ΑΡΧΙΚΗ


ΠΙΝΑ ΜΠΑΟΥΣ 1940 έως 2009 (69)

  H Πίνα Μπάους (Pina Bausch, 27 Ιουλίου 1940 - 30 Ιουνίου, 2009) ήταν Γερμανίδα χορεύτρια, καθηγήτρια χορού και μπαλέτου, πρωτοπόρος του μοντέρνου χορού και από τις κορυφαίες χορογράφους, δημιουργός ενός νέου είδους θεάματος, συνδυασμού χορού, μουσικής και θεατρικών στοιχείων, του χοροθεάτρου. Γεννήθηκε στο Σόλινγκεν της Γερμανίας, είχε δύο μεγαλύτερα αδέρφια ενώ οι γονείς της διατηρούσαν μια επιχείρηση με εστιατόριο, καφέ και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Σε αυτήν την επιχείρηση η Πίνα από μικρή πραγματοποιούσε παιδικές χορευτικές παραστήσεις. Ήταν εμφανές το ταλέντο και το πάθος της και σε ηλικία 15 ετών έγινε δεκτή στην ακαδημία χορού Folkwang στο Essen, την οποία διηύθυνε ο Kurt Jooss, ο οποίος ήταν εξπρεσιονιστής και ένας από τους εμπνευστές του ελεύθερου χορού. Το 1959 κέρδισε μια τριετή υποτροφία για την Juilliard School της Νέας Υόρκης όπου μαθήτευσε κοντά στους σπουδαιότερους προοδευτικούς χορογράφους της εποχής και διερεύνησε τα χορευτικά της όρια. Επιστρέφοντας στη Γερμανία το 1962 έγινε η βασική χορεύτρια του Φόλκβανγκ (Folkwang Ballett), μετά από 6 χρόνια, το 1968 παρουσίασε την πρώτη της χορογραφία με τίτλο: « θραύσματα». Την επόμενη χρονιά το μπαλέτο μετονομάστηκε σε στούντιο χορού Φόλκβανγκ και η Πίνα ανέλαβε καλλιτεχνική διευθύντρια ενώ το 1973 αναλαμβάνει και την καλλιτεχνική διεύθυνση της κρατικής σκηνή του μπαλέτου του Βούπερταλ. Ανεβάζει τα έργα Φριτς, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Επτά θανάσιμα αμαρτήματα και άλλα με τα οποία προκαλεί και ταράσσει του θεατές φέρνοντας τους μπροστά σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Χορευτές που χειρονομούν, καπνίζουν, δακρύζουν, αφηγούνται όνειρα, ερωτοτροπούν, καυγαδίζουν και άλλα ανήκουστα διαδραματίζονται πάνω στην σκηνή, αρκετοί πολίτες εξανίστανται θεωρώντας πως χαραμίζονται το δημόσιο χρήμα που δίνεται στη κρατική σκηνή. Η Μπάους δέχεται υβριστικά τηλεφωνήματα, μέχρι που πάνε να την αρπάξουν από τα μαλλιά και να την φτύσουν κάποια στιγμή. Υπήρξε η σκέψη να μεταφερθούν στο ανοιχτόμυαλο Παρίσι όμως τελικά παρέμειναν στο Βούπερταλ και εν τέλει δικαιώθηκαν, το 2003 της απονεμήθηκε το κλειδί της πόλης, αφού πρώτα είχε δημιουργήσει εκπληκτικές παραστάσεις και είχε θριαμβευτικές επιτυχίες στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου. Μερικά από τα έργα της ήταν το Rite of Springs (1975), το αυτοβιογραφικό Café Muller (1978) με αναμνήσεις από την οικογενειακή επιχείρηση, το "Kontakthof" (1978) στο οποίο οι χορευτές ήταν ηλικίας από 58 ως 77 ετών, το «Palermo, Palermo» με τους χορευτές να ισορροπούν ένα μήλο στο κεφάλι τους, το "Nelken" (2005), όπου η σκηνή ήταν γεμάτη λουλούδια. Θεωρούσε πως το καινούργιο στην τέχνη κατοικεί στην ζωή και με σπάνια διαύγεια και ευφυΐα ανέβασε τις πιο ακραίες καταστάσεις του ανθρώπου στην σκηνή με σκοπό την ρήξη με συμβάσεις και προσδοκίες, αλλάζοντας έτσι τον χορό, αλλά και το θέατρο, τώρα πια μιλάμε για την προ και μετά Μπάους εποχή. Πίστευε ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι, με την έννοια της εξερεύνησης του αγνώστου, και αυτό προσπαθούσε στα έργα της, να εξερευνήσει. Όπως όλοι οι πρωτοπόροι κατηγορήθηκε, κυρίως ότι άφηνε σε δεύτερη μοίρα τον χορό εστιάζοντας υπερβολικά στα σκηνικά και στο θεατρικό στοιχείο. «Αναζητώ να μιλήσω για τη ζωή που μας περιβάλλει, για την ύπαρξη, για μας. Και το πρόβλημα είναι ότι η ζωή δεν μπορεί πάντα να χορευτεί με τις παραδοσιακές αισθητικές φόρμες» έλεγε. Το στιλ της διακρινόταν για την αμεσότητα και την ειλικρίνεια, μιλούσε στην καρδιά του θεατή, οι χορευτές της ήταν κάθε μεγέθους και ηλικίας και έδινε έμφαση στην προσωπικότητα του καθενός. Ένα από τα σημεία αναφοράς ήταν οι χειρονομίες, όπως έλεγε ή ίδια: «αυτό που προσπαθώ να κάνω, είναι να βρω μια γλώσσα για τη ζωή...»

Στην προσωπική της ζωή είχε παντρευτεί τον Ολλανδό σκηνογράφο Rolf Borzik ο οποίος πέθανε από λευκαιμία το 1980. Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον Ralf-Salomon κι έκανε έναν γιο μαζί του. Η Μπάους συνέχισε να δημιουργεί και να χορεύει μέχρι τέλους, το 2008 πραγματοποίησε μια μεγάλη περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία, το 2009 διαγνώστηκε με καρκίνο και στις 30 Ιουνίου έφυγε για την τελευταία της εξερεύνηση.