![]() | |||
---|---|---|---|
Η Δόρα (Δωροθέα) Στράτου υπήρξε ηθοποιός, χορογράφος και θιασάρχης, πρωτοστάτης στην προσπάθεια για την επιβίωση της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, των χορών και των εθνικών ενδυμασιών. Γεννήθηκε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1903 σε μια μεγαλοαστική οικογένεια, ο μητρικός παππούς της ήταν ο Δημήτριος Κορομηλάς, διάσημος συγγραφέας, γνωστός για το «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» και «Η τύχη της Μαρουλας» ενώ ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και πολιτικός. Η Δωροθέα μεγάλωσε μέσα στις ανέσεις και τον πλούτο, πήγαινε σε χορούς στα ανάκτορα και στις πρεσβείες, έμαθε ξένες γλώσσες, σπούδασε τραγούδι, χορό, θέατρο και πιάνο με δάσκαλο τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Το 1922, ο πατέρα της που ήταν βασιλικός και αντιβενιζελικός, έγινε για μικρό διάστημα πρωθυπουργός και ύστερα υπουργός εξωτερικών. Μετά την μικρασιατική τραγωδία, η επαναστατική επιτροπή συνέλαβε τους πολιτικούς και στρατιωτικούς επικεφαλείς της χώρας, μεταξύ αυτών και τον πατέρα της, και τους απήγγειλε κατηγορίες προδοσίας. Στην δίκη των έξι όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία, βγήκε η ετυμηγορία στις 7.00 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, στις 9.00 ενημερώθηκαν οι καταδικασθέντες, στις 11.00 εκτελέστηκαν, στις 2.30 κηδεύτηκαν. Ο πατέρας της 19χρονης τότε Δωροθέας, ο οποίος ήταν 50 ετών, ίσα που πρόλαβε να δει την γυναίκα του για λίγα λεπτά πριν τουφεκιστεί και την προέτρεψε να πάρει τα παιδιά τους και να φύγει μακριά από την Ελλάδα. Έζησαν για δέκα χρόνια σε Βερολίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη ενώ η περιουσία τους στην Ελλάδα είχε δημευτεί. Επέστρεψαν το 1932 με τον αδερφό της που είχε σπουδάσει νομικά να εκλέγεται βουλευτής.
Η Δόρα ξεκίνησε να συναναστρέφεται τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής όπως τον Κάρολο Κουν τον οποίο βοήθησε στην δημιουργία του θεάτρου Τέχνης. Μετά την Κατοχή, άρχισε να ασχολείται με τη μελέτη της ελληνικής παράδοσης. Αφορμή για να ξεκινήσει την προσπάθεια της να καταγράψει τον πλούτο της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, ήταν μια παράσταση ενός παραδοσιακού συγκροτήματος από τη Γιουγκοσλαβία που έκανε περιοδεία. Κάτι ανάλογο δεν υπήρχε τότε στην Ελλάδα κι η Στράτου ξεκίνησε να περιοδεύει στην Ελλάδα και να ψάχνει φορεσιές, τραγούδια, χορευτές και οργανοπαίχτες. Το έργο της δεν ήταν εύκολο καθώς η Ελληνική ύπαιθρος ήταν ρημαγμένη από την κατοχή και τον εμφύλιο, πολλές περιοχές είχαν ερημώσει και μαζί με τους ανθρώπους χανόταν τα τραγούδια, οι χοροί, οι ενδυμασίες. Στα χωριά οι παραδοσιακές ενδυμασίες ήταν μέσα στα ντουλάπια των σπιτιών και πολλοί τις έσκιζαν για να φτιάξουν άλλα ρούχα ή τις έκαναν κουρέλια θεωρώντας πως ποτέ δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν. Η Στράτου επέλεγε από όλη την Ελλάδα χορευτές κι οργανοπαίκτες και το 1953 ίδρυσε το σωματείο «Ελληνικοί χοροί Δόρα Στράτου», το οποίο πραγματοποίησε πολυάριθμες παραστάσεις στην Ελλάδα και πολλές χώρες του εξωτερικού, διαδίδοντας την ελληνική μουσική. Στην προσπάθειά της τη βοήθησαν προσωπικότητες της τέχνης όπως ο Μάνος Χατζηδάκης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Μόραλης, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου, ο οποίος σχεδίασε το κηποθέατρο «Δόρα Στράτου», το οποίο κατασκευάστηκε ύστερα από εντολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή απέναντι από την Ακρόπολη, στου Φιλοπάππου, το 1965. Το θέατρο έχει μόνιμη και μεγάλη σκηνή ώστε να κινούνται με άνεση οι χορευτές, όπως στην πλατεία ενός χωριού. Η Στράτου δεν σταμάτησε ποτέ να αγοράζει φορεσιές και να περιοδεύει, βραβεύτηκε για το έργο της από την Ακαδημία Αθηνών και πήρε υποτροφία από το ίδρυμα Φορντ. Με τα χρήματα από το βραβείο συνέχισε να αγοράζει παραδοσιακές στολές, η συλλογή της έφτασε της 2500 φορεσιές από όλες τις γωνιές της Ελλάδας. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1967 πήρε το παγκόσμιο βραβείο θεάτρου, ενώ τον ίδιο χρόνο την συνέλαβε η χούντα γιατί έκρυβε στο σπίτι της τον δημοσιογράφο Χρήστο Λαμπράκη. Αποφυλακίστηκε μετά τον θόρυβο που προκάλεσε στο εξωτερικό η Μελίνα Μερκούρη. Η Στράτου έγραψε τρία βιβλία: "Μια παράδοση, μια περιπέτεια", "Ελληνικοί χοροί, ένας ζωντανός δεσμός με το παρελθόν" και "Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί", ενώ είχε καταφέρει να κυκλοφορήσουν 45 δίσκοι με δημοτική μουσική. Το 1983 αποσύρθηκε για λόγους υγείας και πέθανε στις 20 Ιανουαρίου του 1988. |