Λόρκα
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
|
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μα τι να σου πω για την ποίηση;
Τι να σου πω γι' αυτά τα σύννεφα, γι' αυτόν τον
ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, και τίποτα άλλο.
Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δεν μπορεί να πει
τίποτα για την ποίηση. Ας τ' αφήσουμε αυτά για τους
κριτικούς και τους δασκάλους.
Μα ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανείς ποιητής δεν ξέρει
τι είναι ποίηση. Είναι εκεί!! Κοίταξε!! Έχω τη φωτιά στα
χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν
μπορώ να μιλήσω γι' αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία.
Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα
να μιλήσω γι' αυτές αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε
λεπτά.
Δεν ξέρω... Ίσως μια μέρα αγαπήσω την κακή ποίηση
όπως αγαπάω την κακή μουσική παράφορα. Θα κάψω
ένα βράδυ τον Παρθενώνα, για να αρχίζω να τον χτίζω
το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ.
Από την Ανθολογία ποιημάτων
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Κοροντζής 2006
Σε μετάφραση:
Πολίτης Κοσμάς 1888-1974, Βαρβιτσιώτης Τάκης 1916-2011,
Ελύτης Οδυσσέας 1911-1996, Σημηριώτης Νίκος, Γκάτσος
Νίκος 1911;-1992, Καζαντζάκης Νίκος 1883-1957, Καππάτος
Ρήγας
ΑΠΟ ΤΟ ‘ΘΡΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΙΓΝΑΘΙΟ ΣΑΝΤΣΙΟ ΜΕΧΙΑΣ’
Σκόρπιο αίμα
Μετάφραση Ν. Γκατσου
Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο το θάνατό του φορτωμένος
γύρευε να’ βρει την αυγή
μα πουθενά η αυγή δεν ήταν.
Γύρευε τ’ όμορφο κορμί του
και βρήκε το χαμένο του αίμα.
Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια που είδε τα
κέρατα κοντά του, όμως οι τρομερές μανάδες
ανασηκώσαν το κεφάλι.
Κι από τα βοσκοτόπια πέρα
ηρθ’ ένα μυστικό τραγούδι που
αγελάρηδες ομίχλης τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.
Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια μπροστά του
για να παραβγεί ούτε σπαθί σαν το σπαθί του
ούτε καρδιά να ν’ τόσο αληθινή.
Σαν ποταμός από λιοντάρια
η ξακουσμένη του αντρειοσύνη,
και σαν σε πέτρα σκαλισμένη η στοχασιά
του η μετρημένη.
Τώρα για πάντα πια κοιμάται,
τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα
με δάχτυλα που δε λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του,
και το τραγουδιστό το αίμα κυλάει σε
βάλτους και λιβάδια, γλιστράει στο σύγκριο
των κεράτων, άψυχο στέκει στην ομίχλη,
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια,
σα μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
να γίνει από αγωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
«ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ»
Η αυγή
Η αυγή στη Νέα Υόρκη έχει τέσσερις στήλες βούρκο
κι ένα τυφώνα από μαύρα περιστέρια να τσαλαβουτούν στο
σάπιο νερό.
Η αυγή της Νέας Υόρκης στενάζει από τις
τεράστιες σκάλες ζητώντας στις ακραίες εικόνες
ζωγραφισμένης αγωνίας.
Η αυγή φτάνει και κανείς δεν τη γεύεται, δεν υπάρχει αύριο
ούτε έγκυρη ελπίδα.
Φόρα τα κέρματα σε παράφορα σμήνη, τρυπούν και
καταβροχθίζουν
εγκαταλειμμένα παιδιά.
Οι πρώτοι που βγαίνουν το νιώθουν στα
κόκαλά τους πως δε υπάρχει παράδεισος
ούτε μαδημένες αγάπες.
Το ξέρουν ότι πηγαίνουν σε βούρκο από αριθμούς
και νόμους, σε παιχνίδια δίχως τέχνη, σε ιδρώτες
χωρίς καρπό.
Αλυσίδες και θόρυβοι θάβουν το φως
σε αδιάντροπη πρόσκληση μιας επιστήμης δίχως
ρίζες. Στα προάστια υπάρχει ένας νυσταγμένος
κόσμος που διστάζει,
σαν να ’χει μόλις βγει από αιματηρό ναυάγιο.
Νύχτα του άγρυπνου έρωτα
Νύχτα πάνω από τους δυο μας με
πανσέληνο, εγώ βάλθηκα να κλαίω κι
εσύ γελούσες,
Η καταφρόνια σου ήταν θεός,
οι δικές μου παράνομες στιγμές περιστέρια αλυσοδεμένα.
Νύχτα κάτω από τους δυο. Οδυνηρό
κρύσταλλο, εσύ έκλαιγες από βάθη
απόμακρα.
Ο πόνος μου ήταν σωρός από
αγωνίες πάνω στην αδύναμη από
άμμο καρδιά σου.
Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο
συντριβάνι του αίματος που χύνεται
αστείρευτο.
Κι ο ήλιος μπήκε από το κλειστό
μπαλκόνι το κοράλλι της ζωής
άπλωσε το κλαδί του πάνω στην
σαβανωμένη μου καρδιά.
Πληγές της αγάπης
Τούτο το φως, φωτιά που
κατατρώει, τούτο το σταχτί
τοπίο που με τυλίγει, τούτος ο
πόνος για μια μονάχα ιδέα,
τούτη η αγωνία τ’ ουρανού, του κόσμου, της
ώρας.
Τούτος ο θρήνος του αίματος που
στολίζει δοξάρι χωρίς παλμό, δαυλό
φευγαλέο,
τούτο το βάρος της θάλασσας που με
χτυπά τούτος ο σκορπιός στο στήθος
κουρνιασμένος. Είναι στεφάνι του έρωτα,
προσκέφαλο πληγωμένου όπου δίχως ύπνο
ονειρεύομαι την παρουσία σου μέσα στο
ερημιά του βουλιαγμένου στήθους.
Και μόλο που ψάχνω την καμπύλη της
φρόνησης μου προσφέρει η καρδιά σου
κοιλάδα απλωμένη με φαρμάκι και πάθος
πικρής γνώσης.
|