσια», φαίνεται να του είπε, κάποιοι άλλοι άκουσαν: «γι αυτό που έκανες στην Πατρίτσια», ο ακριβής λόγος της βίαιης διακοπής της φιλίας τους ποτέ δεν μαθεύτηκε. Το 1982 ο Μάρκες τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ ενώ το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες και αποφάσισε να σταματήσει τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις και να γράψει την αυτοβιογραφία του, η οποία εκδόθηκε το 2002 με τίτλο «ζω για να την διηγούμαι». Τα τελευταία του χρόνια αποσύρθηκε από τα δημόσια πράγματα, προς το τέλος έπασχε κι από άνοια, πέθανε από πνευμονία στις 17 Απριλίου 2014, στην Πόλη του Μεξικού.