![]() | |||
---|---|---|---|
Ο Καρλ Χάινριχ Μαρξ ήταν Γερμανός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, δημοσιογράφος, ιστορικός και θεωρείται ως ο θεμελιωτής του κομμουνισμού. Γεννήθηκε στo Τρίερ της Πρωσίας στις 5 Μαίου 1818, σε μια προοδευτική οικογένεια εβραίων ραββίνων, ο πατέρας του ωστόσο ήταν δικηγόρος και για καλύτερη επαγγελματική εξέλιξη είχε ασπαστεί το χριστιανισμό (Λουθηριανισμό). Ο Καρλ ήταν άριστος μαθητής, ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1835, ωστόσο επειδή οι συναναστροφές του τον αποσπούσαν, ο πατέρας του τον ανάγκασε να μεταφερθεί στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου όπου –προς απογοήτευση εκείνου που τον ήθελε δικηγόρο- στράφηκε στην φιλοσοφία, (έκανε την διατριβή του πάνω στον Επίκουρο) και εντάχθηκε σε ένα κύκλο φοιτητών γνωστού ως οι νέοι (αριστεροί) Χεγκελιανοί. Ο Χέγκελ είχε πεθάνει το 1831 και η αριστερή πτέρυγα των συνεχιστών του, υποστήριζαν πως η πρωσική κοινωνία της εποχής έπρεπε να αλλάξει καθώς υπήρχαν φτωχοί, κυβερνητικός έλεγχος, λογοκρισία και διακρίσεις σε βάρος των αλλοθρήσκων (μη-Λουθηρανών). Ο Κάρλ εγκαταστάθηκε στη Βόνη μετά τις σπουδές του με σκοπό να γίνει καθηγητής του Πανεπιστημίου, η αντιδραστική όμως πολιτική της κυβέρνησης προς άτομα του κύκλου του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την ιδέα. Το 1842 εξέδωσε μια ριζοσπαστική γερμανική εφημερίδα η οποία έπαψε να λειτουργεί το 1843 λόγω προστριβών με την κυβερνητική λογοκρισία. Πήγε στη Γαλλία, όπου γνώρισε τον Φρίντριχ Ένγκελς, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με το ζήτημα της εργατικής τάξης και των οικονομικών. Ο Μαρξ εκδιώχθηκε από το Παρίσι λόγω των γραπτών του, και μαζί με τον Ένγκελς εγκαταστάθηκαν στις Βρυξέλλες. Εκεί συνέγραψαν τη ‘Γερμανική Ιδεολογία’, μια κριτική μελέτη της φιλοσοφίας του Χέγκελ και αργότερα την ‘Αθλιότητα της Φιλοσοφίας’, αυτά τα δύο έργα αποτέλεσαν τις βάσεις για το επικείμενο ‘Κομμουνιστικό μανιφέστο’, που πρωτοεκδόθηκε το 1848. Εκείνη τη χρονιά στην Ευρώπη ξέσπασαν μεγάλες επαναστάσεις. Το εργατικό κίνημα απέσπασε την εξουσία από τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο και κάλεσε το Μαρξ να επιστρέψει στο Παρίσι. Όταν η κυβέρνηση των εργατικών κατέρρευσε το 1849, ο Μαρξ αναγκάζεται να φύγει και πάλι, βρίσκει καταφύγιο στο φιλελεύθερο Λονδίνο, όπου και θα παραμείνει, υποχρεωτικά μέχρι το θάνατο του. Στο Λονδίνο υπήρξε απεσταλμένος της εφημερίδας New York Tribune, αποτέλεσε βασικό παράγοντα στην ίδρυση της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης που ονομάστηκε αργότερα ‘Πρώτη Σοσιαλιστική Διεθνής’, αφιερώθηκε σε ιστορικά (όπως την βιογραφία του Βοναπάρτη) και θεωρητικά έργα, το πιο φημισμένο από τα οποία είναι ‘Το Κεφάλαιο’, ο πρώτος τόμος του οποίου εκδόθηκε το 1867. Σε ηλικία 25 χρόνων ο Κάρλ είχε παντρευτεί την 29χρονη βαρόνη Τζένη φον Βεστφάλεν. Δεν τον ήθελε η οικογένεια της, καθότι εβραϊκής καταγωγής, άνεργος, απένταρος και ταραξίας και στο γάμο παραβρέθηκε μόνο η μητέρα της και ελάχιστοι φίλοι. Η καλομαθημένη βαρόνη θα περάσει δύσκολη ζωή μαζί του. Ο Κάρλ δεν είχε ποτέ σταθερή εργασία και το επίσημο επάγγελμα του ήταν δημοσιογράφος – εκδότης επαναστατικών εντύπων, τα οποία δεν του απέφεραν κανέναν κέρδος, ειδικά που συνήθως σφραγιζόταν με την κατηγορία υποκίνησης σε στάση. Σε Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο και Ελβετία ήταν ανεπιθύμητος και χρησιμοποιούσε ψευδώνυμα για να ξεγελάει τις αρχές. Η ζωή εξόριστου, κατατρεγμένου και άπορου θα έχει για κυρίως θύματα την οικογένεια του. Ειδικά μετά το 1850, η μιζέρια και η φτώχεια χτύπησαν για τα καλά την πόρτα τους. Το 1851 η Τζένη άρρωστη και έγκυος θα ταξιδέψει μέχρι την Ολλανδία για να ζητιανέψει χρήματα από το θείο της Λίον Φίλιπς (ιδιοκτήτη των ηλεκτρικών συσκευών Philips). Εκείνος θα της αρνηθεί επειδή ο άντρας της ξεσηκώνει τους εργάτες εναντίον του. Στη διάρκεια της απουσίας της πιθανολογείται ότι ο Καρλ έκανε έναν γιο με την υπηρέτρια τους, τον οποίο δώσανε για υιοθεσία. Ο Καρλ παρά την ανέχεια δεν δεχόταν να αφήσει τις μικροαστικές του συνήθειες κι ήταν πάντα του περήφανος πως είχε παντρευτεί μια βαρόνη. Όπως γράφει σε επιστολή του στον Έγκελς το 1865 όταν μετακόμισε σε μία έπαυλη στο βόρειο Λονδίνο: “…είναι αλήθεια πως το σπίτι είναι πέρα από τις δυνάμεις μου, μα είναι ο μόνος τρόπος για να καταξιωθούν κοινωνικά τα παιδιά, προκειμένου να εξασφαλίσουν το μέλλον τους”, ενώ σε άλλο του γράμμα: «δεν μπορώ να βγω έξω γιατί έχω δώσει το πανωφόρι μου στο ενεχυροδανειστήριο και γιατί παραφυλάνε κατάσκοποι και πιστωτές». Από τα 7 τους παιδιά μόνο τα 3 κατάφεραν να ενηλικιωθούν, τα υπόλοιπα πέθαναν λόγω των άσχημων συνθηκών διαβίωσης. Η πιστή του σύζυγος Τζένη πέθανε τον Δεκέμβριο του 1881, τότε εκείνος έπαθε ένα κρυολόγημα που κράτησε για 15 μήνες, έγινε βρογχίτιδα και πλευρίτιδα και τον σκότωσε. Πέθανε άπατρις και άπορος και στην κηδεία του δεν υπήρχαν πάρα δέκα με δεκαπέντε άτομα. ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ |