![]() | |||
---|---|---|---|
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ο Κώστας Καρυωτάκης Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας το έτος 1896. Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, με καταγωγή από τα Χανιά, και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του και έναν αδελφό μικρότερο. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς». Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά. Το 1917 τελειώνει τη νομική και απολύεται ο πατέρας του ως αντιβενιζελικός. Το 1919 επιστρατεύθηκε αλλά πήρε αναβολή λόγω υγείας, διορίστηκε ως υπουργικός γραμματέας και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921, ενώ το 1922 εργάζεται στην Νομαρχία Αθηνών. Εκεί εργάζεται και η Μαρία Πολυδούρη, κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Η Μαρία ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια. Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα. Στα δεκαέξι της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας ενώ το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της. Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή. Μεταξύ του Κώστα και της Μαρίας αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας. Η Μαρία ήταν 20 ετών, ο Κώστας 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος δύο ποιητικές συλλογές. Η Μαρία ήταν μια χειραφετημένη νεαρή, με φεμινιστικές ιδέες, που ζούσε μια προκλητική ζωή για την εποχή, έκανε παρέα με άντρες, συμμετείχε στις συζητήσεις τους σαν ίση, αντίθετα ο Κώστας ήταν ένας μελαγχολικός νέος που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον εαυτό του και είχε πολλές ανασφάλειες. «Στο κάτω-κάτω εγώ αγάπησα έναν ποιητή. Δεν αγάπησα έναν ήρωα. Αν ήθελα ήρωα, θα αγαπούσα τον Ανδρούτσο», έγραφε σε επιστολή της η Μαρία. Στο ημερολόγιο της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν' αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Σε ένα άλλο γράμμα της τον καλεί να ζήσουν μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες.» Σε έναν περίπατό τους στο Φάληρο, ο Κώστας θα αρνηθεί την πρόταση της για γάμο και θα της ζητήσει να χωρίσουν, επικαλούμενος ότι πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα και δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα. Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους και την διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάψει να την αγαπά. Η Μαρία δεν θα τον πιστέψει, θεωρεί πως είναι πρόσχημα η αρρώστια, σταδιακά θα αποξενωθούν. Το 1924 μπήκε στη ζωή της ένας δικηγόρος νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925 όμως δεν κατάφερε να την βγάλει από την αυτοκαταστροφική πορεία στην οποία είχε γραπωθεί. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες, εγκατέλειψε τη Νομική και φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη, έπαιξε σε μία θεατρική παράσταση και μετά διέλυσε τον αρραβώνα της, έφυγε για το Παρίσι να σπουδάσει ραπτική. Ο Κώστας το 1923 διορίστηκε στο Υπουργείο Υγιεινής, το1926 ταξίδεψε στη Ρουμανία, το 1927 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες». Το 1928 αποσπάσθηκε στην Πάτρα, αλλά αμέσως έφυγε για ταξίδι στο Παρίσι και μετά την επιστροφή του μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρέβεζας. Στις 21 Ιουλίου 1928 ο Καρυωτάκης πήγε στο παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα που έκανε 5 δραχμές. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του. Άφησε στο τραπέζι 80 δραχμές, περπάτησε για μισό χιλιόμετρο ως την θέση Βαθύ, ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε πυροβολώντας την καρδιά του. Η επιστολή που βρέθηκε στον Καρυωτάκη μετά την αυτοκτονία του: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». |