ΑΡΧΙΚΗ


ΒΑΝ ΓΚΟΝΓΚ 1853 έως 1890 (37)

Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh) (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος, εντελώς αγνοημένος και παραγνωρισμένος όσο ζούσε, -έναν πίνακα κατάφερε να πουλήσει- ενώ μετά τον θάνατο του αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ, ο μεγαλύτερος από οκτώ παιδιά. Ο πατέρας του ήταν πάστορας και πριν από τον Βίνσεντ είχαν χάσει σε βρεφική ηλικία ένα παιδί στο οποίο επίσης είχε δοθεί το όνομα Βίνσεντ. Στην νεανική του ηλικία ο Βαν Γκογκ είχε τάσεις μελαγχολίας και απομόνωσης. Δεν είναι καλός στο σχολείο και στα 16 του πιάνει δουλειά ως υπάλληλος σε ένα μαγαζί εμπορίας έργων τέχνης όπου απλώς έκανε θελήματα και συσκευασίες ωστόσο ζούσε ανάμεσα σε έργα τέχνης. Το 1873 η εταιρεία τον μετάθεσε στο Λονδίνο ενώ το 1876 τον απολύει. Επιστρέφει στο Άμστερνταμ και ξεκινάει σπουδές θεολογίας, ύστερα από έναν χρόνο τον διορίζουν σε θέση ιεροκήρυκα σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Βελγίου όπου ζούσαν κυρίως ανθρακωρύχοι. Επηρεάζεται βαθιά από την φτώχια και τις κακουχίες αυτών των ανθρώπων, συγχρόνως ξεκινάει να σχεδιάζει και να ζωγραφίζει εικόνες από την ζωή αυτών των ανθρώπων. Το 1880 παίρνει μαθήματα ζωγραφικής μα σύντομα έρχεται σε διένεξη με τον δάσκαλο του και σταματάει. Το 1881 ερωτεύεται μια νεαρή ξαδέρφη του η οποία αρνείται τον έρωτα του, εκείνος πηγαίνει στο σπίτι των γονιών της και για να δείξει την αποφασιστικότητα του κρατάει το χέρι του πάνω από ένα κερί μέχρι που κάηκε για τα καλά. Δεν συγκινήθηκαν και τον διώξανε κακήν κακώς. Ύστερα από έναν χρόνο γνώρισε στην γειτονιά του στην Χάγη μια νεαρή πόρνη η οποία ήταν έγκυος και είχε κι ένα παιδί την πήρε σπίτι του μαζί με το παιδί για να την βοηθήσει, μα αργότερα όταν γέννησε και το δεύτερο παιδί της και τα βγάζανε δύσκολα πέρα, της πρότεινε να φύγουν μαζί στην εξοχή μα εκείνη αρνήθηκε. Έφυγε μόνος του και το 1883 πηγαίνει στο Νόιερ όπου είναι πάστορας ο πατέρας του. Δεν τα βρίσκει με την οικογένεια του αλλά αναγκάζεται να μείνει μαζί τους λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Το 1885 αποτυπώνει τις εμπειρίες του στο Βέλγιο στον πίνακα «Οι Πατατοφάγοι». Ένα χρόνο μετά, και καθώς έχει πεθάνει ο πατέρας του, αφήνει την οικογενειακή εστία και πηγαίνει στο Παρίσι όπου ζει με τον αδερφό του Τεό, τον μόνο από τα αδέρφια του που τον στηρίζει και με τον οποίο είχε πάντα στενές σχέσεις.

Στο Παρίσι έμεινε 2 χρόνια κατά τα οποία ζωγράφιζε, συναναστράφηκε πολλούς άλλους ζωγράφους, εξέλιξε το ύφος και την τεχνοτροπία του. ΤΟ 1888 αποφασίζει να πάει νότια, φεύγει για την Προβηγκία, εγκαθίσταται στην μικρή πόλη Αρλ κι ονειρεύεται να φτιάξει ένα κέντρο-καταφύγιο για καλλιτέχνες. Ζει μαζί με τον Γκογκέν και εργάζονται πυρετωδώς μέχρι κάποια μέρα που έχουν έναν έντονο καυγά. Ο Βίνσεντ κόβει με ένα ξυράφι το αυτί του. Κάποιοι υποστηρίζουν πως μπορεί να του το έκοψε και ο Γκογκέν αλλά δεν τον μαρτύρησε για να μην τον μπλέξει. Το αυτί το έβαλε σε ένα κουτί και το πήγε σε μία γνωστή του πόρνη. Μετά πήγε στο νοσοκομείο για να τον περιποιηθούν. Εκεί γνώρισε έναν νεαρό γιατρό που έγινε θαυμαστής του και που καταλαβαίνοντας την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση, του συμπαραστάθηκε ώστε να μπει στο άσυλο Σεν-Ρεμι-ντε_Προβανς για να ηρεμήσει. Έτσι τελειώνει η περίοδος της Αρλ, κατά την οποία ζωγράφισε περίπου 200 πίνακες και έκανε περισσότερα από 100 σχέδια. Τον Μάιο του 1890 πηγαίνει στο Παρίσι και συναντάει τον αδερφό του Τεό που είναι παντρεμένος πια και με παιδί. Ίσως να νιώθει και κάπως σαν προδοσία το ότι έκανε την δική του οικογένεια ο αδερφός που ήταν πάντα δίπλα του. Μένει μόνο 4 ημέρες στο Παρίσι το οποίο λέει πως τον κουράζει. Προτιμάει την εξοχή πηγαίνει στην Οβέρ-σιρ-Ουάζ. Στις 23 Ιουλίου γράφει ένα γράμμα στον αδερφό του όπου μιλάει για την ματαιότητα της ζωής και στις 27 Ιουλίου ξεκινάει για τα σιταροχώραφα όπως και τις προηγούμενες μέρες, μόνο που σήμερα αντί για πινέλα έχει ένα πιστόλι. Πυροβολεί το στήθος του και επιστρέφει τραυματισμένος στο δωμάτιο της πανσιόν όπου διέμενε. Ο γιατρός που καλείται δεν μπορεί να βγάλει τη σφηνωμένη σφαίρα. Έρχεται ο αδερφός του και περνάνε την ημέρα μαζί, ο Βίνσεντ καπνίζει ξαπλωμένος και αναθυμούνται για ώρες τα παιδικά τους χρόνια. Κλείνει τα μάτια του για πάντα, στις 1.30 τα ξημερώματα, έχοντας δίπλα του το πιο αγαπημένο του πρόσωπο.

ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΟΥ ΒΑΝ ΓΚΟΝΓΚ