| |||
---|---|---|---|
Ο Αλεξάντερ Πόουπ ήταν Άγγλος ποιητής, ο πρώτος που κατόρθωσε να ζήσει στην Αγγλία από την τέχνη του, χωρίς να έχει ανάγκη ούτε πατρωνίας αριστοκράτη ούτε κρατικού διορισμού. Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1688, σε μια οικογένεια Ρωμαιοκαθολικών την περίοδο που η Αγγλικανική εκκλησία καταπίεζε τους Καθολικούς επιβάλλοντας τους απαγορεύσεις στην ζωή και την εκπαίδευση. O πατέρας του ήταν έμπορος και το 1690 μετακόμισαν στο Ουίνσορ Φόρεστ όπου διέμεναν πολλοί καθολικοί. Την ίδια χρονιά ο Αλεξάντερ πέρασε μια βαριά φυματίωση από την οποία γλύτωσε ως εκ θαύματος, όμως του άφησε μια ασθενική κράση και ατελή σωματική διάπλαση, έγινε καμπούρης και δεν ξεπέρασε τα 1,40 σε ύψος. Είχε έφεση στη μάθηση όμως η πρόσβαση στα πανεπιστήμια ήταν απαγορευμένη για τους καθολικούς οπότε μελέτησε μόνος του κλασσική λογοτεχνία από Όμηρο και Βιργίλιο μέχρι τους σύγχρονούς του, μαθαίνοντας αρχαία ελληνικά και λατινικά, καθώς και γαλλικά και ιταλικά. Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε να γράφει και στα 24 του προκάλεσε αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους με το έργο του “Rape of the lock”,(ελληνική μτφ: αρπαγή της μπούκλας) στο οποίο σατίριζε την υψηλή κοινωνία και την ψευτοηρωική ποίηση του καιρού του. Με αυτό το έργο απέκτησε θαυμαστές αλλά και πολλούς εχθρούς που ένιωσαν θιγμένοι από τα δεικτικά του βέλη.
Από το 1714 ξεκίνησε να μεταφράζει την Ιλιάδα, ενώ το 1717 δημοσίευσε τα ποιήματα «Αναμνήσεις μιας άτυχης κυρίας» και το «Ελοίζ και Άβεραλντ» τα οποία επίσης προκάλεσαν αίσθηση. Το 1719 μετακόμισε μαζί με την μητέρα του στο Τουίκενχαμ, μια μικρή περιοχή έξω από το Λονδίνο, (σήμερα είναι προάστιο της αγγλικής πρωτεύουσας). Το 1720, η ολοκλήρωση της Ιλιάδας αποτέλεσε μεγάλη εκδοτική και οικονομική επιτυχία, με τα κέρδη αγόρασε μία έπαυλη στο Τουίκενχαμ. Όσο γινόταν διάσημος τόσο πληθαίνανε και οι εχθροί του, πολλοί του έκαναν επιθέσεις κοροϊδεύοντας την σωματική του διάπλαση. Το 1728 δημοσίευσε την Βλακειάδα (The Dunciad), με την οποία επιτέθηκε σατιρίζοντας συγγραφείς και κριτικούς. Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη εκδοτική επιτυχία αλλά και το ξέσπασμα ενός πολέμου που δεν ήταν μόνο φιλολογικός. Κάποιοι έφτασαν να τον απειλήσουν και ο Πόουπ για ένα διάστημα έβγαινε από το σπίτι του με δύο πιστόλια στην τσέπη και ένα λυκόσκυλο για προστασία. Το 1733 δημοσίευσε ένα φιλοσοφικό ποίημα και για λίγο στράφηκε στην συγγραφή δοκιμίων, όμως το 1735 εγκατέλειψε την φιλοσοφία και ξανάρχισε να γράφει σατιρικά κείμενα εναντίων των εχθρών του. Από το 1740 η υγεία του είχε χειροτερέψει πολύ, δυσκολευόταν να αναπνεύσει λόγω άσθματος και δεν μπορούσε να περπατήσει λόγω υδρωπικίας, πέθανε εξασθενημένος το 1744. "Πεθαίνω λοιπον, με εκατοντάδες καλά συμπτώματα", ήταν τα τελευταία του λόγια, όταν ο γιατρός του ανακοίνωνε ότι τα συμπτώματά του δεν είναι κακοήθη. ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ |