ΑΡΧΙΚΗ


ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ 1883 έως 1931 (48)

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ.   ΝΑ ΛΥΠΑΣΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ.   ΟΙ 7 ΕΑΥΤΟΙ.   ΧΘΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΡΙΟ.

Ο Χαλίλ Γκιμπράν, ο άνθρωπος από τον Λίβανο, όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ζωγράφος, συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου, 1883, σε μαρωνιτική οικογένεια, στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λιβάνου. Το όρος Λίβανος εκείνο τον καιρό ήταν επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας κι οι κάτοικοί του αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία τους και συγχρόνως πολεμούσαν και μεταξύ τους καθώς υπήρχε μίσος ανάμεσα στους μουσουλμάνους και του χριστιανούς μαρωνίτες. Ο Χαλίλ έγινε ενεργό μέλος του κινήματος για την ανεξαρτησία ενώ από την φύση του ήταν μοναχικό παιδί που απομονωνόταν για ώρες στο βραχώδες φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Ο πατέρας του έχασε όλη την περιουσία τους και δεν υπήρχαν χρήματα για να πάει σχολείο, έμαθε τα προκαταρτικά της γλώσσα και του αλφαβήτου όπως και περί θρησκείας από τις επισκέψεις του στον ιερέα του χωριού. Το 1894 ο πατέρας ήταν φυλακή για χρέη και η υπόλοιπη οικογένεια έμενε σε συγγενείς καθώς είχε κατασχεθεί το σπίτι τους, οπότε η μητέρα του που ήταν δυναμική γυναίκα, πήρε την απόφαση να μετοικήσουν στην Αμερική. Το 1895 βρέθηκαν στην Βοστώνη χωρίς τον πατέρα ο οποίος είχε μεν αποφυλακιστεί αλλά δεν του δίνανε βίζα λόγω του παρελθόντος του. Η μητέρα στην Αμερική έγινε γυρολόγος και γυρνούσε όλη μέρα τους δρόμους για να θρέψει τα παιδιά της από τα οποία μόνο ο Χαλίλ κατάφερε να πάει σχολείο. Οι αδερφές του δεν μάθανε γράμματα τόσο επειδή υπήρχε έλλειψη χρημάτων όσο και επειδή η παράδοση στην χώρα τους δεν ευνοούσε την μόρφωση των γυναικών. Αργότερα ο Χαλίλ έγινε θερμός υποστηρικτής της μόρφωσης και χειραφέτησης των γυναικών. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει και να γράφει, πρωτοέγινε γνωστός με τα σκίτσα του, αποφάσισε ωστόσο να επιστρέψει στην πατρίδα του το 1898 για να μάθει αραβικά και να θυμηθεί τις ρίζες του. Πήγε εκεί σχολείο και έμαθε καλά αραβικά και γαλλικά, όμως έζησε με στερήσεις και σε συνεχή κόντρα με τον πατέρα του, έτσι το 1902 φεύγει ξανά για Αμερική.

Τα πρώτα δύο χρόνια της επιστροφής του είναι γεμάτα θλίψη. Πεθαίνει η μητέρα του, μία αδερφή του κι ένας αδερφός του, η γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος αρνιέται να τον παντρευτεί. Το 1904 βρίσκει χρήματα και κάνει μία έκθεση με σκίτσα του που έχει αρκετή επιτυχία στη κοινωνία της Βοστώνης. Συγχρόνως γράφει ένα ρομαντικό δοκίμιο στα αγγλικά, ξεκινάει μια στήλη σε εφημερίδα με τίτλο, Δάκρυα και Γέλιο, γράφει στα αραβικά το έργο «Μουσική». Το 1908 γράφει το «Οι νύμφες της Κοιλάδας» έργο με αντικληρικό περιεχόμενο για το οποίο παραλίγο να αφοριστεί και το οποίο απαγορεύτηκε από τη κυβέρνηση της Συρίας. Την διετία 1908-1910 έζησε στο Παρίσι όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής από τον Ροντέν και επιστρέφοντας πηγαίνει στην Νέα Υόρκη. Καταπιάνεται με το μυθιστόρημα Σπασμένα Φτερά, στα αραβικά, ενώ το 1911 από συγγραφέας ξαναγίνεται ζωγράφος, δημιουργεί μια σειρά πορτρέτα προσωπικοτήτων της εποχής. Από το 1912 εμπλέκεται στα πολιτικά πράγματα και εργάζεται για την καλυτέρευση της ζωής των Σύριων πολιτών ενώ γίνεται και θερμός υποστηρικτής της εξέγερσης των Αράβων κατά των Οθωμανών. Το 1913 γράφει το μυθιστόρημα «ο Τρελός», το 1915 δημοσιεύει ένα ακόμη αραβόφωνο βιβλίο, ενώ εργάζεται πυρετωδώς πάνω στο έργο «ο Προφήτης», που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό και το οποίο δούλευε για πολλά χρόνια μέχρι να εκδοθεί στην τελική του μορφή το 1923. Μετά γράφει την συνέχεια, τον «Κήπο του Προφήτη», ενώ το 1928 η υγεία του έχει κλονιστεί και πίνει για να ξεφύγει από τους πόνους, είναι η εποχή της ποτοαπαγόρευσης και το αλκοόλ που προμηθεύεται είναι παράνομο και χειρίστης ποιότητας. Πέθανε στις 10 Απριλίου του 1931 από εκτεταμένη κίρρωση του ήπατος.