![]() | |||
---|---|---|---|
Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ (29 Ιανουαρίου 1860 - 15 Ιουλίου 1904) ήταν σπουδαίος Ρώσος συγγραφέας, από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους και θατρικούς συγγραφείς. Γεννήθηκε στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ, στη νότια Ρωσία, το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του, μεγάλωσε σε ένα πολύ αυστηρό και θρησκευτικό περιβάλλον. Ο παππούς του ήταν δουλοπάροικος, που εξαγόρασε τη ελευθερία της οικογένειας δίνοντας τις οικονομίες μιας ζωής. Ένα χρόνο αργότερα η δουλεία καταργήθηκε και θα ελευθερωνόταν έτσι κι αλλιώς. Ο πατέρας του δούλευε ως λογιστής και διατηρούσε τυροκομείο όμως είχε ελάχιστο κέρδος και δυσκολευόταν να θρέψει την μεγάλη οικογένεια του μέχρι που δήλωσε πτώχευση. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του Αντόν, αντιδρώντας στον αυταρχισμό του πατέρα όσο και στην καθημερινή μιζέρια έφυγαν απ' το σπίτι. Λίγο αργότερα έφυγε και ο πατέρας για την Μόσχα, για να αποφύγει τη δίωξη των δανειστών. Τον ακολούθησαν η μητέρα του με τα αδέρφια του, ο Αντόν έμεινε πίσω και για τρία χρόνια μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο έμεινε μόνος. Έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα σε άλλους μαθητές και δουλεύοντας ως εργάτης σε μια αποθήκη. Τα πρώτα του γράμματα τα είχε μάθει στο ενοριακό Ελληνικό σχολείο του Ταγκανρόγκ και στη συνέχεια φοίτησε στο κλασικό γυμνάσιο της πόλης. Όταν το τελείωσε, το 1789, πούλησε ότι είχε απομείνει από τα πράγματα του σπιτιού, έστειλε τα λεφτά στους γονείς του και έφυγε κι αυτός για την Μόσχα. Σπούδασε στην Ιατρική σχολή της Μόσχας και πήρε το πτυχίο του το 1884. Από τα χρόνια του γυμνασίου έγραφε χιουμοριστικές σκηνές, αφηγήσεις, μονόπρακτα και ως φοιτητής συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά και δημοσίευσε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα. Το 1884 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων «Τα παραμύθια της Μελπομένης» και το 1885 τις "Φανταχτερές Ιστορίες". Ξεκίνησε να εργάζεται ως γιατρός και να γράφει σε εντaτικό ρυθμό, τόσο διηγήματα όσο και θεατρικά έργα. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε, η ιατρική ήταν η σύζυγος και η συγγραφή η ερωμένη, και οι δύο υπηρετούσαν ένα σκοπό, τη θεραπεία του ανθρώπου, στο σώμα και στην ψυχή. Το ταλέντο του ως συγγραφέα διηγημάτων αναγνωρίστηκε από νωρίς, διηγήματα όπως «Ο θάλαμος αρ. 6», «Η νύστα», «Ο καημός», πού δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά της εποχής είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην κοινωνία της εποχής.
Το 1886 γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο, ένα μονόπρακτο με τίτλο "Κύκνειο άσμα". Το 1887 ανεβαίνει στη Μόσχα το έργο του "Ιβάνοφ", το οποίο δέχεται αντικρουόμενες κριτικές. Το επόμενο έργο του ονομάζεται αρχικά “Δαίμονας του δάσους”, αργότερα θα μετασχηματιστεί και θα γίνει το γνωστό “Θείος Βάνιας”. Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν για τα διηγήματά του. Το 1892 εγκαθίσταται με τους γονείς και την αδερφή του στο Μελίκοβο, όπου εργάζεται νυχθημερόν για τη καταπολέμηση της χολέρας που μαστίζει τη κεντρική Ρωσία. Εξυπηρετεί 26 χωριά και 7 εργοστάσια της περιοχής και από τους φτωχούς δεν ζητάει χρήματα, τον έχουν οι χωρικοί σαν φύλακα άγγελο. Το 1891 και το 1894 ταξιδεύει στην Ευρώπη, το 1896 ανεβαίνει στην Πετρούπολη, χωρίς μεγάλη επιτυχία το έργο του "Ο Γλάρος". Τον ίδιο χρόνο συγκεντρώνει χρήματα και χτίζει ένα σχολείο στο Ταλέζ και αργότερα ααρρωσταίνει από φυματίωση. Το 1897 πεθαίνει από φυματίωση ο αγαπημένος του αδερφός Νικολάι, γεγονός που τον καταρρακώνει. Τον ίδιο χρόνο υποφέρει και ο ίδιος από μία νέα κρίση της αρρώστιας κι αναγκάζεται να πάει στη Ριβιέρα της Νότιας Γαλλίας, αφού οι γιατροί συστήνουν να μην μένει εκτεθειμένος στον κρύο ρωσικό χειμώνα καθώς και οι δύο πνεύμονες του είναι μολυσμένοι. Το 1898 ξεκινάει συνεργασία με το θέατρο τέχνης της Μόσχας, με αυτή τη συνεργασία γίνεται διάσημος ως θεατρικός συγγραφέας και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, το 1899 με τα έργα "Ο Γλάρος" και "Ο θείος Βάνιας”, το 1901 με το έργο «Οι 3 αδερφές», το 1904 με τον «Βυσσινόκηπο». Από το 1900 έχει γίνει μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και έχει εγκατασταθεί μόνιμα στη Γιάλτα της Κριμαίας, λόγω της υγείας του. Το 1901 παντρεύτηκε την ηθοποιό του θεάτρου τέχνης, Όλγα Κνίππερ, το 1902 παραιτήθηκε από τη Ρωσική Ακαδημία, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την μη αποδοχή ως μέλους του Γκόρκι. Το 1904, επιδεινώνεται η υγεία του και πηγαίνει για θεραπεία στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ. Οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτε καθώς και οι δύο πνεύμονες του είναι καταστραμένοι. Τη νύχτα της 2α Ιουλίου ξυπνά τη σύζυγο του, λέει πεθαίνω στα γερμανικά, και πέφτει νεκρός στα 44 του χρόνια. Διηγήματα του Τσέχωφ |