ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Ρεμπώ 1854 έως 1891 (37)

Το πρώτο καθήκον του ποιητή είναι να γνωρίσει πλήρως τον εαυτό του. Ανιχνεύει το μυαλό του, το εξετάζει, το δοκιμάζει και μαθαίνει να το χρησιμοποιεί. Μόλις γνωρίσει το μυαλό του, πρέπει να το καλλιεργήσει.


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ



Κάποτε

Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, πανέμορφη ήταν η ζωή μου,
όπου κάθε καρδιά ανοιγόταν και κάθε λογής κρασί έτρεχε.
Ένα βράδυ, πήρα την Ομορφιά στα πόδια μου,
και τη βρήκα πικρή, και τη βεβήλωσα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη και δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Ω Μιζέρια, Ω Μίσος ,
Είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.
Κατάφερα να εξαφανίσω από μέσα μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα.
Με ύπουλο δρασκέλισμα, χίμηξα σαν θηρίο
Κι έπνιξα κάθε ευχαρίστηση.
Επικαλέστηκα τους δήμιους για να αφανιστώ,
Μασώντας τις κάνες των τουφεκιών τους.
Επικαλέστηκα κάθε μάστιγα
για να με πνίξουν σε άμμο και αίμα.
Η Απόγνωση ήταν ο Θεός μου.
Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας σε μιαρό αέρα.
Έτσι ξεγέλασα την τρέλα,
Και η άνοιξη μου έφερε το τρομερό των ηλιθίων γέλιο.

O Αρθούρ Ρεμπώ (20 Οκτωβρίου 1854 - 10 Νοεμβρίου 1891) ήταν Γάλλος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του συμβολισμού, με μεγάλη επιρροή στη μοντέρνα ποίηση. Γεννήθηκε στην αγροτική περιοχή Σαρλβίλ των Αρδεννών κοντά στα βελγικά σύνορα, ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του κόρη εύπορων αγροτών. Ο γάμος των γονιών του ήταν δυστυχισμένος καθώς η μητέρα του ήταν προσγειωμένη και ρεαλίστρια ενώ ο πατέρας του διέθετε μια καλλιτεχνική φύση και εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Ρεμπώ ήταν 5 ετών. Ο Αρθούρ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο αγρόκτημα της οικογένειας της μητέρας του στη Ρος μαζί με τα 3 αδέρφια του. Υπήρξε ευφυής μαθητής και γνώρισε πολλές διακρίσεις στο σχολείο, είχε επίσης διακριθεί στην συγγραφή εργασιών για την εφημερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας. Το 1866 δημοσιεύτηκε και το πρώτο του ποίημα. Η μητέρα του ήταν πολύ αυστηρή και κρατούσε τα παιδιά απομονωμένα από παρέες, γεγονός που συνέβαλε στο να μελετάει Ο Αρθούρ συνεχώς και ότι βιβλίο εύρισκε. Επίσης τον έσπρωξε στα 16 του να εγκαταλήψει το σπίτι και να μπει σε ένα τρένο για το Παρίσι. Είχε εισητήριο μόνο για το πρώτο μικρό κομμάτι της διαδρομή και είχε κρυφτεί για το υπόλοιπο αλλά τον ανακάλυψαν και τον γύρισαν πίσω. Ξαναέφυγε με τα πόδια προς το Βέλγιο και ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασεστο Παρίσι.

Ήταν η εποχή της Κομμούνας του Παρισιού και φαίνεται πως είχε κάποια ανάμειξη στο επαναστατικό κίνημα, όμως κυρίως εντάχθηκε στον κύκλο των παρνασσιστών ποιητών και έζησε για ένα διάστημα προκαλώντας τους λογοτεχνικού κύκλους με μεθύσια και κραιπάλες ενώ συγχρόνως έγραφε. Γνωρίστηκε με τον κατά 11 χρόνια μεγαλύτερο του Βερλαίν και ταξίδεψε μαζί του σε πόλεις της Γαλλίας, Βέλγιο και Λονδίνο έχοντας μια θυελλώδη σχέση μαζί του που κατέληξε ύστερα από καυγά υπό την επήρεια μέθης, στον τραυματισμό του χεριού του και την φυλάκιση του Βερλαίν. Μέχρι το 1874 έγραψε όλα τα ποιήματα του, τα οποία τα έδινε σε φίλους όπως τον Βερλαίν ή τον λογοτεχνικό του μέντορα και καθηγητή του στο σχολείο Ιζαμπάρ, οι οποίοι φρόντισαν αργότερα να δημοσιευτούν εν αγνοία του, ακόμη και παρά την θέληση του. Το μοναδικό βιβλίο που εκδόθηκε κατόπιν ενεργειών του, γραμμένο από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1873, ήταν το «Μια εποχή στην Κόλαση». Μετά από αυτό, στα 20 του χρόνια, αποκήρυξε την ποίηση και δεν ξαναέγραψε ούτε ένα στίχο, χαρακτηρίζοντας σε κάποια επιστολή το ποιητικό του παρελθόν ως: «παράλογο, γελοίο και αηδιαστικό». Έζησε την υπόλοιπη ζωή του τυχοδιωκτικά, σε Ευρώπη και Αφρική κάνοντας όλων των ειδών τις δουλειές. Στο Λονδίνο παρέδιδε μαθήματα γαλλικών, στην Στουτγάρδη πήγε για να μάθει γερμανικά, το 1875 δήλωσε συμμετοχή στον ολλανδικό αποικιακό στρατό. Ακολούθησε την βασική εκπαίδευση των μισθοφόρων και στάλθηκε στην Τζακάρτα της Ιάβας. Στις 15 Αυγούστου, λιποτάκτησε και επέστρεψε για λίγο στο σπίτι της μητέρας. Σύντομα ξανάρχισε τις περιπλανήσεις σε Βρέμη, Αμβούργο, Κοπεγχάγη, Στοκχόλμη, Παρίσι.

Το Δεκέμβριο του 1878 ταξίδεψε στην Κύπρο όπου ανέλαβε επικεφαλής ενός λατομείου. Μετά κατέφυγε στην Αφρική, στο Άντεν της Υεμένης, προσελήφθη σε μια εταιρεία για να επιβλέπει τη διαλογή και τη συσκευασία του καφέ. Το Νοέμβριο του 1880, πήγε στο Χαράρ και οργάνωσε εξερευνητική αποστολή για την χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών, φτάνοντας μέχρι τη περιοχή Ογκαντέν της Αιθιοπίας, το νοτιότερο σημείο που είχε επισκεφθεί ποτέ Ευρωπαίος. Μετά πήγε στο Άντεν, μπλέχτηκε με εμπόριο όπλων αποσκοπώντας στον γρήγορο πλουτισμό, συνέχισε τις εμπορικές δραστηριότητες σε διάφορες χώρες της Αφρικής και το 1888 είχε εξελιχθεί σε κορυφαίο επιχειρηματία. Στις 7 Απριλίου του 1891 εγκατέλειψε το Χαράρ με την υγεία του σε κακή κατάσταση και την δεξιά κνήμη του πρησμένη. Στις 20 Μαΐου μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Μασσαλίας όπου οι ιατρικές αναφορές παραπέμπουν σε ένα είδος καρκίνου στα οστά. Μία εβδομάδα αργότερα, οι γιατροί ακρωτηρίασαν το δεξί του πόδι. Η κατάστασή του σύντομα επιδεινώθηκε, παρέλυσε το αριστερό του χέρι και τελικά πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1891 σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται η φράση: «Προσευχηθείτε γι’ αυτόν».