![]() | |||
---|---|---|---|
Η Σιμόν ντε Μπoβουάρ (9 Ιανουαρίου 1908 – 14 Απριλίου 1986) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος, φεμινίστρια, στρατευμένη καλλιτέχνιδα. Γεννημένη 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι, μεγάλωσε σε μια καθολική, συντηρητική, αστική οικογένεια με αριστοκρατικές ρίζες. Σε νεαρή ηλικία βίωσε μια υπαρξιακή κρίση που την έσπρωξε να μην ξαναπάει σε εκκλησία και να δηλώσει άθεα, ενώ συγχρόνως ξεκίνησε να έχει φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Έλαβε τη βασική μόρφωση σε ιδιωτικά σχολεία και μετά σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόνη, όπου αρίστευσε. Εκεί συνάντησε τον συμφοιτητή της Ζαν Πωλ Σαρτρ, με τον οποίο θα είναι ζευγάρι σε όλη τους την ζωή, με μια ανεξάρτητη ελεύθερη σχέση, ζώντας σε διαφορετικά σπίτια κι έχοντας ερωτικές σχέσεις με πολλά άλλα άτομα. Το 1931 ο Πωλ θα της ζητήσει να παντρευτούν για πρακτικούς λόγους μα εκείνη θα αρνηθεί απαντώντας: «Ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών». Τελειώνοντας τις σπουδές της περνά τις εξετάσεις και διορίζεται καθηγήτρια φιλοσοφίας στην μέση εκπαίδευση, έμεινε σε αυτή την θέση μέχρι το 1943 όταν την έδιωξε το ναζιστικό κατοχικό καθεστώς επειδή υποστήριξε τη σχέση μια μαθήτριάς της με έναν Ισπανό εβραίο. Την υπόλοιπη ζωή της έζησε από το γράψιμο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής βρίσκεται σε επαφή με τον Καμύ, τον Ζενέ, τον Πικάσο, συχνάζει στο θρυλικό παρισινό καφέ Les Deux Magots, όπου οι πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις έχουν μείνει στην ιστορία, παίρνει μέρος στην οργάνωση «Σοσιαλισμός και Ελευθερία», στα πλαίσια της Γαλλικής αντίστασης. Όταν ο πόλεμος τελειώνει, εκδίδει μαζί με τον Σαρτρ το πολιτικό περιοδικό «Μοντέρνοι καιροί» στις σελίδες του οποίου αντανακλάται με σκανδαλώδη για την εποχή τρόπο η ανατρεπτική της σκέψη. Οι συντηρητικοί κύκλοι της Γαλλίας την αποκαλούν πορνογράφο και νυμφομανή. Είχε πολλούς εραστές στην ζωή της, άνδρες και γυναίκες, ακόμη και με μαθήτριες της πήγαινε, σε κάποιες περιπτώσεις βρισκόταν μαζί με τον Πωλ και κάποια μαθήτρια της ενώ ο σημαντικότερος από τους εραστές της ήταν ο Αμερικάνος Νέλσον Όλγκρεν, ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι» τον οποίο γνώρισε στο πρώτο τους ταξίδι στην Αμερική, το 1947. Μαζί του γύρισε τον μισό κόσμο και φαίνεται πως την έκανε να νιώθει γυναίκα όπως κανένας άλλος, σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία της. Ο Όλγκεν ωστόσο κουράστηκε να την μοιράζεται και το 1951 της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. «Χωρίς τον Σαρτρ δεν θα ήμουν η Σιμόν που αγαπάς, αλλά ένα βρόμικο, εγωιστικό πλάσμα» του απάντησε αρνούμενη να του παραδοθεί ολοκληρωτικά. Η σχέση τους συνεχίστηκε με διακυμάνσεις μέχρι το 1963, όταν εκείνος διέκοψε οργισμένος, μην αντέχοντας άλλο τόσο την προσκόλληση της στον Σαρτρ όσο και τις παράλληλες σχέσεις της. Μια από αυτές ήταν με τον κατά 17 έτη μικρότερό της Λάνζμαν που προσλήφθηκε στο περιοδικό «Μοντέρνοι καιροί» το 1952. Με αυτόν συγκατοίκησε για κοντά δύο χρόνια, μέχρι που ένιωσε να ασφυκτιά, «σαν να ήμουν παντρεμένη» είπε και τον εγκατέλειψε. Η ετεροθαλής αδερφή του Λάνζμαν, η Εβελίν ήταν καλλονή της εποχής και είχε σχέσεις με τον Σαρτρ, γι’ αυτήν η Σιμόν είχε γράψει: «Η Εβελίν είναι τόσο όμορφη, που όλοι σαστίζουν με την εξυπνάδα της».
Στην δεκαετία του 50 η Σιμόν υποστήριξε τον αγώνα των Αλγερινών και των Βιετναμέζων που πολεμούσαν για την ανεξαρτησία τους από τη Γαλλία. Μαζί με τον Σαρτρ είχε ενταχθεί στο Κομμουνιστικό κόμμα αλλά απομακρύνθηκαν μετά την σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία του 1956. Το 1960 βρεθήκανε στην Κούβα προσκεκλημένοι του Κάστρο, το 1962 μίλησε ανοιχτά κατά της κακοποίησης μια Αλγερινής από της γαλλικές δυνάμεις κατοχής ξεσηκώνοντας θύελλες αντιδράσεων κατηγορούμενη για αντιπατριωτισμό. Το 1967 ταξίδεψε στην εμπόλεμη Μέση Ανατολή ενώ το 1968 πήρε ενεργό ρόλο στο πλευρό των φοιτητών κατά την διάρκεια των κινητοποιήσεων του Μάη. Στην δεκαετία του 1970 διαδήλωσε για το δικαίωμα στην νόμιμη έκτρωση υπογράφοντας μαζί με άλλες 341 γυναίκες μια δήλωση ότι είχαν καταφύγει σε παράνομη έκτρωση, ενώ δεν σταματούσε να χρησιμοποιεί την δημοσιότητα της για να προωθεί τα δικαιώματα των γυναικών. Στα μέσα του 1949 δημοσίευσε το Δεύτερο Φύλο, το πιο δημοφιλές και σημαντικό φεμινιστικό έργο του 20ου αιώνα. Το συγκεκριμένο έργο επισκιάζει συνήθως τα υπόλοιπα έργα της, ωστόσο και η υπόλοιπη λογοτεχνική της παραγωγή δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Έγραψε φιλοσοφικά δοκίμια, θεατρικά έργα, μυθιστορήματα διαπνεόμενα από τις φιλοσοφικές αρχές του υπαρξισμού και μια σειρά θαυμάσιων αυτοβιογραφικών ημερολογίων που ανασυνθέτουν τόσο την ζωή της όσο και του Σαρτρ. Αυτά τα ημερολόγια τα έγραψε μετά που ο Ζαν Πωλ έπαθε εγκεφαλικό και άρχισε να τυφλώνεται, η Σιμόν ξεκίνησε να του παίρνει μακρές συνεντεύξεις για να κρατήσει ζωντανή, όπως έλεγε, την υπέροχη σκέψη του. Για τον Σαρτρ είχε πει: «Ο μόνος τρόπος να με πληγώσει είναι να πεθάνει». Πέθανε το 1980 κι η Σιμόν απομονώθηκε καταβεβλημένη στο σπίτι της έχοντας για μόνη συντροφιά την θετή της κόρη. Η θετή κόρη του Σάρτρ μαζί με κάποιες άλλες γυναίκες του κύκλου του, της επιτέθηκαν με μια επιστολή δημοσιευμένη στην «Liberation», κατηγορώντας την ότι καπηλεύτηκε το θάνατο του, ότι από πολύ καιρό του φερόταν σαν να ήταν νεκρός, ότι τον είχε αποκόψει από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Δεν απάντησε μόνο ύστερα από δυο χρόνια έδωσε στην δημοσιότητα τις επιστολές του Σαρτρ ως απόδειξη του πόσο πολύτιμη υπήρξε γι’ αυτόν και έγραψε το τελευταίο κείμενο της ζωής της, το «Αποχαιρετισμός στον Σαρτρ» ένα σπαρακτικό κείμενο ύμνος προς τον αιώνιο σύντροφο. Πέθανε 6 χρόνια μετά τον Σαρτρ, στις 14 Απριλίου του 1986 από πνευμονία, και θάφτηκε δίπλα του. Στο χέρι της υπήρχε ένα δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο Όλγκεν. |