ΑΡΧΙΚΗ


ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ -412 έως -323 (89)


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΔΙΟΓΕΝΗ


Ο Διογένης ο επικαλούμενος «Κυνικός», ή Διογένης ο Σινωπεύς ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος γεννηθείς στην Σινώπη, μια ιωνική αποικία της Μαύρης Θάλλασας, πιθανότατα το 412 π.χ..Λέγεται ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα ή ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε για παραχαράκτης. Ο Διογένης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 370 π.Χ. και εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του Αντισθένη, ιδρυτή της σχολής των κυνικών φιλοσόφων, ενός από τους πιο διαπρεπείς μαθητές του Σωκράτη. Ζήτησε να γίνει μαθητής του αλλά ο Αντισθένης ο οποίος κήρυττε δημόσια πως δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, δικαστήρια, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο Διογένης επέμενε για πολύ καιρό ώσπου ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί, όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας. Δεν πέρασε καιρός κι ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλο, όχι μόνο σε φήμη, αλλά και στην αυστηρότητα του τρόπου ζωής. Πολλοί του αποδίδουν την καθιέρωση του Κυνικού τρόπου ζωής. Σ’ ένα ταξίδι του στην Αίγινα, ο Διογένης συνελήφθη από πειρατές και πουλήθηκε ως σκλάβος στην Κρήτη. Εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του, τον αγόρασε ο Ξενιάδης παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Στην Κόρινθο ο Διογένης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, κηρύττοντας την κυνική φιλοσοφία. Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες, φαίνεται πως πέθανε το 323 π.Χ στην Κόρινθο, κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος.

Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύων (τον σκύλο) και έλεγαν «εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε». Οι κυνικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν την απόλυτη αμφισβήτηση των πάντων, απέρριπταν κάθε εξουσία και ήθελαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου. Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του κατασκευάζει πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί. Ωστόσο οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν και να περιοριστούν στο ελάχιστο, έτσι ο άνθρωπος εύκολα να τις ικανοποιεί και να είναι αυτάρκης. Απέρριπτε την πολυθεΐα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς. Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοζαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός. Εφαρμόζοντας στην πράξη τις αρχές του κυκλοφορούσε στην Αθήνα ξυπόλυτος, φορώντας χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο ρούχο και μόνο στα μεγάλα κρύα δανειζόταν ένα μανδύα. Στην πλάτη του είχε ένα σακούλι όπου έβαζε φαγητό και ένα τάσι για να πίνει νερό. Κοιμόταν χωρίς να μεταχειρίζεται στρωσίδια μέσα σε ένα πιθάρι, με συντροφιά τα σκυλιά του. Δε δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και θεωρούσε τον εαυτό του πολίτη του κόσμου. Χρησιμοποιούσε τον κυνισμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του.