| |||
---|---|---|---|
ΠΟΡΤΣΙΑ "ΦΩΝΕΣ"
Ο Αντόνιο Πόρτσια γεννήθηκε στο χωριό Κονφλέντι στην Καλαβρία της Ιταλίας, στις 13 Νοεμβρίου του 1885. Ο πατέρας του ήταν ιερέας που είχε εγκαταλείψει την ιεροσύνη για να παντρευτεί μια νεαρή κοπέλα και έκανε 7 παιδιά. Το 1900 ο πατέρας πέθανε και ο Αντόνιο που ήταν ο μεγαλύτερος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να δουλέψει για να ζήσει η οικογένεια. Δύο χρόνια μετά και καθώς υπήρχε βαθιά οικονομική κρίση στην Ιταλία, η μητέρα αποφασίζει να μετακομίσουν στην Αργεντινή όπου υπήρχε ανάγκη για εργατικά χέρια. Φτάσανε στο Μπουένος Άιρες και ο Αντόνιο ξεκίνησε αμέσως να δουλεύει (ξυλουργός, οικοδόμος, βοηθός στο λιμάνι). Εκείνο τον καιρό δούλευαν 14 ώρες την ημέρα, όμως ακόμη κι έτσι, ο Αντόνιο βρήκε χρόνο να ενταχθεί σε μια συνδικαλιστική οργάνωση και να συνεισφέρει με γραπτά του (παρατηρήσεις και σκέψεις του) σε μια εφημερίδα της οργάνωσης. Με σκληρή δουλειά καταφέρνει με τον αδερφό του να αγοράσουν ένα τυπογραφείο και να καλυτερεύσουν τις συνθήκες ζωής τους, μετακομίζοντας σε μεγαλύτερο σπίτι και σε καλύτερη περιοχή του Μπουένος Αιρες. Το ένα μετά το άλλο τα αδέρφια έκαναν οικογένειες και έφευγαν από το σπίτι, εκείνος έμεινε μόνος, σε ένα σπίτι που γέμισε με λουλούδια. Κατά περιόδους μένανε ανίψια μαζί του, στα οποία ήταν ιδιαίτερα αγαπητός όμως τα περισσότερα χρόνια του τα πέρασε μόνος. Συναναστρεφόταν καλλιτέχνες και το 1940 ίδρυσε μαζί με τους φίλους του μια εταιρία τέχνης και γραμμάτων. Για χρόνια έγραφε μικρές προτάσεις, αφορισμούς τις οποίες αποκαλούσε φωνές. «Για κάθε μία από τις φωνές του έπαιρνε πολύ καιρό, σαν να ήταν το αποτέλεσμα μιας επεξεργασίας πολύ φροντισμένης και πολύ επίπονης» είπε μια από τις ανιψιές του που έζησε για χρόνια κοντά του. Το 1943 ύστερα από προτροπή των φίλων του συγκεντρώνει και εκδίδει τις «ΦΩΝΕΣ» σε 1000 αντίτυπα. Στην αρχή περνάνε απαρατήρητες και μάλιστα για να ξεφορτωθεί τα αντίγραφα που έπιαναν τόπο και δεν είχε πού να αποθηκεύσει, τα χάρισε σε ένα σύλλογο διάσωσης των λαϊκών βιβλιοθηκών. Μέσω του συλλόγου αντίγραφα του έργου βρέθηκαν σε βιβλιοθήκες όλης της χώρας, απλοί άνθρωποι ξεκίνησαν να τις αντιγράφουν χειρόγραφα διαδίδοντάς τις, σύντομα απαιτήθηκε επανέκδοση, και το έργο ξεκίνησε να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Ο Πόρτσια ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του συγγραφέα και αρνήθηκε ευγενικά αλλά και σταθερά όλες τις προσκλήσεις για ένταξη του στους λογοτεχνικούς κύκλους και δημόσιες εμφανίσεις. Προτιμούσε να ζει ήσυχος καλλιεργώντας τον κήπο του και κάνοντας παρέα με φίλους, αδέρφια και ανίψια. Πέθανε το 1968 στο σπίτι του, ανάμεσα στις αγαπημένες του τριανταφυλλιές. |