ΑΡΧΙΚΗ


ΣΟΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ 1813 έως 1855 (42)

Ο Σόρεν Κίρκεγκωρ ήταν Δανός φιλόσοφος και θεολόγος, θεωρείται ο πατέρας της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, πρωτοπόρος της χριστιανικής και θρησκευτικής φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στις 5 Μαίου του 1813 στην Κοπεγχάγη, τελευταίο παιδί μιας πλούσιας πολυμελούς οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν έμπορος υφασμάτων, βαθιά θρησκευόμενος και είχε ζητήσει από τον Σόρεν να γίνει πάστορας. Στα 17 του ξεκίνησε σπουδές θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης αλλά σύντομα στράφηκε προς την φιλοσοφία, την ιστορία και την λογοτεχνία. Το 1840 αρραβωνιάστηκε μια νεαρή κοπέλα με την οποία ήταν βαθιά ερωτευμένοι, την Ρεγκίνε Όλσεν, όμως ένα χρόνο αργότερα διέλυσε τον αρραβώνα υποστηρίζοντας πως δεν είναι άξιος να την παντρευτεί. Αυτή η σχέση που δεν προχώρησε για άγνωστους λόγους τον στοίχειωνε σε όλη του την ζωή, την οποία έζησε χωρίς έρωτα, χωρίς γάμο και χωρίς σχέσεις, συντροφιά με την φιλοσοφία και την συγγραφή. Είχε αρκετή περιουσία ώστε να μελετάει και να συγγράφει χωρίς να αντιμετωπίσει ποτέ βιοποριστικό πρόβλημα. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο το 1841 και η διατριβή του με θέμα «Η ιδέα της ειρωνείας με συνεχείς αναφορές στον Σωκράτη» υπήρξε το πρώτο σπουδαίο έργο του, ενώ μετά από δύο χρόνια δημοσίευσε το αριστουργηματικό Είτε-Είτε το οποίο καλύπτει ζητήματα φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και ψυχολογίας. Έκτοτε έγραφε το ένα βιβλίο μετά το άλλο, πολλά με ψευδώνυμο ενώ συγχρόνως κρατούσε ημερολόγιο με τις σκέψεις και τις ιδέες του. Γύρω στο 1845 και για πολλούς μήνες είχε μια αντιπαράθεση με το σατιρικό περιοδικό «Κουρσάρος» το οποίο έκανε αρχικά μια επίθεση στο έργο του υποτιμώντας το, εκείνος απάντησε με επιστολή που γελοιοποιούσε το περιοδικό και τον συντάκτη του άρθρου, για πολλούς μήνες έκτοτε το περιοδικό του επιτίθονταν ασύστολα, είτε με σατιρικά σκίτσα, είτε χλευάζοντας το έργο του, την όψη του, την φωνή του, το περπάτημα του, ( Ο Κίγκερκωρ είχε κάποιο ατύχημα μικρός κι είχε χτυπήσει την σπονδυλική του στήλη, οπότε περπατούσε περίεργα, σαν να κούτσαινε). Εξαιτίας τον επιθέσεων του περιοδικού, υπήρχαν άνθρωποι που τον γιουχάιζαν στους δρόμους της Κοπεγχάγης, γεγονός που του στοίχισε ψυχολογικά και τον απομόνωσε ακόμη περισσότερο στον εαυτό του.

Ο Κίρκεγκωρ ήταν παθιασμένος Χριστιανός όμως είχε απογοητευτεί από την πορεία της Χριστιανοσύνης και την υποκρισία τως ανθρώπων. Από το 1848 ξεκίνησε να στρέφεται κατά της εκκλησίας της Δανίας πιστεύοντας πως είχε χάσει τον δρόμο της, ότι ο χριστιανικός κόσμος είτε αγνοούσε είτε εσκεμμένα διαστρέβλωνε τις χριστιανικές διδαχές. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναλώθηκε σε ατέρμονες διαμάχες με το εκκλησιαστικό κατεστημένο γράφοντας ολόκληρα βιβλία για την λανθασμένη πορεία της εκκλησίας. Στις 2 Οκτωβρίου του 1855 και ενώ περπατούσε, παρέλυσαν τα πόδια του και κατέρρευσε στο δρόμο. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο από το οποίο δεν βγήκε ζωντανός. Φαίνεται να είχε εξαρχής καταθέσει τα όπλα καθώς είπε στους γιατρούς: «Επιθυμώ να πεθάνω, δεν έχω τη βεβαιότητα πως πέτυχα να εκπληρώσω την αποστολή μου. Οι άνθρωποι ακούν καλύτερα ό,τι λέγεται από έναν νεκρό παρά από έναν ζωντανό». Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1855, εξαιτίας της πάθησης της σπονδυλικής του στήλης. Αρνήθηκε τις τελευταίες ώρες του να μεταλάβει θεωρώντας τους ιερείς δημόσιους υπαλλήλους και όχι αντιπροσώπους του Θεού.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ