![]() | |||
---|---|---|---|
Ανασηκώθηκε
ελαφρά στο κρεβάτι του και είδε ότι η γυναίκα του, μια καθ' όλα
αξιοσέβαστη κυρία, που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον καφέ, έβγαζε
φρεσκοψημένες φραντζόλες από το φούρνο."Σήμερα, Πρασκόβγια
Οσίποβνα, δεν θα πιω καφέ", ανάγγειλε ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς,
"αντίθετα, θα ήθελα να φάω ένα ζεστό καρβέλι με κρεμμύδι."
(Στην πραγματικότητα, στον Ιβάν Γιακόβλεβιτς θα του άρεσε να
πιει και καφέ, αλλά ήξερε ότι θα ήταν εντελώς μάταιο να ζητήσει
ταυτοχρόνως και τα δυο, γιατί η Πρασκόβγια Οσίποβνα
κατσούφιαζε για τα καλά με τέτοιες ιδιοτροπίες). "'Aσε τον
ανόητο γέρο να φάει ψωμί, τόσο το καλύτερο για μένα", σκέφτηκε η
γυναίκα του, "θα πιω ακόμα ένα φλιτζάνι καφέ.
Η μύτη |
Ο Νικολάι Γκόγκολ ήταν σημαντικός Ρώσος συγγραφέας, από τους πρωτεργάτες του Ρωσικού ρεαλισμού.
Γεννήθηκε το 1809 στην Ουκρανία (τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τότε)
από ευγενείς αλλά με περιορισμένα οικονομικά μέσα γονείς, οι οποίοι του μετέδωσαν την αγάπη για τα γράμματα και τις τέχνες.
Στα 16 του παρουσίασε ένα ποίημα και το 1828 μετανάστευσε στην Πετρούπολη γεμάτος ελπίδες και όνειρα.
Γνώρισε αλλεπάλληλες συγγραφικές αποτυχίες και αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αμερική.
Έφτασε μέχρι την Γερμανία όπου ξέμεινε από χρήματα κι αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Πετρούπολη όπου δέχτηκε μια κακοπληρωμένη θέση υπαλλήλου.
Ξανάρχισε να γράφει και σταδιακά ήρθαν κι οι επιτυχίες με έργα όπως:
(Μίργκοροντ, Αραβουργήματα, ο Επιθεωρητής).
Λόγω αντιδράσεων ενάντια στο έργο του «ο Επιθεωρητής», στο οποίο σατίριζε την Ρωσική κοινωνία, την φιλαργυρία και την βλακεία των ανωτέρων υπαλλήλων, εγκατέλειψε την Ρωσία και έζησε για χρόνια στην Ρώμη. Εκεί έγραψε σημαντικά διηγήματα όπως «Το Παλτό», «Η Μύτη», «Το ημερολόγιο ενός τρελού» και το σημαντικότερο ίσως έργο του, το «Νεκρές ψυχές». Το 1842 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος αυτού του αριστουργηματικού μυθιστορήματος στο οποίο ο πρωταγωνιστής έβρισκε ονόματα νεκρών εργατών και τα καταχωρούσε ως εργαζόμενους του καταφέρνοντας να αποκτήσει μια υψηλή θέση στη ρωσική κοινωνία. Ο Νικολάι έγραψε τη συνέχεια των Νεκρών Ψυχών τα επόμενα χρόνια, ωστόσο κάποια στιγμή το 1948, κι ύστερα από ένα ταξίδι στους Άγιους Τόπους, έκαψε όλα όσα είχε γράψει καθώς ένας φανατικός ιερέας τον έπεισε πως η καλλιτεχνική του εργασία ήταν «αμαρτωλή». Σταμάτησε να γράφει και σύμφωνα με κάποιους έζησε τα επόμενα χρόνια σε μια «θρησκευτική ψύχωση» κατά την οποία όλα γύρω του ήταν αμαρτωλά. Πέθανε ύστερα από πολυήμερο πυρετό, στις 4 Μάρτη 1852, στη Μόσχα. |