ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |
---|
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ(ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)αποσπάσματα, 1 . Ἀβδηρίταις φασὶ Λυσιμάχου ἤδη βασιλεύοντος ἐμπεσεῖν τι νόσημα, ὦ καλὲ Φίλων,τοιοῦτο· πυρέττειν μὲν γὰρ τὰ πρῶτα πανδημεὶ ἅπαντας ἀπὸ τῆς πρώτης εὐθὺςἐρρωμένως καὶ λιπαρεῖ τῷ πυρετῷ, περὶ δὲ τὴν ἑβδόμην τοῖς μὲν αἷμα πολὺ ἐκῥινῶν ῥυέν, [2] τοῖς δ᾽ ἱδρὼς ἐπιγενόμενος, πολὺς καὶ οὗτος, ἔλυσε τὸν πυρετόν.Ἐς γελοῖον δέ τι πάθος περιίστα τὰς γνώμας αὐτῶν· ἅπαντες γὰρ ἐς τραγῳδίανπαρεκίνουν καὶ ἰαμβεῖα ἐφθέγγοντο καὶ μέγα ἐβόων, μάλιστα δὲ τὴν ΕὐριπίδουἈνδρομέδαν ἐμονῴδουν καὶ τὴν τοῦ Περσέως ῥῆσιν ἐν μέρει διεξῄεσαν, καὶ μεστὴ ἦνἡ πόλις ὠχρῶν ἁπάντων καὶ λεπτῶν τῶν ἑβδομαίων ἐκείνων τραγῳδῶν,σὺ δ᾽ ὦ θεῶν τύραννε κἀνθρώπων Ἔρως,καὶ τὰ ἄλλα μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀναβοώντων καὶ τοῦτο ἐπὶ πολύ, ἄχρι δὴ χειμὼν καὶ κρύοςδὲ μέγα γενόμενον ἔπαυσε ληροῦντας αὐτούς. Αἰτίαν δέ μοι δοκεῖ τοῦ τοιούτου παρασχεῖνἈρχέλαος ὁ τραγῳδός, [3] εὐδοκιμῶν τότε, μεσοῦντος θέρους ἐν πολλῷ τῷ φλογμῷτραγῳδήσας αὐτοῖς τὴν Ἀνδρομέδαν, ὡς πυρέξαι τε ἀπὸ τοῦ θεάτρου τοὺς πολλοὺς καὶἀναστάντας ὕστερον ἐς τὴν τραγῳδίαν παρολισθαίνειν, ἐπὶ πολὺ ἐμφιλοχωρούσης τῆςἈνδρομέδας τῇ μνήμῃ αὐτῶν καὶ τοῦ Περσέως ἔτι σὺν τῇ Μεδούσῃ τὴν ἑκάστου γνώμηνπεριπετομένου. Λέγεται αγαπητέ Φίλων ότι επί βασιλείας του Λυσιμάχου ενέσκηψε σταΆβδηρα μια τέτοια επιδημία, όλοι οι κάτοικοι καταλήφτηκαν από σφοδρόπυρετό ο οποίος εξακολουθούσε με συχνούς παροξυσμούς για 7 ημέρες.Την έβδομη δε ημέρα άλλοι από τους άρρωστους πάθαιναν αιμορραγία στηνμύτη, άλλοι ίδρωναν πολύ και έπεφτε ο πυρετός. Όμως η αρρώστια έφερνετο πνεύμα τους σε μια κωμική κατάσταση. Όλοι έκαναν θεατρικές κινήσειςκαι μεγαλοφώνως απάγγελναν ιαμβικούς στίχους, όπως κομμάτια από τηνΑνδρομέδα του Ευριπίδη και ιδίως την επιφώνηση του ΠερσέαΩ εσύ έρωτα, τύραννε Θεών κι ανθρώπων.Και ήταν η πόλη γεμάτη από αυτούς τους χλωμούς και εξασθενημένους απότον πυρετό τραγωδούς. Διήρκησε δε τούτο αρκετά,μέχρι που ο χειμώνας και το κρύο τους έκοψε την αρρωστημένη αυτήφλυαρία. Υπαίτιος δε της παραφροσύνης μού φαίνεται πως υπήρξε οτραγικός ηθοποιός Αρχέλαος, ο οποίος μεσούσης του θέρους και σε καιρόμεγάλου καύσωνος έπαιξε στα Άβδηρα την Ανδρομέδα. Οι Αβδηρίτεςλοιπόν έπαθαν τον πυρετό στο θέατρο και όταν ανάρρωσαν συνέχισαν νααναπολούν την τραγωδία «Ανδρομέδα», για πολύ παρέμεινε στη μνήμη τουςκαι ο Περσέας με τη Μέδουσα να υπερίπταται στη φαντασία τους. Ὡς οὖν ἕν, φασίν, ἑνὶ παραβαλεῖν, τὸ Ἀβδηριτικὸν ἐκεῖνο πάθος καὶ νῦν τοὺς πολλοὺςτῶν πεπαιδευμένων περιελήλυθεν, οὐχ ὥστε τραγῳδεῖν — ἔλαττον γὰρ ἂν τοῦτοπαρέπαιον ἀλλοτρίοις ἰαμβείοις, οὐ φαύλοις κατεσχημένοι — [4] ἀλλ᾽ ἀφ᾽ οὗ δὴ τὰ ἐνποσὶ ταῦτα κεκίνηται, ὁ πόλεμος ὁ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ τὸ ἐν Ἀρμενίᾳ τραῦμα καὶαἱ συνεχεῖς νῖκαι, οὐδεὶς ὅστις οὐχ ἱστορίαν συγγράφει, μᾶλλον δὲ Θουκυδίδαι καὶἩρόδοτοι καὶ Ξενοφῶντες ἡμῖν ἅπαντες, καὶ ὡς ἔοικεν, ἀληθὲς ἄρ᾽ ἦν ἐκεῖνο τό“Πόλεμος ἁπάντων πατήρ”, εἴ γε καὶ συγγραφέας τοσούτους ἀνέφυσεν ὑπὸ μιᾷ τῇ ὁρμῇ.Επειδή λοιπόν, κατά την παροιμία, το ένα πράγμα μπορεί να παραβληθεί μεένα άλλο, η αρρώστια εκείνη των Αβδηριτών είναι όμοια με αυτό που έχεικαταλάβει σήμερα τους περισσότερους μορφωμένους. Αυτοι, είναι αλήθεια,δεν απαγγέλουν τραγωδίες –θα ήταν μικρότερη παραφροσύνη αν με ξένουςστίχους και όχι άσηχμους επιδεικνύονταν- αλλά από όταν άρχισε καιεξακολουθεί ο πόλεμος κατά των βαρβάρων, και συνέβει η ήττα στηνΑρμενία και ακολούθησαν οι συνεχείς νίκες, δεν έμεινε κανένας που να μηνγράφει ιστορία. Όλοι έγινα Θουκιδίδες και Ηρόδοτοι και Ξενοφόντες, ώστενα αληθεύει εκείνο που είπε ο φιλόσοφος: «ο πόλεμος είναι ο πατέραςόλων», εφόσον τόσου συγγραφείς γέννησε διαμιάς. 3. Ταῦτα τοίνυν, ὦ φιλότης, ὁρῶντα καὶ ἀκούοντα με τὸ τοῦ Σινωπέως ἐκεῖνο εἰσῆλθεν·ὁπότε γὰρ ὁ Φίλιππος ἐλέγετο ἤδη ἐπελαύνειν, οἱ Κορίνθιοι πάντες ἐταράττοντο καὶ ἐνἔργῳ ἦσαν, ὁ μὲν ὅπλα ἐπισκευάζων, ὁ δὲ λίθους παραφέρων, ὁ δὲ ὑποικοδομῶν τοῦτείχους, ὁ δὲ ἔπαλξιν ὑποστηρίζων, ὁ δὲ ἄλλος ἄλλο τι τῶν χρησίμων ὑπουργῶν. Ὁ δὴΔιογένης ὁρῶν ταῦτα, ἐπεὶ μηδὲν εἶχεν ὅ τι καὶ πράττοι [5] — οὐδεὶς γὰρ αὐτῷ ἐς οὐδὲνἐχρῆτο — διαζωσάμενος τὸ τριβώνιον σπουδῇ μάλα καὶ αὐτὸς ἐκύλιε τον πίθον, ἐν ᾧἐτύγχανεν οἰκῶν, ἄνω καὶ κάτω τοῦ Κρανείου· καί τινος τῶν συνήθων ἐρομένου, Τί ταῦταποιεῖς, ὦ Διόγενες; Κυλίω, ἔφη, κἀγὼ τὸν πίθον, ὡς μὴ μόνος ἀργεῖν δοκοίην ἐντοσούτοις ἐργαζομένοις. 4. Καὐτὸς οὖν, ὦ Φίλων, ὡς μὴ μόνος ἄφωνος εἴην ἐν οὕτωπολυφώνῳ τῷ καιρῷ μηδ᾽ ὥσπερ κωμικὸν δορυφόρημα κεχηνὼς σιωπῇ παραφεροίμην,καλῶς ἔχειν ὑπέλαβον ὡς δυνατόν μοι κυλῖσαι τὸν πίθον, οὐχ ὡς ἱστορίαν συγγράφεινοὐδὲ πράξεις αὐτὰς διεξιέναι· οὐχ οὕτω μεγαλότολμος ἐγώ, μηδὲ τοῦτο δείσῃς περὶ ἐμοῦ·οἶδα γάρ, ἡλίκος ὁ κίνδυνος, εἰ κατὰ τῶν πετρῶν κυλίοι τις, καὶ μάλιστα οἷον τοὐμὸντοῦτο πιθάκνιον οὐδὲ πάνυ καρτερῶς κεκεραμευμένον· [6] δεήσει γὰρ αὐτίκα μάλα πρὸςμικρόν τι λιθίδιον προσπταίσαντα συλλέγειν τὰ ὄστρακα. 3. Αυτά λοιπόν βλέποντας και ακούγοντας, θυμήθηκα ένα ανέκδοτο τουΔιογένη, όταν ακούστηκε ότι ο Φίλιππος θα εκστράτευε κατά τηςΕλλάδας. Οι Κορίνθιοι ταράχτηκαν και άρχισαν να εργάζονται για τηνάμυνα, άλλος διόρθωνε όπλα, άλλος μάζευε πέτρες, ή στερέωνεπύργους και άλλος έπραττε ότι χρήσιμο μπορούσε. Ο δε Διογένης,βλέποντας όλα αυτά και μην έχοντας τι να κάνει, -επειδή κανείς δεντου ανέθετε καμία εργασία- ζώστηκε τη φορεσιά του και με μεγάληδραστηριότητα ξεκίνησε να κυλάει το πιθάρι, το οποίο του χρησίμευεως κατοικία, πάνω κάτω. Όταν κάποιος από τους γνωστούς του τονρώτησε γιατί το κάνεις αυτό Διογένη; Κυλώ, είπε, κι εγώ το πιθάρι γιανα μην φαίνομαι σαν τον μόνο αργόσχολο ανάμεσα σε τόσουςεργαζόμενους. Και εγώ αγαπητέ Φίλωνα, για να μη μένω μοναδικόςάφωνος ανάμεσα σε μια εποχή τόσο πολύφωνη, και για να μηνπαρουσιάζω το κωμικό θέαμα ανθρώπου που έχει ανοικτό το στόμαχωρίς να λέει τίποτε, θεώρησα σωστό να κυλίσω κι εγώ το πιθάρι μουόσο μπορώ. Όχι όμως για να γράψω ιστορία και να διηγηθώ πολεμικάγεγονότα, δεν έχω τόση τόλμη και μη φοβηθείς πως θα αποτολμήσωκάτι τέτοιο, διότι γνωρίζω πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος όταν κυλάεικανείς πάνω σε πέτρες και μάλιστα πιθάρι λεπτοκατασκευασμένο σαντο δικό μου. Μόλις προσκρούσει σε μικρή πέτρα θα βρεθώ στηνανάγκη να μαζεύω τα κομμάτια του. Τί οὖν ἔγνωσταί μοι καὶ πῶς ἀσφαλῶς μεθέξω τοῦ πολέμου, αὐτὸς ἔξω βέλους ἑστώς,ἐγώ σοι φράσω. “Τούτου μὲν καπνοῦ καὶ κύματος” καὶ φροντίδων, ὅσαι τῷ συγγραφεῖἔνεισιν, ἀνέξω ἐμαυτὸν εὖ ποιῶν, παραίνεσιν δέ τινα μικρὰν καὶ ὑποθήκας ταύτας ὀλίγαςὑποθήσομαι τοῖς συγγράφουσιν, ὡς κοινωνήσαιμι αὐτοῖς τῆς οἰκοδομίας, εἰ καὶ μὴ τῆςἐπιγραφῆς, ἄκρῳ γε τῷ δακτύλῳ τοῦ πηλοῦ προσαψάμενος. 5. Καίτοι οὐδὲ παραινέσεωςοἱ πολλοὶ δεῖν οἴονται σφίσιν ἐπὶ τὸ πρᾶγμα, οὐ μᾶλλον ἢ τέχνης τινὸς ἐπὶ τὸ βαδίζειν ἢβλέπειν ἢ ἐσθίειν, ἀλλὰ πάνυ ῥᾷστον καὶ πρόχειρον καὶ ἅπαντος εἶναι ἱστορίανσυγγράψαι, ἤν τις ἑρμηνεῦσαι τὸ ἐπελθὸν δύνηται· τὸ δὲ οἶσθά που καὶ αὐτός, ὦ ἑταῖρε,ὡς οὐ τῶν εὐμεταχειρίστων οὐδὲ ῥαθύμως συντεθῆναι δυναμένων τοῦτ᾽ ἐστίν, [7] ἀλλά,εἴ τι ἐν λόγοις καὶ ἄλλο, πολλῆς τῆς φροντίδος δεόμενον, ἤν τις, ὡς ὁ Θουκυδίδης φησίν,ἐς ἀεὶ κτῆμα συντιθείη. [4] Πώς λοιπόν σκέφτηκα να λάβω κι εγώ μέρος στον πόλεμο με ασφάλεια και εκτός βολής, θα σου πω. Εγώ θα αποφύγω τους κόπους, τις φροντίδεςκαι τους κινδύνους, τους οποίους έχει ο συγγραφέας, θα περιοριστώ ναδώσω μικρή συμβολή και λίγα διδάγματα σε αυτούς που συγγράφουν, ώστενα λάβω κι εγώ μέρος στο οικοδόμημα, αν όχι με την επιγραφή τηςπραμάτειας μου, τουλάχιστον επειδή θα αγγίξω με την άκρη του δαχτύλουμου την λάσπη την οποία μεταχειρίζονται. Το βέβαιο είναι πως οιπερισσότεορι από αυτούς νομίζουν πως δεν έχουν ανάγκη συμβουλών γιατην εργασία τους, όπως περίπου δεν έχουν ανάγκη διδασκαλίας για το πώςθα βαδίζουν, βλέπουν, τρώνε, και θεωρούν ως πολύ εύκολο και πρόχειροκαι δυνατό, για όλους, η συγγραφή ιστορίας, όπως μπορεί κανείς να κρίνειαπό αυτά που συμβαίνουν.Αλλά γνωρίζεις και εσύ φίλες μου πως η ιστορία δεν είναι από τα εύκολα,και ακόπως συγκροτούμενα έργα αλλά είναι από αυτά που έχουν ανάγκηφροντίδας, όταν ο Θουκυδίδης λέει κάτι, είναι για να μείνει αθάνατο«κτήμα για πάντα» [……………….][41] τοιοῦτος οὖν μοι ὁ συγγραφεύς. ἔστω ἄφοβος, ἀδέκαστος, ἐλεύθερος,παρρησίας καὶ ἀληθείας φίλος, ὡς ὁ κωμικός φησίν, τὰ σῦκα σῦκα, τὴνσκάφην δὲ σκάφην ὀνομάσων, οὐ μίσει οὐδὲ φιλίᾳ νέμων οὐδὲ φειδόμενος ἢἐλεῶν ἢ αἰσχυνόμενος ἢ δυσωπούμενος, ἴσος δικαστής, εὔνους ἅπασιν ἄχριτοῦ μὴ θατέρῳ τι ἀπονεῖμαι πλεῖον τοῦ δέοντος, ξένος ἐν τοῖς βιβλίοις καὶἄπολις, αὐτόνομος, ἀβασίλευτος, οὐ τί τῷδε ἢ τῷδε δόξει λογιζόμενος, ἀλλὰτί πέπρακται λέγων. [41] Τέτοιος λοιπόν πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι ο ιστορικός:άφοβος, αδέκαστος, ελεύθερος, φίλος της παρρησίας και της αλήθειας, ναονομάζει «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», όπως λέει και ο κωμικόςποιητής, χωρίς να ικανοποιεί το μίσος ή τη φιλία, χωρίς να λυπάται ή νααισθάνεται οίκτο ή ντροπή ή να πτοείται. Να είναι δίκαιος δικαστής,ευνοϊκά διατεθειμένος προς όλους έως το σημείο να μην παραχωρείπερισσότερο από όσο πρέπει, ξένος και χωρίς πατρίδα στα βιβλία του,ανεξάρτητος, χωρίς να υπακούει σε κανένα βασιλιά, ούτε να υπολογίζει τιεντύπωση θα σχηματίσει ο ένας ή ο άλλος αλλά να γράφει ό,τι έγινε. [42] ὁ δ᾽ οὖν Θουκυδίδης εὖ μάλα ταῦτ᾽ ἐνομοθέτησεν καὶ διέκρινεν ἀρετὴνκαὶ κακίαν συγγραφικήν, ὁρῶν μάλιστα θαυμαζόμενον τὸν Ἡρόδοτον ἄχριτοῦ καὶ Μούσας κληθῆναι αὐτοῦ τὰ βιβλία. κτῆμά τε γάρ φησιν μᾶλλον ἐςἀεὶ συγγράφειν ἤπερ ἐς τὸ παρὸν ἀγώνισμα, καὶ μὴ μυθῶδες ἀσπάζεσθαιἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν τῶν γεγενημένων ἀπολείπειν τοῖς ὕστερον. καὶ ἐπάγει τὸχρήσιμον καὶ ὃ τέλος ἄν τις εὖ φρονῶν ὑπόθοιτο ἱστορίας, ὡς εἴ ποτε καὶαὖθις τὰ ὅμοια καταλάβοι, ἔχοιεν, φησί, πρὸς τὰ προγεγραμμέναἀποβλέποντες εὖ χρῆσθαι τοῖς ἐν ποσί. [42] Ο Θουκυδίδης πολύ εύστοχα θέσπισε αυτούς τους κανόνες καιδιέκρινε τα προτερήματα του ιστορικού από τα ελαττώματα βλέπονταςπόσο θαυμάστηκε ο Ηρόδοτος, ώστε τα βιβλία του να ονομαστούν Μούσες.Και λέει ότι έγραψε την ιστορία του περισσότερο για να μείνει αιώνιο κτήμαπαρά έργο επίκαιρου διαγωνισμού και ότι δεν προτιμά το μυθικό στοιχείο,αλλά κληροδοτεί στους μεταγενέστερους την αλήθεια των γεγονότων.Αναφέρει ακόμη τη χρησιμότητα της ιστορίας και ποιος πρέπει να είναι οσκοπός της για κάθε συνετό άνθρωπο, ώστε, αν ποτέ συμβούν και πάλιπαρόμοια γεγονότα, θα μπορεί στρέφοντας το βλέμμα προς τα παρελθόντανα αντιμετωπίσει σωστά τα παρόντα. |