ΑΡΧΙΚΗ


ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ 1404 έως 1453 (49)

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος ή Κωνσταντίνος Δραγάσης (9 Φεβρουαρίου 1404 - 29 Μαΐου 1453) ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας . Γιος τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου (1391-1425) από την Ελένη Δραγάση και νεότερος αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου (1425-1448), παντρεύτηκε 2 φορές, το 1427 την Μαντελένα Τόκκο, ανηψιά του Δεσπότη της Ηπείρου, η οποία έγινε ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα όμως πέθανε το 1429, ενώ η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Caterina Gattilu η οποία πέθανε το 1442. Ο Κωνσταντίνος δεν απέκτησε παιδιά. Γεννήθηκε το 1404 κι όταν ακόμη ήταν νεαρός, ο πατέρας του τού ανέθεσε τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1427 όπου ανέλαβε την δεσποτεία της Βοστίτσας (σημερινού Αιγίου), και μαζί με τους αδερφούς του, Θωμά και Θεόδωρο κατάφεραν την ανάκτηση πολλών φραγκοκρατούμενων περιοχών της Πελοποννήσου. Το 1429 καταλαμβάνει και την Πάτρα μετά από πολιορκία. Το 1432, εκτός από την Μεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος που είναι στα χέρια των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος έχει περιέλθει στα χέρια των Ελλήνων. Στο διάστημα 1435-1439 ταξιδεύει στην Ιταλία, όπου μετέχει στις επιτροπές των Βυζαντινών που προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών (Ορθοδόξων-Καθολικών). Το 1439-1440 αντικατέστησε τον αυτοκράτορα Μανουήλ όσο εκείνος συμμετείχε στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας ενώ μετά την επιστροφή του αυτοκράτορα ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όμως λίγο αργότερα, η υποστηριζόμενη από τους Τούρκους στάση τού Δημητρίου Παλαιολόγου τον ανάγκασε να σπεύσει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1442-1443), για να ενισχύσει τις δυνάμεις τού αυτοκράτορα. Τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά και αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση τού δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου και επέκτεινε το δεσποτάτο κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β' οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του, κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα κι ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να δηλώσει υποτέλεια στον σουλτάνο.

Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η', στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον της αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη αυτοκρατορία και στρεφόταν πλέον εναντίον της βασιλεύουσας. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν ήταν δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων. Οι εκκλήσεις τού Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία. Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί στρατιώτες και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά. Η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου, ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά (υπερνεώλκηση) περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον Κεράτιο, κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική. Στις 28 Μαΐου, ο Μουράτ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών της φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στους Τούρκους και έγινε πηγή θρύλων και παραδόσεων στη μνήμη τού λαού.

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ἀπὸ τὸ Χρονικὸν τοῦ Λογοθέτη Γεωργίου Σφραντζῆ ἢ Φραντζῆ, Ἐκδοθὲν ἐν Κερκύρᾳ ἔτει 1477
Ὁμιλία τοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως

Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἱὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερα τινὰ ὀφείλεται κοινῶς ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ πατρίδος, τρίτον ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσται ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.

Το τέλος του αυτοκράτορα.
«Ὀ βασιλεύς οὖν ἀπαγορεύσας ἐαυτόν, ἰστάμενος βαστάζων σπάθην και ἀσπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "οὐκ έστί τις τῶν χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τήν κεφαλήν μου ἀπ΄ ἐμοῦ;" ἦν γάρ μονώτατος ἀπολειφθείς. τότε είς τῶν Τούρκων δούς αὐτῷ κατά πρόσωπον καί πλήξας, καί αὐτός τῷ Τούρκῳ ἐτέραν ἐχαρίσατο' τῶν ὁπισθεν δ΄ἐτέρος καιρίαν δούς πληγήν, ἔπεσε κατά γῆς' οὐ γάρ ῄδεισαν ὃτι ὁ βασιλεύς ἐστιν, ἀλλ΄ ὡs κοινόν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν.»
Τότε ο βασιλιάς αποκαμωμένος, καθώς στεκόταν κρατώντας το σπαθί και την ασπίδα, είπε λόγο σπαρακτικό: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» Είχε απομείνει ολομόναχος. Τότε ένας Τούρκος τον κτύπησε κατά πρόσωπο• κι εκείνος αντιγύρισε το κτύπημα στον Τούρκο• ένας άλλος όμως από πίσω τον κτύπησε καίρια και έπεσε καταγής• δεν ήξεραν ότι είναι ο βασιλιάς, αλλά τον σκότωσαν σαν κοινό στρατιώτη και τον παράτησαν.