![]() | |||
---|---|---|---|
Ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (Ludwig Wittgenstein) ήταν Αυστριακός, αρχικά μηχανικός και ύστερα φιλόσοφος με σημαντικό
έργο πάνω στον τομέα της αναλυτικής φιλοσοφίας και της λογικής. Γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1889 και ήταν το όγδοο και τελευταίο
παιδί μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες της Βιέννης. Ο πατέρας του ήταν από τους ισχυρότερους βιομήχανους της χώρας, ωστόσο πίεζε
πολύ τους γιούς του κι είχε τόσο υψηλές προσδοκίες ώστε 3 από αυτούς, αυτοκτόνησαν σε νεαρή ηλικία. Ο Λούντβιχ δεν ήταν ιδιαίτερα καλός
μαθητής και μέχρι τα 14 έκανε μαθήματα κατ’ οίκον. Μετά μαθήτευσε στην τεχνική σχολή «Realschule», την ίδια περίοδο που σπούδαζε εκεί
κι ο Χίτλερ, δεν υπάρχουν πληροφορίες αν είχαν γνωριστεί οι δυο τους. Το 1906 ξεκίνησε σπουδές μηχανολόγου και το 1908 σπουδές αεροναυπηγού στο
Μάντσεστερ, όπου έκανε έρευνες στην κατασκευή χαρταετών για μετεωρολογικούς σκοπούς. Εκείνη την περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Ράσσελ και
παρόλο που είχε επιτυχίες στο Μάντσεστερ, έχοντας κατασκευάσει ένα κινητήρα που χρησιμοποιήθηκε στα ελικόπτερα της εποχής,
εγκατέλειψε τις σπουδές και τις εργασίες του και μεταπήδησε στο τμήμα φιλοσοφία του Καίμπριτζ με επόπτη καθηγητή τον Ράσσελ.
Σύντομα έγινε ο σπουδαιότερος μαθητής του και θεωρήθηκε ως ο διάδοχος του.
Όταν ξέσπασε ο Α παγκόσμιος πόλεμος κατατάχθηκε εθελοντικά στον Αυστρο-ουγγρικό στρατό, αρχικά τον στείλανε στα μετόπισθεν λόγω της θέσης του στην κοινωνία όμως εκείνος ζήτησε να πάει στην πρώτη γραμμή. «Ίσως η εγγύτητα του θανάτου να ρίξει φως στην ζωή μου» έγραψε στο ημερολόγιο του. Μετατέθηκε στο ρωσικό μέτωπο όπου ζήτησε και πήρε μια από τις πιο επικίνδυνες θέσεις, αυτή του παρατηρητή. Το 1918 τιμήθηκε για την ανδρεία του και λίγο αργότερα πιάστηκε αιχμάλωτος από τον ιταλικό στρατό και στάλθηκε σε στρατόπεδο στο Κόμο. Το 1919 έστειλε μία επιστολή στον Ράσελ, με την οποία τον πληροφορούσε ότι βρισκόταν ως αυστριακός αξιωματικός σε ιταλική αιχμαλωσία. Μαζί με το γράμμα του έστειλε και ένα χειρόγραφό ζητώντας του να το σχολιάσει. Επρόκειτο για το περίφημο «Tractatus logico-philosophicus», το οποίο δημοσιεύτηκε με τη βοήθεια του Ράσελ το 1921 και ήταν το μοναδικό έργο του που δημοσιεύτηκε όσο ήταν ζωντανός. Ο Βιτγκενστάιν αφέθηκε ελεύθερος στις 21 Αυγούστου του 1919 και γύρισε στην Αυστρία, όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος σε ένα επαρχιακό σχολείο. Το 1926 εγκατέλειψε οριστικά την διδασκαλία όταν χτύπησε έναν μαθητή προκαλώντας την λιποθυμία του. Εργάστηκε για λίγο ως κηπουρός σε ένα μοναστήρι και μετά επέστρεψε στην Βιέννη. Το 1929 αποφάσισε να επιστρέψει στο Κάιμπριτζ, κατέθεσε το βιβλίο του «Tractatus” σαν διδακτορική διατριβή και αναγορεύτηκε σε διδάκτωρ. Τα επόμενα χρόνια έδωσε σειρά διαλέξεων στο Καίμπριτζ, μαθητές του κατέγραψαν τις αντισυμβατικές ομιλίες του και αργότερα εκδόθηκαν σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Μπλε βιβλίο». Το 1939, την περίοδο που ο Χίτλερ επιζητούσε την ενσωμάτωση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία, ο Βιτγκενστάιν αναζήτησε και τελικά κέρδισε μια θέση διδάσκοντος στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, πράγμα που τον βοήθησε να αποκτήσει και βρετανικό διαβατήριο. Κατά την διάρκεια του β’ παγκόσμιου πολέμου, επεδίωξε να έχει εξωακαδημαικές ασχολίες, εργάστηκε εθελοντικά ως τραυματιοφορέας και ως βοηθός εργαστηρίου σε νοσοκομεία του Λονδίνου. Το 1947 σταμάτησε οριστικά την πανεπιστημιακή καριέρα και απομονώθηκε στην Ιρλανδία για να αφοσιωθεί στο γράψιμο και να τελειώσει το βιβλίο «Φιλοσοφικές έρευνες», το οποίο δημοσιεύτηκε τελικά 2 χρόνια μετά τον θάνατο του. Πέθανε στο Καίμπριτζ από καρκίνο στις 27 Απριλίου του 1951. «Πες τους πως έζησα μιαν υπέροχη ζωή» ήταν τα τελευταία του λόγια, λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του για πάντα. Από το έργο του Βιτγκενστάιν |