ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
|
ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ 2 ΠΟΛΕΩΝ (η πρώτη παράγραφος)
Ήταν τα καλύτερα χρόνια, μα συνάμα και τα χειρότερα, ήταν η εποχή της σοφίας,
ήταν η εποχή της απερισκεψίας, ήταν η περίοδος της πίστης, ήταν η περίοδος της
δυσπιστίας, ήταν η εποχή της Φωτιάς, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη
της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν
είχαμε τίποτα μπροστά μας, πηγαίναμε όλοι κατευθείαν προς τον Παράδεισο,
πηγαίναμε όλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση –κοντολογίς η περίοδος εκείνη είχε
τόσες ομοιότητες με τη σημερινή, που ορισμένες από τις πιο εντυπωσιακές
γραπτές μαρτυρίες επιμένουν να την περιγράφουν αποκλειστικά με επίθετα
υπερθετικού βαθμού, προκειμένου να περιγράψουν είτε την καλή είτε την κακή
της πλευρά.
ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ (αποσπάσματα)
«Ήταν μια αξιομνημόνευτη μέρα για μένα, γιατί προκάλεσε μέσα μου μεγάλες
αλλαγές. Όμως το ίδιο συμβαίνει με ολόκληρη τη ζωή. Φανταστείτε μια
επιλεγμένη μέρα, αποσπασμένη από τις υπόλοιπες, και σκεφτείτε πόσο
διαφορετική θα ήταν χωρίς αυτήν η πορεία της ζωής σας. Εσείς που διαβάζετε όλα
αυτά, σταματήστε μια στιγμή και σκεφτείτε τη μακριά αλυσίδα από σίδερο ή
χρυσάφι, από αγκάθια ή λουλούδια, που δε θα σας είχε ποτέ δέσει αν δεν είχε
σχηματιστεί ο πρώτος κρίκος, κάποια αξιομνημόνευτη μέρα.»
[…]
«Ειλικρινά, ποτέ δεν υπάρχει λόγος να μας πιάνει ντροπή για τα δάκρυα μας…
Είναι η βροχή πάνω στη σκόνη που σηκώνεται απ’ το χώμα της σκληρής καρδιάς
μας και μας θολώνει τα μάτια…
Όλοι οι άλλοι απατεώνες της υφηλίου δεν είναι τίποτα μπροστά στον άνθρωπο
που πάει να εξαπατήσει τον ίδιο του τον εαυτό.
[…]
Μ’ άλλα λόγια, ήμουν πολύ δειλός για να κάνω ό,τι ήξερα πως ήταν σωστό, όπως
είχα φανεί πολύ δειλός για να μην κάνω ό,τι ήξερα πως ήταν λάθος…
Την υιοθέτησα για ν’ αγαπηθεί. Την ανέθρεψα και τη μόρφωσα για ν’ αγαπηθεί.
Την έκανα ό,τι είναι, για ν’ αγαπηθεί. Αγάπησέ την!» «Και αφού μπόρεσες να μου
το πεις και τότε, δε θα διστάσεις να μου το πεις και τώρα- τώρα που η δυστυχία
υπήρξε η πιο αποδοτική μαθητεία μου κι έχω διδαχθεί να καταλαβαίνω τί ήταν η
καρδιά σου. Έχω λυγίσει και έχω τσακίσει αλλά- ελπίζω- έχω γίνει καλύτερη πια.
Ας είσαι μαζί μου τόσο διακριτικός και τόσο καλός όσο ήσουν κι ας μου πεις πως
είμαστε φίλοι! 'Είμαστε φίλοι' πήρα το χέρι της στο δικό μου και
απομακρυνθήκαμε από το ερειπωμένο μέρος κι όπως σηκωνότανε η πρωινή
καταχνιά, χρόνια πριν, έτσι και τώρα, η βραδινή καταχνιά σηκωνότανε. Και σ' όλη
την ανοικτή απέραντη έκταση που μου έδειχνε, δεν έβλεπα πια πουθενά σκιά
άλλου χωρισμού μας.»
ΌΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ (αποσπάσματα)
«Μικρέ», είπε ο κύριος από την ψηλή πολυθρόνα, «άκουσέ με. Ξέρεις ότι είσαι
ορφανό, έτσι δεν είναι;».
«Τι θα πει αυτό κύριε;», ρώτησε ο φτωχός Όλιβερ.
«Το παιδί είναι πραγματικά ανόητο –ακριβώς όπως το σκέφτηκα», είπε με πολύ
αποφασιστικό τόνο στη φωνή του ο κύριος με το λευκό γιλέκο. Αν υποθέσουμε ότι
υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι ευλογημένοι με το χάρισμα να καταλαβαίνουν από
διαίσθηση το χαρακτήρα των συνανθρώπων τους, ε, τότε ο κύριος με το λευκό
γιλέκο ήταν αναμφισβήτητα το κατάλληλο πρόσωπο για να πει τι είδους άνθρωπος
στεκόταν μπροστά του.
«Σιωπή!», είπε ο κύριος που είχε μιλήσει πρώτος. «Ξέρεις ότι δεν έχεις πατέρα ή μητέρα και ότι σε μεγάλωσε η ενορία, έτσι δεν
είναι;»
«Μάλιστα κύριε», απάντησε ο Όλιβερ, κλαίγοντας με αναφιλητά.
«Μα γιατί κλαίς;», ρώτησε ο κύριος με το λευκό γιλέκο. Πραγματικά, το θέαμα
ήταν πολύ περίεργο. Για ποιο λόγο θα μπορούσε να κλαίει το παιδί; «Ελπίζω ότι
κάθε βράδυ κάνεις την προσευχή σου», είπε ένας άλλος κύριος με άγρια φωνή,
«και ότι προσεύχεσαι για τους ανθρώπους που σε ταΐζουν και σε φροντίζουν σαν
σωστό χριστιανό».
[…]
Απελπισμένος απ' την πείνα και παράτολμος απ' τη δυστυχία, σηκώθηκε από το
τραπέζι και, προχωρώντας προς τον οικονόμο με τη γαβάθα και το κουτάλι στο
χέρι, κάπως αλαφιασμένος από το τόλμημά του, του είπε:
«Σας παρακαλώ, κύριε, θα ήθελα λίγο ακόμη».
Ο οικονόμος ήταν ένας παχύς άντρας γεμάτος υγεία, όμως εκείνη τη στιγμή έχασε
το χρώμα του.
κόντεψε να πέσει χάμω. Οι βοηθοί του σάστισαν, και τα παιδιά πάγωσαν. - Πώς! κατάφερε να προφέρει στο τέλος ο οικονόμος.
– Σας παρακαλώ, κύριε, θέλω κι άλλο, επανέλαβε ο Όλιβερ.
Ο οικονόμος του έδωσε μια στο κεφάλι με την κουτάλα, και μετά τον άρπαξε και φώναξε δυνατά τον επίτροπο. Σε λίγο ο Μπαμπλ ορμούσε στο δωμάτιο όπου κάθονταν οι σύμβουλοι, έξαλλος.
-- Κύριε Λίμπκινς, να με συγχωρείτε πολύ! Ο Όλιβερ Τουίστ ζήτησε κι άλλο χυλό!
- Πώς! έκανε ο Λίμπκινς. Για εξηγήσου καθαρά, Μπαμπλ. Θες να πεις ότι ζήτησε κι άλλο, αφού έφαγε την κανονική μερίδα του, -- Μάλιστα, κύριε
- - Αυτό το παιδί θα καταλήξει στην κρεμάλα, είπε ο κύριος με το άσπρο γιλέκo, θυμηθείτε τα λόγια μου.
[…]
«Λοιπόν! Εδώ ήρθες για να μορφωθείς και να μάθεις μια χρήσιμη τέχνη», είπε ο
κοκκινομούρης κύριος από την ψηλή πολυθρόνα. «Γι’ αυτό θ’ αρχίσεις να μαζεύεις
στουπιά από αύριο το πρωί στις έξι», είπε ο βλοσυρός κύριος με το λευκό γιλέκο.
συνέχεια 2 συνέχεια Γι’ αυτές ακριβώς τις δύο ευλογίες που του έδωσαν
δηλώνοντας απλώς ότι θα μάζευε στουπιά, ο Όλιβερ έκανε μια βαθειά υπόκλιση
μετά από υπόδειξη του επιτρόπου, και τον οδήγησαν βιαστικά σε ένα μεγάλο
θάλαμο. Εκεί ξαπλωμένος σε ένα σκληρό, χοντροφτιαγμένο κρεβάτι, έκλαψε με
λυγμούς μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Τι υπέροχη εικόνα των τρυφερών νόμων
αυτής της προνομιούχας χώρας! Επιτρέπουν στους φτωχούς να κοιμούνται!
[…]
«Γι’ αυτό εδώ το παιδί, κύριε, που η ενορία θέλει να το μάθει τέχνη», είπε ο
κύριος Γκάμφιλντ.
«Α, μάλιστα, άνθρωπέ μου», είπε ο κύριος με το λευκό γιλέκο, με ένα
συγκαταβατικό χαμόγελο στα χείλη του.
«Τι θέλεις να σου πω γι’ αυτόν;»
«Αν η ενορία θα ήθελε να μάθει μια σωστή, ευχάριστη τέχνη σε μια καλή και τίμια
δουλειά όπως το καθάρισμα των καμινάδων», είπε ο κύριος Γκάμφιλντ, «εγώ
χρειάζομαι ένα μαθητευόμενο και είμαι έτοιμος να τον πάρω».
[…]
«Είναι βρώμικη δουλειά», είπε ο κύριος Λίμπκινς, αφού ο κύριος Γκάμφιλντ
επανέλαβε για μια ακόμη φορά την επιθυμία του. «Πολλά μικρά παιδιά έχουν
σκάσει μέσα σε καμινάδες μέχρι τώρα», είπε ένας άλλος κύριος. «Αυτό έγινε γιατί
κατάβρεχαν το άχυρο πριν να το ανάψουν στην καμινάδα, για να τους κάνουν να
ξανακατέβουν», είπε ο Γκάμφιλντ. «Έτσι βγαίνει καπνός και όχι φωτιά, και βέβαια
ο καπνός καθόλου δεν κάνει ένα μικρό παιδί να ξανακατέβει. Το μόνο που κάνει
είναι να το ζαλίζει και να το κοιμίζει, και αυτό του αρέσει κιόλας. Τα παιδιά είναι
πολύ πεισματάρικα και τεμπέλικα πλάσματα, κύριοι, και δεν υπάρχει τίποτα
καλύτερο από μια λαμπερή φωτιά, για να τα κάνει να κατέβουν ολοταχώς. Αφήστε
που είναι και ανθρωπιστικό, γιατί, ακόμα και αν κολλήσουν στην καμινάδα, μόλις
αρχίσουν να ψήνονται τα πόδια τους, θα παλέψουν όσο πιο πολύ μπορούν για να
λευτερωθούν».
[…]
Το αγόρι κοιμόταν βαθιά, ξαπλωμένο σε ένα πρόχειρο στρώμα, κατάχαμα. Τόσο
χλωμό από την αγωνία, και την κλεισούρα της φυλακής που έμοιαζε με τον ίδιο
τον θάνατο. Όχι τον θάνατο όπως δείχνει στο σάβανο και στο φέρετρο αλλά με τη
μορφή που έχει όταν η ζωή έχει μόλις χαθεί. Όταν ένα νεαρό κι ευγενικό πνεύμα
έχει, μόλις πριν ένα λεπτό, πετάξει στο Ουράνια και ο χονδροειδής αέρας του
κόσμου τούτου δεν έχει προλάβει ακόμα να φυσήξει πάνω στην σκόνη που
αγίασε.
|