Αλεξάντερ Δουμάς ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Υπόθεση του μυθιστορήματος : Ο νεαρός ναυτικός Εντμόντ Νταντές φτάνει στην Μασσαλία για να παντρευτεί την αγαπημένη του Μερσέντες όμως ο λογιστής του πλοίου τους, κατασκευάζει στοιχεία για να τον ενοχοποιήσει ως πράκτορα του Ναπολέοντα. Ο Νταντές συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για 14 χρόνια. Από τον συγκρατούμενο του μαθαίνει για έναν αμύθητο θησαυρό, καταφέρνει να δραπετεύσει, βρίσκει τον θησαυρό, γίνεται ο πλούσιος κόμης Μοντεχρίστο και επιστρέφει για να εκδικηθεί αυτούς που τον αδίκησαν. |
---|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΟΥΜΑΣ
αποσπάσματα ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Το πλοίο γυρνά στην πατρίδα Στις 24 Μαΐου του 1815, το καλοτάξειδο «Φαραώ», ένα τρικάταρτο εμπορικό καράβι, φάνηκε να πλησιάζη στο λιμάνι της Μασσαλίας. Καθώς πλησίαζε στη στεριά, όσοι το παρακολουθούσαν έβλεπαν ότι αρμένιζε πολύ αργά και με πολύ παράξενο τρόπο. -Κάτι έγινε πάνω στο καράβι, έλεγαν ο ένας στον άλλο, τι να έπαθαν τάχα; Κάποιος κύριος που στεκόταν εκεί κοντά, έδειχνε πολύ ανυπόμονος. Μη μπορώντας να περιμένη το καράβι ν' αραξει στη στεριά, πήδηξε σε μια βάρκα και πρόσταξε το βαρκάρη να τον πάη στο καράβι. Καθώς η βάρκα πλησίασε στο καράβι, ένας νεαρός με μελαχρινό δέρμα, μαύρα μαλλιά και μάτια, περίπου 20 χρονών, ήλθε στην άκρη του καραβιού και έσκυψε στο παραπέτο. Είχε μιά έκφραση ήρεμη και σοβαρή, σαν του ανθρώπου που έχει συνηθίσει ν' αντιμετωπίζουν κινδύνους. -"Ε, εσύ είσαι, Νταντές, φώναξε ο κύριος που ήταν μέσα στη βάρκα. Τι πάθατε; -Κάτι πολύ θλιβερό, κύριε Μορέλ αποκρίθηκε ο νέος άνδρας. "Οταν το καράβι μας ήταν κοντά στην Τσιβιταβέκια, χάσαμε το γενναίο μας καπετάνιο Λεκλέρ. Γυρίζοντας το κεφάλι του προς το πλήρωμα, έδωσε μια βιαστική προσταγή. Μετά στράφηκε πάλι προς τον κύριο Μορέλ. Το Φαραώ ήταν ένα από τα καράβια του κυρίου Μορέλ, και ο Εδμόνδος Νταντές ήταν ο πρώτος αξιωματικός μετά τον καπετάνιο. -Τι να γίνη, Εδμόνδε , άπάντησε ο κύριος Μορέλ, κάποια μέρα όλοι πεθαίνουμε, και οι γέροι πρέπει να δίνουν τόπο στους νέους. Τι έχεις να μου πής για το φορτίο; -Δεν έπαθε τίποτε, κύριε Μορέλ, και αξίζει πάρα πολλά λεφτά. Άν άνεβήτε στο καράβι, θα δήτε τον κύριο Ντανγκλάρ, που κάνει τις συναλλαγές και τα λογιστικά του καραβιού. Εγώ πρέπει να πάω στη γέφυρα. Ο κύριος Μορέλ ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα, πήδηξε στο κατάστρωμα, κι εκεί τον υποδέχτηκε ο κύριος Ντανγκλάρ. Ο κύριος Ντανγκλάρ ήταν ένας άνδρας 25 περίπου χρόνων. Οι τρόποι του αλλά και η έκφρασή του δεν προκαλούσαν καθόλου τη συμπάθεια, κανένας από τους άνδρες του πληρώματος δεν τον χώνευε, ήταν κακός και ύπουλος. -Λοιπόν, κύριε Μορέλ, είπε ο Ντανγκλάρα μάθατε για το θάνατο του καπετάνιου Λεκλέρ; – Ναι, τι κρίμα, ήταν καλός και γενναίος άνδρας. -Και καλός ναυτικός, γέρασε ανάμεσα στον ουρανό και την θάλασσα, όπως λέει ο λόγος. Και όπως θα πρέπη να είναι ένας άν δρας που υπηρετεί την εταιρεία Μορέλ και Υιός, απάντησε ο Νταιγκλάρ. -Όμως, απάντησε ο κύριος Μορέλ, κοιτάζοντας τον Νταντές που κυβερνούσε το καράβι του, δεν είναι ανάγκη πάντοτε να είναι κανείς γέρος για να μπορεί να κάνη καλά τη δουλειά του. Ο φίλος μας Εδμόνδος φαίνεται να ξέρη πολύ καλά τη δουλειά του και να μή χρειάζεται βοήθεια από κανενα. -Ναι, απάντησε ο Νταγκλάρ, ρίχνοντας στον "Εδμόνδο μια ματιά που φανέρωνε ότι δεν τον συμπαθούσε και πολύ, και ότι θα προτιμούσε να γινόταν ο ίδιος καπετάνιος του καραβιού αντί για κείνον. Ναι, είναι νέος, και πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. Μόλις πέθανε ο καπετάνιος, ανέλαβε αμέσως τη διοίκηση του πλοίου χωρίς να ρωτηση κανενα. Και μας έκανε να χάσουμε μιάμιση μέρα στο νησί της Έλβα, αντί να έλθη κατευθείαν στη Μασσαλία, Έκανε καλά και πήρε την κυβέρνηση του πλοίου, αποκρί θηκε ο κύριος, Μορέλ, γιατί αυτό ήταν το καθήκον του, σάν πρώτος άξιωματικός. Εκαν όμως άσχημα να χάση μιάμιση μέρα εφόσον το καράβι δεν είχε ανάγκη από καμιά επισκευή. -Το καράβι ήταν στην εντέλεια, και αυτή τη μιάμιση μέρα τη χάσαμε μόνο και μόνο για να βγούμε στη στεριά. -Νταντές! φώναξε ο κύριος Μορέλ, γυρίζοντας προς το νεαρό, έλα από δω. -Σε ένα λεπτό, κύριε Μορέλ, απάντησε ο Νταντές. "Εδωσε μια προσταγή στους άνδρες του. Το καράβι σταμάτησε, και δέθη κε στην προκυμαία Ή άγκυρά του κύλησε βαθιά μέσα στο νερό. Μόλις έγιναν αυτά, ο Νταντές βρέθηκε αμέσως κοντά στον κύριο Μορέλ. -Το πλοίο είναι εν τάξει τώρα, είπε, και είμαι στις διαταγές σας. Με φωνάξατε, νομίζω; 'Ο Ντανγκλάρ έκανε μερικά βήματα πίσω. -Θέλω να σε ρωτήσω για ποιο λόγο σταματήσατε στο νησί της Έλβα; ρώτησε ο κύριος Μορέλ. -Δεν ξέρω ακριβώς , κύριε Μορέλ. Ηταν ή τελευταία διαταγή που μου είχε δώσει ο καπετάνιος Λεκλέρ. "Οταν ήταν έτοιμοθάνατος, μου έδωσε ένα γράμμα και με παρακάλεσε να το παραδώσω στο στρατηγό Μπερτράν. Ο κύριος Μορέλ κοίταξε γύρω του. Μετά τράβηξε τον Νταντες παράμερα, και του είπε ξαφνικά: -Και πώς είναι ο Ναπολέοντας: -Πολύ καλά, όσο μπορώ να κρίνω με τα μάτια μου. -Του μίλησες; -"Οχι, εκείνος μίλησε σε μένα, είπε ο Νταντές. Με ρώτησε για το καράβι, πότε φύγαμε από τη Μασσαλία, τί πορεία είχαμε κάνει, και τα εμπορεύματα είχαμε φορτωμένα. Εάν το πλοίο δεν είχε κανένα εμπόρευμα και εάν εγώ ήμουν ο ιδιοκτήτης του, νομίζω ότι θα το αγόραζε. Του είπα όμως ότι εγώ ήμουν μόνο πρώτος καπετάνιος , και ότι ιδιοκτήτες του καραβιού ήταν οι κύριοι Μορέλ και Υιός. "A χα, είπε εκείνος, τους γνωρίζω, Οι Μορέλ είναι εφοπλιστές πολλά χρόνια τώρα. Και υπήρχε και κάποιος Μορέλ που πολέμησε μαζί μου στον ίδιο λόχο στή Βαλάνς. -Αυτό είναι αλήθεια!, είπε ο ιδιοκτήτης με μεγάλο ενθουαιασμό. Ηταν οΠολυκάρ Μορέλ, ο θείος μου, αξιωματικός του στρατού. Νταντές, πρέπει να πεις στο θείο μου ότι ο Ναπολέοντας τον θυμήθηκε, και σίγουρα θα δης τα μάτια του γέρου να πετούν φωτιές. Έλα, έλα, είπε, ακουμπώντας το χέρι του ευγενικά πάνω στο μπράτσο του Εδμόνδου . Έκανες πολύ καλά, Νταντές, να κάνης αυτό που σε πρόσταξε ο Λεκλέρ. Πρόσεχε όμως, αν μαθευτή ότι πήγες γράμμα στο στρατηγό Μπερτράν, και ότι μίλησες με τον Ναπολέοντα, μπορεί να μπλέξης άσχημα. -Για ποιο λόγο; ρώτησε ο Νταντές. Εγώ δεν ήξερα καν τι μετέφερα. Και ο Ναπολέοντας με ρώτησε μόνο ερωτήσεις που θα έκανε σε οποιονδήποτε άλλον. Τώρα όμως πρέπει να συνεχίσω την εργασία μου, είπε και ξεμάκρυνε. Ο Ντανγκλάρ πλησίασε πάλι τον ιδιοκτήτη του πλοίου και ειπε: -Λοιπόν, φαίνεται ότι σας έδωσε αρκετά λογικές εξηγήσεις για τον λόγο που σταμάτησε στην Έλβα; -Πολύ λογικές εξηγήσεις, αγαπητέ Ντανγκλάρ. -Αυτό είναι πολύ καλό, είπε ο Ντανγκλάρ, γιατί είναι πολύ άσχημο να βλέπη κανείς έναν άνδρα να μήν κάνη το καθήκον του, -Ο Νταντές έκανε το δικό του, απάντησε ο καραβοκύρης, και δεν θέλω να ξαναμιλήσουμε γι' αυτό. Τη διαταγή γι' αυτή την επίσκεψη στό νησί την είχε δώσει ο καπετάνιος Λεκλέρ. -Μιά και μιλήσατε πάλι για τον καπετάνιο Λεκλέρ, σας εδω σε ο Νταντές το γράμμα του; -Γράμμα του Λεκλέρ σε μένα; "Εχει τέτοιο πράγμα; -Μου φαίνεται ότι ο καπετάνιος Λεκλέρ του έδωσε ένα γράμμα για σας μαζί με το άλλο γράμμα. -Και πώς ξέρεις ότι έχει κι άλλο γράμμα; Το πρόσωπο του Ντανγκλάρ έγινε κατακόκκινο. -Περνούσα κοντά στην πόρτα της καμπίνας του καπετάνιου και, καθώς ήταν μια ανοιχτή, τον είδα που έδωσε στό Νταντές δυό γράμματα, -Δεν μου μίλησε γι' αυτό, αποκρίθηκε και καραβοκύρης. Εάν υπάρχη γράμμα, οπωσδήποτε θα μου το δση. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Νταντές γύρισε κοντά στον κύριο Μορέλ, ενώ ο Ντανγκλάρ αποτραβήχτηκε όπως και την πρώτη φορά. -Λοιπόν, αγαπητέ μου Νταντές, είσαι ελεύθερος τώρα; ρώτησε ο κύριος Μορέλ. -Μάλιστα, κύριε Μορέλ. -Μπορείς να έλθης να φάμε σπίτι; -Ευχαριστώ, κύριε Μορέλ, αλλά η πρώτη μου επίσκεψη πρέπει να είναι στον πατέρα μου, Μήπως γνωρίζετε πώς είναι η υγεία του; -Νομίζω ότι είναι καλά, αν και δεν τον είδα τελευταία, [….] [….] «Δὲν θὰ καταϕέρω τίποτα μ᾽αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἄχρηστους», μουρμούρισε. «Τί νὰ πετύχω μ᾽ἕναν μεθύστακα κι ἕναν θρασύδειλο; ᾽Αντὶ νὰ μεθάει μὲ χολή, ὁ ἕνας γίνεται τύϕλα ἀπὸ τὸ κρασί. ῾Ο ἄλλος ἠλίθιος, τοῦ παίρνουν τὴν ἐρωμένη κάτω ἀπὸ τὴ μύτη του, καὶ τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶναι νὰ κλαψουρίζει σὰν παιδάκι καὶ νὰ λυπᾶται τὸν ἑαυτό του. Κι ὅμως, αὐτὸς ἔχει ϕλογερὰ μάτια σὰν τῶν Σπανιόλων, τῶν Σικελῶν ἢ τῶν Καλαβρέζων, ποὺ ξέρουν νὰ ἐκδικοῦνται τόσο γρήγορα καὶ τόσο ἄγρια ἂν τοὺς πειράξεις. ῎Εχει κάτι γροθιὲς ποὺ θά ᾽ριχναν κάτω ἕνα βόδι ὅπως τὸ ρίχνει κάτω μ᾽ ἕνα χτύπημα τῆς βαριᾶς ὁ χασάπης. Σίγουρα ἡ τύχη τοῦ ᾽Εδμόνδου δουλεύει. Θὰ παντρευτεῖ τὴν ὄμορϕη κοπέλα, θὰ γίνει καπετάνιος καὶ θὰ μᾶς περιϕρονεῖ καὶ τοὺς τρεῖς. ᾽Εκτὸς ἄν... (ἕνα παγερὸ χαμόγελο ϕάνηκε στὸ στόμα τοῦ Νταγκλάρ), ἐκτὸς ἂν ἀνακατευτῶ ἐγώ, αὐτοπροσώπως!» πρόσθεσε. —῎Ει! συνέχισε νὰ γκαρίζει ὁ μισομεθυσμένος Καντερούς, μισοόρθιος, ἀκουμπώντας τὶς γροθιές του στὸ τραπέζι. ῎Ει, ᾽Εδμόνδε! Δὲν βλέπεις τὰ ϕιλαράκια σου, ἢ δὲν μᾶς καταδέχεσαι πιά; —῎Οχι, ὄχι, ἀγαπητέ μου Καντερούς, ἀπάντησε ὁ Νταντές. Δὲν ἔγινα ψωροπερήϕανος, ἁπλὰ εἶμαι πολὺ εὐτυχισμένος καὶ ξέρεις καλὰ πὼς ἡ εὐτυχία τυϕλώνει περισσότερο κι ἀπὸ τὴν περηϕάνια. —Σὲ καλό σου, ὡραία ἐξήγηση μοῦ ᾽δωσες, εἶπε ὁ Καντερούς. ῎Ω, καλημέρα σας, κυρία Νταντές! ῾ Η Μερσέντες ἀνταπέδωσε τὸ χαιρετισμὸ συνοϕρυωμένη. — Δὲν μὲ λένε ἀκόμη ἔτσι, εἶπε. Στὴν πατρίδα μου θεωροῦν γρουσουζιὰ νὰ ϕωνάζουν μιὰ κοπέλα μὲ τ ᾽ὄνομα τοῦ μνηστήρα της πρὶν ὁ ἀρραβωνιαστικὸς γίνει ἐπίσημα σύζυγός της, γι᾽αὐτό, θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μὲ ϕωνάζετε σκέτα Μερσέντες. […] ῾Ο Νταντές, στὴ διάρκεια τοῦ ἐγκλεισμοῦ του, πέρασε ἀπ ᾽ ὅλα τὰ στάδια δυστυχίας ποὺ περνᾶνε κρατούμενοι ξεχασμένοι σὲ κάποια ϕυλακή. Ξεκίνησε μὲ ὑπερηϕάνια, ποὺ εἶναι συνέπεια τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς συναίσθησης γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ ἔγκλειστου. ῎Επειτα μπῆκε στὸ στάδιο τῆς ἀμϕιβολίας γιὰ τὴν ἀθωότητά του, πράγμα ποὺ δικαιολογοῦσε ἀρκετὰ τὶς ἰδέες τοῦ διευθυντῆ γιὰ τὶς ρίζες τῆς τρέλας. Μετὰ ἡ περηϕάνια ἐξαϕανίστηκε στὴν ἄβυσσο κι ἄρχισε νὰ προσεύχεται, ὄχι ἀκόμη στὸν Θεό, ἀλλὰ στοὺς ἀνθρώπους. ῎Ετσι κι ἀλλιῶς, ὁ Θεὸς εἶναι τὸ τελευταῖο καταϕύγιο. ῞Ενας δυστυχισμένος, ἐνῶ θά ᾽πρεπε νὰ ξεκινάει ἀπὸ τὸν Μεγαλοδύναμο, δὲν ϕτάνει σ ᾽αὐτὸν παρὰ ἀϕοῦ πρῶτα ἔχει ἐξαντλήσει κάθε ἄλλη ἐλπίδα. ῾Ο Νταντὲς ἄρχισε νὰ παρακαλάει νὰ τοῦ ἀλλάξουν κελί, βάζοντάς τον σὲ κάποιο ἄλλο, κι ἂς ἦταν τὸ καινούργιο πιὸ σκοτεινὸ καὶ πιὸ βαθιὰ χωμένο στὰ ἔγκατα τῆς γῆς. ᾽Ακόμα καὶ μιὰ δυσμενέστερη ἀλλαγὴ θὰ ἦταν, ἔτσι κι ἀλλιῶς, κάποια ἀλλαγὴ ποὺ θὰ τοῦ ἀποσποῦσε τὴν προσοχὴ γιὰ λίγες μέρες, παρακαλοῦσε νὰ τοῦ παραχωρήσουν προαυλισμό, λίγο καθαρὸ ἀέρα, κανένα βιβλίο, ἐργαλεῖα. Δὲν τοῦ ἔδωσαν τίποτε ἀπ ᾽αὐτά· ἀλλὰ δὲν τὸν ἔνοιαζε, αὐτὸς ἐξακολούθησε νὰ ὑποβάλλει αἰτήματα καὶ νὰ παρακαλεῖ. Συνήθισε νὰ μιλάει στὸν καινούργιο του δεσμοϕύλακα, παρόλο ποὺ αὐτός –ἂν εἶναι δυνατόν– ἦταν ἀκόμα πιὸ μουγγὸς ἀπ ᾽τὸν παλιό. ᾽Αλλὰ τὸ νὰ μιλάει σὲ ἄνθρωπο, ἀκόμα καὶ σὲ ἀμίλητο, παρέμενε μιὰ εὐχαρίστηση. ῾Ο Νταντὲς μιλοῦσε γιὰ ν ᾽ἀκούει τὸν ἦχο τῆς δικιᾶς του ϕωνῆς· γιατὶ ὅσες ϕορὲς δοκίμαζε νὰ μιλάει ὅταν ἦταν ὁλομόναχος στὸ κελί του, τρόμαζε. […] ῾Ο Νταντὲς διέθετε τεράστια ἱκανότητα μνήμης κι ἐξαιρετικὴ ἱκανότητα ἀντίληψης: ἡ μαθηματικὴ δομὴ τοῦ ἐγκεϕάλου του τὸν βοηθοῦσε νὰ καταλαβαίνει, βάσει ὑπολογισμῶν, τὰ πάντα. ᾽Απὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἔμϕυτη ποίησή του ὡς ναυτικοῦ διόρθωνε ὁτιδήποτε ἔκανε πολὺ ὑλιστικὴ τὴν ἀπόδειξη στὰ προβλήματα. ᾽Απέϕευγε τὴν ξεραΐλα τῶν ἀριθμῶν ἢ τὴν ἀπόλυτη εὐθύτητα τῶν γεωμετρικῶν γραμμῶν. ῎Ετσι κι ἀλλιῶς, ἤξερε ἄπταιστα ἰταλικά, καθὼς καὶ λίγα νεοελληνικά, ποὺ τὰ εἶχε μάθει στὰ ταξίδια του στὴν ᾽Ανατολή. Μὲ τὴ βοήθεια καὶ τῶν γαλλικῶν, μαζὶ μὲ τὰ μαθήματα, κατάλαβε γρήγορα τὸν μηχανισμὸ ὅλων τῶν ἄλλων γλωσσῶν. ῎Ετσι, σὲ ἕξι μῆνες ἄρχισε νὰ μιλάει ἰσπανικὰ καὶ ἀρκετὰ καλὰ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γερμανικά. ῞Οπως εἶχε βεβαιώσει τὸν ἀβὰ Φαρία, εἴτε γιατὶ ἡ ὄρεξή του γιὰ μάθηση καὶ μελέτη ἀντικαθιστοῦσε τὸ ὄνειρο τῆς ἐλευθερίας εἴτε γιατὶ ὅπως ἔχουμε πεῖ ἦταν ἕνας ἄντρας ποὺ κρατοῦσε τὸ λόγο του, σταμάτησε κάθε κουβέντα γιὰ ἀπόδραση. Οἱ μέρες περνοῦσαν γρήγορα καὶ γεμάτες γνώσεις γι᾽αὐτόν. Σὲ ἕνα χρόνο, ἦταν ἤδη ἄλλος ἄνθρωπος. […] |