| |||
---|---|---|---|
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν γιατρός, αγωνιστής της δημοκρατία, δοκιμιογράφος και ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου του 1925 από Κρητικούς γονείς, είχε μία μεγαλύτερη και μία μικρότερη αδερφή, ο πατέρας του ήταν ακτινολόγος, Τελειώνοντας το σχολειό γράφτηκε στην Φυσικομαθηματική σχολή του Α.Π.Θ. και το 1943 έκανε μεταγραφή στην νεοσύστατη Ιατρική σχολή. Από το 1940 είχε ξεκινήσει να γράφει ποιήματα και στην περίοδο των σπουδών του δημοσίευσε στίχους σε περιοδικά της εποχής (Πειραϊκά γράμματα). Για ένα διάστημα κατά την κατοχή φυλακίστηκε από του Γερμανούς ενώ το 1943 ήταν έτοιμος να φύγει αντάρτης στο βουνό αλλά παρέμεινε για να αναλάβει ένα φοιτητικό περιοδικό που ετοιμαζόταν. Το 1944 έγινε μέλος της ΕΠΟΝ και συμμετείχε ενεργά σε δύο περιοδικά κάνοντας μεταφράσεις και γράφοντας στίχους και κριτικές. Το 1945 τύπωσε σε λίγα αντίτυπα και εκτός εμπορίου, την πρώτη του ποιητική συλλογή «Εποχές». Το 1946 τον διέγραψαν από την ΕΠΟΝ κατηγορώντας τον για ελιτισμό και τροτσκισμό. Το 1948 συνελήφθη σαν μέλος της ΕΠΟΝ και κατηγορούμενος για συνωμοτική δράση ενάντια του καθεστώτος, κλείστηκε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ. Ενώ βρισκόταν στην φυλακή, τυπώθηκε και κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου η ποιητική συλλογή «Εποχές 2». Το 1949 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την πολιτική του δράση. Το 1951 αποφυλακίστηκε με την αμνηστία του Πλαστήρα και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η ποιητική συλλογή «Εποχές 3». Το 1952 παίρνει το πτυχίο της Ιατρικής και εργάζεται ως ειδικευόμενος. Το 1953 υπηρετεί στο Υγειονομικό Ιωαννίνων. Το 1956 παντρεύεται την Νόρα Βαρβέρη, κάνει ειδίκευση στην ακτινολογία και τυπώνεται η πρώτη ποιητική του συλλογή που διακινείται στα βιβλιοπωλεία. Το 1957 γεννιέται ο γιος του Ανέστης ενώ εκείνος εργάζεται ως ακτινολόγος στην Θεσσαλονίκη. Εκδίδει τις συλλογές "Συνέχεια", "Συνέχεια 2", "Συνέχεια 3" τις χρονιές 1954,1956,1962. Το 1963 δημοσιεύει στην Αυγή τα πρώτα του πολιτικά κείμενα, με αφορμή και την δολοφονία του Λαμπράκη. Το 1967 η χούντα τον διώχνει από το ΑΧΕΠΑ. Το 1969 κυκλοφορεί την συλλογή «Περιθώριο». Το 1970 εκδίδεται ο αντιστασιακός τόμος «Δεκαοχτώ κείμενα» στον οποίο συμμετείχε με ποιήματά του από της συλλογή στόχος. Το 1971 εκδίδεται το σύνολο των ποιημάτων του με τίτλο «Τα ποιήματα 1941-1971». Από το 1975 αρθρογραφεί στην Αυγή, ενώ το 1978 κατεβαίνει με την οικογένεια του στην Αθήνα και ανοίγει ακτινολογικό εργαστήριο. Το 1980 πηγαίνει στην Κίνα ως μέλος του ΚΚΕ εσωτερικού, το 1981 είναι υποψήφιος με το ΚΚΕ εσωτερικού και το 1983 για τα 21 χρόνια του πολυτεχνείου γράφει το ποίημα «Φοβάμαι». Από το 1979 μέχρι το 1983 δεν έγραφε ποίηση, είχε πει επ’ αυτού: «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω, το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή. Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό». Το 1983 τυπώνεται εκτός εμπορίου η συλλογή «Υ.Γ» η οποία αποτελείται από ένα ή δύο στίχους. Το 1986 παίρνει το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο «Μανούσος Φάσσης: ο Κατήφορος». Το 1995 τιμάται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας για την συνεισφορά του στα γράμματα και το 1997 γίνεται επίτιμος διδάκτορας του ΑΠΘ, το 2002 κερδίζει το μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας. Πεθαίνει το 2005, στις 27 Ιουνίου, από ανακοπή της καρδιάς λόγω χρόνιων αναπνευστικών προβλημάτων. Το ποίημα του Φοβάμαι το οποίο δεν εντάχθηκε σε καμία συλλογή. Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «Δώστε τη χούντα στο λαό». Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου 'κλειναν την πόρτα μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν. Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις». Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο. Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους. Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο. |