![]() |
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Μαγιακόφσκι 1893 έως 1930 (37)
| ||
---|---|---|---|
Σύννεφο με παντελόνια Την σκέψη, Στο πλαδαρό μυαλό μας που ονειρεύεται, Σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο, Με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω. Χορταστικά χλευαστικός, Ξεδιάντροπος και καυστικός, Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή, Μήτε των γηρατειών την στοργή! Μέγας ο κόσμος με της φωνή τη δύναμη, Έρχομαι όμορφος, Στα εικοσιδυό μου χρόνι., Τρυφεροί μου! Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά, Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει. Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ, Ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη. |
Ο Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Μαγιακόφσκι υπήρξε σημαντικός Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας του 20ου αιώνα αλλά και κορυφαίος εκπρόσωπος του ρωσικού Φουτουρισμού. Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1893 στο χωριό Bagdati στην σημερινή Γεωργία, από πατέρα ευγενούς καταγωγής που εργαζόταν ως φύλακας δασών. Είχε δύο αδερφές και μιλούσε στο σχολείο και με τους φίλους του Γεωργιανά ενώ στο σπίτι Ρωσικά. Το 1906 πέθανε ο πατέρας του και η οικογένεια μετακόμισε στην Μόσχα. Το 1908 διώχθηκε από το σχολειό επειδή δεν είχαν να πληρώνουν τα δίδακτρα, εντάχθηκε στο Ρωσικό σολσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα και αργότερα έγινε Μπολσεβίκος. Τα επόμενα 2 χρόνια φυλακίστηκε τρεις φορές για την δράση του και μόνο επειδή ήταν ανήλικος δεν στάλθηκε σε καταναγκαστικά έργα. Στο κελί της απομόνωσης ξεκίνησε να γράφει ποιήματα τα οποία κατασχέθηκαν και βγαίνοντας από την φυλακή ξεκίνησε να φοιτά στη σχολή καλών τεχνών και εντάχθηκε στο κίνημα των φουτουριστών το οποίο υμνούσε την τεχνολογική επανάσταση. Η ποίηση του Βλαντιμίρ εμφανίζεται προκλητική και επιθετική, τα πρώτα του ποιήματα τα δημοσίευσε σε μια συλλογή των φουτουριστών με τίτλο «Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημοσίου γούστου». Το 1914 αποβλήθηκε από την σχολή καλών τεχνών λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα, το «Σύννεφο με Παντελόνια» και ερωτεύεται τη Λίλια Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του. Αύτη η παράνομη σχέση η οποία θα τον στοιχειώνει σε όλη του την ζωή, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος καθώς και η ρωσική επανάσταση επηρεάζουν σημαντικά το έργο του, γράφει ποιήματα όπως «Ο πόλεμος κι ο κόσμος» για την φρίκη του πολέμου, «Ο άνθρωπος» για την δυστυχία του έρωτα. Κατά την Οκτωβριανή επανάσταση υποστήριξε το νέο καθεστώς με στρατευμένα ποιήματα, αφίσες, συνθήματα. Έγινε εξέχων μέλος του αριστερού μετώπου για την τέχνη μετά την εδραίωση του νέου καθεστώτος και ένας από τους λίγους καλλιτέχνες στον οποίο επιτρεπόταν τα ταξίδια στο εξωτερικό. Έκανε πολλά ταξίδια σε Ευρώπη και Αμερική δίνοντας διαλέξεις, στην Αμερική γνώρισε την Έλι Τζονς με την οποία έκανε μία κόρη για την οποία έμαθε χρόνια αργότερα, το 1929 όταν ξαναβρέθηκαν στην Γαλλία. Τον ίδιο χρόνο είχε ερωτευτεί την Τατιάνα Γιάκοβλεβα στην οποία αφιέρωσε το «Γράμμα στην Τατιάνα Γιάκοβλεβα». Είναι ο καιρός που έχει απομυθοποιήσει την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Στάλιν και γράφει σατιρικά ποιήματα κατά της γραφειοκρατίας και της σοβιετικής απέχθειας για την τέχνη. Δεν είναι πια εκλεκτός του καθεστώτος, λογοκρίνεται και του απαγορεύεται η έξοδος από την χώρα. Στις 14 Απριλίου 1930 αυτοκτονεί με μια σφαίρα καθισμένος στο γραφείο του. Μπροστά του βρέθηκε το παρακάτω σημείωμα: Σε όλους: Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης. Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με –αυτός δεν είναι τρόπος- (δεν τον συμβουλεύω σε άλλους) μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπα με. Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλοτοβα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ. Τ’ αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ. Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν. «Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν» καθώς λεν και εμείς ας πούμε τη βάρκα του έρωτα τη συνέτριψε η ζωή. Είμαστε πάτσι τώρα οι δυo μας και δεν έχει νόημα να καταγραφούν κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή. Να είστε καλά. Υστερόγραφο: Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο. Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Γεια σας. Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα, έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.......Στο τραπέζι μου είναι 2.000 ρούβλια – δώστε τα στην Εφορία. Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις. Β.Μ. |