ΑΡΧΙΚΗ


ΚΟΚΟ ΣΑΝΕΛ 1883 έως 1971 (88)

Η Κοκό Σανέλ (ψευδώνυμο της Γκαμπριέλ Σανέλ) ήταν μια από τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας του 20ού αιώνα, δημιουργός του ομωνύμου οίκου. Γεννήθηκε σε μια πολυμελή οικογένεια στο Σωμύρ της Γαλλίας, μια μικρή γαλλική πόλη στο Λίγυρα, στις 19 Αυγούστου 1883. Η μητέρα της πέθανε όταν ήταν μικρή και ο πατέρα της που ήταν πλανόδιος γυρολόγος, την άφησε στα 12 της σε ένα ορφανοτροφείο καλογριών για να μεγαλώσει. Πέρασε άσχημα χρόνια στο μοναστήρι, αυστηρά και άκαμπτα όπως το ρούχο που ήταν αναγκασμένη να φοράει, έμαθε ωστόσο να ράβει. Μόλις ενηλικιώθηκε έφυγε από το ορφανοτροφείο και προσπάθησε να γίνει τραγουδίστρια. Δούλεψε σε ένα καμπαρέ και απέκτησε το ψευδώνυμο Κοκό από τον τίτλο ενός τραγουδιού που ερμήνευε. Ήταν ψιλόλιγνη με λαμπερά μάτια και είχε αποκτήσει πολλούς θαυμαστές, ένας από αυτούς, ο Μπόι Κέιπελ, προσφέρθηκε να την βοηθήσει οικονομικά ώστε να πραγματοποιήσει το όνειρο της και να ανοίξει ένα μαγαζί πώλησης καπέλων. Το μαγαζί πήγε καλά και άνοιξε άλλα δύο, συγχρόνως ξεκίνησε να σχεδιάζει ρούχα. Η εποχή ήταν η Μπελ επόκ και οι γυναίκες ντυνόταν με κορσέδες, φτερά, πέρλες, δαντέλες, το ντύσιμο ήταν μαρτύριο. Η Κοκό της απελευθέρωσε από όλα αυτά, πήρε στοιχεία από την πρακτικότητα του ανδρικού ντυσίματος και τα προσάρμοσε στο γυναικείο. Στην αρχή την κορόιδευαν για την απλότητα των δημιουργιών της, οι φίλες της στο καμπαρέ φορούσαν τα ρούχα της θεωρώντας πως της κάνουν χάρη, σταδιακά κατάλαβε όλος ο κόσμος πως η Σανέλ δημιουργούσε το μέλλον στο ντύσιμο. Ήταν μεγάλη απελευθέρωση ειδικά η κατάργηση του κορσέ, ενώ τα επόμενα χρόνια ανέδειξε την θηλυκή πλευρά των γυναικών με πολλούς τρόπους, κόντυνε τα φορέματα, απελευθέρωσε τον λαιμό και τους ώμους, μεταξύ άλλων δημιούργησε το μικρό μαύρο φόρεμα και το θρυλικό ταγεράκι σανέλ, υπήρξε η πρώτη σχεδιάστρια που λάνσαρε ένα άρωμα, το νο 5, σε ένα πρωτοποριακό μπουκαλάκι. Έχοντας κατακτήσει την καλή κοινωνία πέρασε και στον χώρο του θεάτρου, γνώρισε μεγάλη επιτυχία φτιάχνοντας κουστούμια για το μπαλέτο και το θέατρο, συγχρόνως ξεκίνησε να συναναστρέφεται ανθρώπους της τέχνης και της διανόησης, όπως τον Νταλί και τον Κοκτό.

Η Κοκό δεν έκανε παιδιά ούτε παντρεύτηκε, είχε ωστόσο πολυάριθμους δεσμούς.Ο πρώτος μεγάλος της έρωτας, ο Μπόι Κέιτελ σκοτώθηκε με ένα από τα λιγοστά αυτοκίνητα που κυκλοφόρησαν τότε στους δρόμους ενώ μεταξύ άλλων είχε παθιασμένη ερωτική σχέση με τον συνθέτη Στραβίνσκι και ύστερα, για αρκετά χρόνια με τον δούκα του Ουέστμινστερ, ο οποίος της έκανε πρόταση γάμου αλλά του αρνήθηκε μη θέλοντας να δεσμευτεί και απαντώντας του, όταν την δελέαζε με το γεγονός πως θα γινόταν δούκισσα, ότι δούκισσες υπάρχουν πολλές αλλά Σανέλ μόνο μία. Κατά τη οικονομική κρίση του 30 οι επιχειρήσεις της ξεκίνησαν να έχουν ζημιές και όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αναγκάστηκε να κλείσει τα μαγαζιά της. Συνδέθηκε ερωτικά με έναν γερμανό αξιωματικό και έζησε χωρίς στερήσεις στο ξενοδοχείο Ρίτζ κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, εξαιτίας αυτού κινδύνεψε να κατηγορηθεί για συνεργεία με τους ναζί αλλά με την παρέμβαση υψηλόβαθμων φίλων της, ακόμη και του ίδιου του Τσώρτσιλ, δεν της ζητήθηκαν ευθύνες. Όμως το κλίμα ήταν αρνητικό γι αυτήν στο Παρίσι και έζησε για μερικά χρόνια στην γαλλική επαρχία και στην Ελβετία. Πολλοί την είχαν ξεγραμμένη όμως η επινοητικότητα της δεν είχε στερέψει. Η Κοκό συνέχισε να δημιουργεί στυλ. Κάποια χρονιά κουρεύτηκε αγορίστικα και έκανε μόδα το κοντό κούρεμα, σε μια άλλη περίπτωση, όταν βρέθηκε στην Βενετία κι ήθελε να μπαινοβγαίνει ευκολότερα στις γόνδολες δημιούργησε τα παντελόνια καμπάνα, ενώ όταν κάποιο καλοκαίρι γύρισε από τις διακοπές μαυρισμένη έκανε μόδα το μαύρισμα την εποχή που θεωρούνταν παρακατιανό το να είσαι ηλιοκαμένος επειδή σηματοδοτούσε χειρωνακτική εργασία. Ειδικά το 1954 έκανε την επανεμφάνιση της με δημιουργίες που κέρδισαν τις γυναίκες σε όλο τον κόσμο και ο οίκος Σανέλ απέκτησε την αίγλη που ακόμη και σήμερα διατηρεί. Παρέμεινε στην κορυφή της παγκόσμιας μόδας τα επόμενα χρόνια και το 1969 η ζωή της έγινε μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ. Δύο χρόνια αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου του 1971 πέθανε στο διαμέρισμά της στο ξενοδοχείο Ριτζ. Είχε γεννηθεί σε μια πάμφτωχη πολυμελή οικογένεια, είχε πεθάνει μόνη σε ένα πάμπλουτο περιβάλλον.