Λουκρήτιος
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Ο Λουκρήτιος θέλησε να πολεμήσει τη δεισιδαιμονία και την πίστη σε θεϊκές παρεμβάσεις και υπερφυσικές δυνάμεις, μεταφέροντας
στα λατινικά την φιλοσοφία του Επίκουρου και το έργο του "Περί Φύσεως".
|
Λουκρήτιος- Περί της φύσης των πραγμάτων
(Lucretius – De rerum natura).
Μετάφραση Παρίση Κατσαρού
από την εισαγωγή του 3ου Βιβλίου (ΙΙI,1)(Εγκώμιο στον Επίκουρο)
"Ω, εσύ που πρώτος μπόρεσες από το τόσο σκότος
να βγάλεις τέτοια ξάστερη φεγγοβολή, της ζήσης την ευτυχία φωτίζοντας,
του γένους των Ελλήνων στολίδι, εσένα ακολουθώ και τα πατήματά μου
τώρα πιθώνω σταθερά στα χνάρια των ποδιών σου".
(απόσπασμα σχετικά με την πρώτη γενιά των ανθρώπων)
Εκείνη όμως η ανθρώπινη γενιά πάνω στη γη ήταν πολύ πιο σκληρή, πράγμα φυσικό, αφού την είχε δημιουργήσει η σκληρή γη, φτιαγμένη εσωτερικά με κόκαλα μεγαλύτερα και πιο γερά, με τις σάρκες κολλημένες με δυνατούς τένοντες, μια φυλή που δεν την πείραζε εύκολα ούτε η ζέστη ούτε το κρύο ούτε η ασυνήθιστη τροφή ούτε καμιά σωματική αδυναμία.
Περνούσαν τη ζωή τους όλο περιπλανήσεις, κατά τη διάρκεια πολλών περιστροφών του ήλιου, σαν αγρίμια. Δεν υπήρχε κανένας ρωμαλέος οδηγός του κυρτού αλετριού, κανένας δεν ήξερε να καλλιεργεί τα χωράφια με σιδερένιο υνί ούτε να μπήγει στη γη τρυφερά βλαστάρια ούτε να κόβει με κλαδευτήρι τα παλιά κλαδιά από τα ψηλά δέντρα. Αυτό που είχε δώσει ο ήλιος και οι βροχές, αυτό που είχε δημιουργήσει η γη μόνη της, ήταν δώρο αρκετό, για να ευχαριστήσει τις καρδιές τους.
Τις πιο πολλές φορές τρέφονταν με βαλανίδια. Και τα κούμαρα που βλέπεις τώρα να ωριμάζουν με το πορφυρό τους χρώμα το χειμώνα, τότε η γη τα έβγαζε άφθονα και πολύ πιο μεγάλα. Ακόμα η θαλερή τότε νεότητα του κόσμου έβγαζε άφθονη τροφή σκληρή, αλλά κατάλληλη για τους φτωχούς θνητούς.
Αλλά τα ποτάμια και οι πηγές τους καλούσαν να σβήσουν τη δίψα τους, όπως τώρα το νερό που πέφτει από τα ψηλά βουνά καλεί από μακριά τα διψασμένα αγρίμια. Τέλος κατοικούσαν στις κατοικίες των νυμφών, μέσα στα δάση, γνωστές από τις περιπλανήσεις τους, απ’ όπου μάθαιναν πως ρέματα τρεχάμενα πλένουν με τα κύματά τους τους υγρούς βράχους, τους σκεπασμένους με μούσκλια, όλο σταγόνες υγρούς βράχους, και πως σε μερικά μέρη ξεχειλίζουν κι απλώνονται στις ανοιχτές πεδιάδες.
Δεν ήξεραν ακόμα να δουλεύουν πράγματα με τη φωτιά ούτε να χρησιμοποιούν τα δέρματα και να ντύνουν το σώμα τους με τα τομάρια των αγριμιών. Ζούσαν στα δάση, στις σπηλιές των βουνών και στους λόγγους, έκρυβαν τα βρόμικα κορμιά τους στους θάμνους, για να γλιτώσουν από τα μαστιγώματα των ανέμων και τις βροχές.
Δεν μπορούσαν να φροντίζουν τα κοινά αγαθά ούτε ήξεραν να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις με έθιμα και νόμους. Καθένας έπαιρνε τη λεία που του πρόσφερε η τύχη, μαθημένος να ‘ναι δυνατός για τον εαυτό του και να ζει μόνος του. Η Αφροδίτη μέσα στα δάση ένωνε τα κορμιά των εραστών. Τους ένωνε η αμοιβαία επιθυμία ή η ορμητική δύναμη κι ο δυνατός πόθος του άντρα ή η προσφορά: βαλανίδια και κούμαρα ή διαλεχτά αχλάδια.
Με τη θαυμαστή ικανότητα των χεριών και των ποδιών τους κυνηγούσαν τα είδη των αγριμιών στα δάση με ρόπαλα βαριά και πετώντας πέτρες. Τα περισσότερα τα νικούσαν κι από μερικά γλίτωναν μέσα σε κρυψώνες.
Σαν τ’ αγριογούρουνα, όταν τους έβρισκε η νύχτα, τέντωναν τ’ άγρια κορμιά τους χάμω και τυλίγονταν με φύλλα και κλαδιά. Δεν έψαχναν για τη μέρα και για τον ήλιο θρηνώντας μέσα στα δάση, γυρνώντας τρομαγμένοι μες στις σκιές της νύχτας, αλλά περίμεναν βουβοί, θαμμένοι στον ύπνο, πότε θ’ απλώσει ο ήλιος με το ρόδινο πυρσό του το φως στον ουρανό. Αφού είχαν συνηθίσει από παιδιά να βλέπουν πάντα το σκοτάδι και το φως να παρουσιάζονται διαδοχικά, δεν ήταν δυνατό ν’ απορούν ή να φοβούνται μήπως χαθεί το φως του ήλιου και μια αιώνια νύχτα απλωθεί στη γη.
Αλλά περισσότερο τους ανησυχούσαν τ’ αγρίμια που τάραζαν συχνά την ησυχία αυτών των δυστυχισμένων. Διωγμένοι από την κατοικία τους, αναγκάζονταν να φύγουν από τα πέτρινα καταφύγιά τους, όταν ερχόταν ένα αγριογούρουνο με αφρισμένο στόμα ή ένα δυνατό λιοντάρι, και, βαθιά μεσάνυχτα, παραχωρούσαν τρομαγμένοι τα στρωμένα με φύλλα κρεβάτια τους στους άγριους επισκέπτες.
Ούτε εξάλλου τα γένη των θνητών τότε, περισσότερο από τώρα, άφηναν το γλυκό φως της ζωής με θρήνους. Γιατί τότε ήταν ευκολότερο να πιαστεί ο καθένας και να προσφέρει τον εαυτό του ζωντανή τροφή στα θηρία, ξεσκισμένος από τα δόντια τους, γεμίζοντας με το θρήνο του λαγκάδια, βουνά και δάση, βλέποντας τη ζωντανή σάρκα του μέσα σε τάφο ζωντανό.
Εκείνοι όμως που σώζονταν με τη φυγή, κρατώντας ύστερα τις τρεμάμενες παλάμες τους πάνω στις πληγές τους καλούσαν με τρομερές φωνές τον Άδη, ως τη στιγμή που άγριοι πόνοι
τους στερούσαν τη ζωή, χωρίς βοήθεια, χωρίς να ξέρουν τι φροντίδα χρειάζονταν οι πληγές τους.
Όμως δεν έστελνε στον όλεθρο μια μονάχα μέρα πολλές χιλιάδες άντρες παραταγμένους κάτω απ’ τις σημαίες, ούτε πελώρια ταραγμένα κύματα έριχναν με δύναμη πάνω στους βράχους καράβια κι ανθρώπους. Αλλά μάταια, στα χαμένα συχνά σηκωνόταν κι αγρίευε η θάλασσα ή άφηνε να πέφτουν χωρίς λόγο οι κούφιες απειλές της. Δεν μπορούσε να ξεγελάσει κανένα με τη δόλια απάτη της ηρεμίας της, με τα γελαστά κύματά της. Η ανόσια τέχνη της ναυσιπλοΐας τότε βρισκόταν στο σκοτάδι. Τον καιρό εκείνο η έλλειψη της τροφής πρόσφερε τα κορμιά στο θάνατο. Αντίθετα, τώρα τα πνίγει η αφθονία. Εκείνοι από άγνοια έχυναν οι ίδιοι μέσα τους το δηλητήριο, τώρα, πιο τεχνικά, το δίνουν οι ίδιοι σε άλλους.
Ύστερα, όταν άρχισαν να χρησιμοποιούν καλύβες, δέρματα και τη φωτιά, και η γυναίκα, ζευγαρωμένη με τον άντρα, μπήκε σε σπίτι, έγιναν γνωστοί οι νόμοι του γάμου και είδαν να γεννιούνται απόγονοι, άρχισε τότε για πρώτη φορά να ημερεύει το ανθρώπινο γένος. Γιατί η φωτιά φρόντισε να μην μπορούν τα σώματά τους, που τουρτούριζαν, ν’ αντέχουν κάτω απ’ το θόλο τ’ ουρανού και η Αφροδίτη περιόρισε τις δυνάμεις τους, τα παιδιά με τα χάδια εύκολα έσπασαν το περήφανο φρόνημα των γονιών τους.
Τότε επίσης άρχισαν οι γείτονες να συνάπτουν φιλικούς δεσμούς μεταξύ τους με την επιθυμία να μην προκαλούν ούτε να παθαίνουν κακό, ζήτησαν προστασία για τα παιδιά και το γυναικείο φύλο, όταν έδειχναν με χειρονομίες και φωνές, με λόγια μπερδεμένα, πως είναι δίκαιο όλοι να σπλαχνίζονται τον αδύνατο. Δεν ήταν όμως δυνατό να επικρατεί σε κάθε περίπτωση η ομόνοια, αλλά αρκετοί καλοί σέβονταν τίμια τις συνθήκες. Αλλιώς το ανθρώπινο γένος από τότε κιόλας θα είχε αφανιστεί εντελώς και δε θα μπορούσε να συνεχίσει μέχρι σήμερα τη διαιώνισή του.
Απόσπασμα σχετικά με την επινόηση των Θεών
«Και τώρα δεν είναι πολύ δύσκολο να σου εξηγήσω ποια αιτία διέδωσε τους θεούς σε μεγάλα έθνη και γέμισε τις πόλεις με βωμούς, φρόντισε να καθιερωθούν επίσημες τελετές, τελετές που ακόμα και σήμερα γίνονται με λαμπρότητα σε σπουδαίες ευκαιρίες σε ονομαστούς τόπους, απ’ όπου ακόμα και σήμερα μένει φυτεμένος μέσα στους θνητούς ο τρόμος, που σ’ όλη την οικουμένη υψώνει καινούριους ναούς για τους θεούς και αναγκάζει τους ανθρώπους να σπρώχνονται μέσα σ’ αυτούς τις γιορτάσιμες μέρες.
Πραγματικά, την εποχή εκείνη οι γενιές των θνητών έβλεπαν σε κατάσταση εγρήγορσης κι ακόμα πιο πολύ στον ύπνο τους θεούς με εξαιρετική μορφή και θαυμαστή σωματική διάπλαση.
Απέδιδαν λοιπόν σ’ αυτούς αίσθηση, γιατί τους φαίνονταν πως κουνούσαν τα μέλη τους και εκφωνούσαν λόγους υπέροχους, ανάλογους με τη λαμπρή μορφή και τις υπερβολικές τους δυνάμεις.
Τους απέδιδαν ζωή αιώνια, γιατί πάντα ανανεωνόταν το πρόσωπό τους και το παράστημά τους παράμενε το ίδιο• και προπαντός γιατί νόμιζαν πως δεν ήταν δυνατό, μια και ήταν τόσο δυνατοί και μεγάλοι, να νικηθούν εύκολα από οποιαδήποτε δύναμη.
Νόμιζαν πως ήταν πολύ μεγάλη η ευτυχία τους, γιατί κανένα τους δεν ενοχλούσε ο φόβος του θανάτου και συγχρόνως γιατί τους έβλεπαν στον ύπνο τους να κάνουν πολλά και θαυμαστά, χωρίς να κουράζονται καθόλου.
Παρατηρούσαν εξάλλου να περιφέρονται με τάξη καθορισμένη τα ουράνια σώματα, τις εποχές του έτους να κυλούν περιοδικά και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τις αιτίες που τα προκαλούσαν αυτά. Έτσι το καταφύγιό τους ήταν να τ’ αποδίδουν όλα στους θεούς και να υποθέτουν πως όλα γίνονται με τη δίκιά τους θέληση.
Στον ουρανό τοποθέτησαν την κατοικία και την έδρα των θεών, γιατί στον ουρανό έβλεπαν να στρέφεται η νύχτα και το φεγγάρι, η μέρα και η νύχτα, και τα μεγαλοπρεπή σημεία της νύχτας, οι περιπλανώμενες τη νύχτα δάδες του ουρανού και οι φτερωτές φλόγες, τα σύννεφα, ο ήλιος, οι βροχές, το χιόνι, οι άνεμοι, οι κεραυνοί, το χαλάζι και οι απότομες βροντές και τ’ απειλητικά μουγκρητά.
Κακομοίρη ανθρώπινη γενιά, που καταλόγισε τέτοιες πράξεις στους θεούς και πίστεψε ακόμα πως η οργή τους είναι φοβερή! Πόσους θρήνους προκάλεσαν στον εαυτό τους, πόσες πληγές σ’ εμάς και πόσα δάκρυα στους απογόνους μας!
Δεν είναι ευσέβεια να παρουσιάζεται κανείς συχνά με το κεφάλι σκεπασμένο, στραμμένος σε μια πέτρα και να πλησιάζει σ’ όλους τους βωμούς. Ούτε να πέφτει στο χώμα προσκυνώντας και ν’ απλώνει τις παλάμες μπροστά στα ιερά των θεών ούτε να ποτίζει τους βωμούς με το άφθονο αίμα των ζώων ούτε να κομποδένει μια ευχή πάνω στην άλλη - αλλά μάλλον να μπορεί να τ’ αντικρίζει όλα με ατάραχη σκέψη.
Γιατί, όταν ρίχνομε το βλέμμα ψηλά στις ουράνιες περιοχές του μεγάλου κόσμου και στον αιθέρα με τα μπηγμένα πάνω του αστέρια, όταν η σκέψη μας πάει στις πορείες του ήλιου και της σελήνης, τότε μες στις καρδιές μας που καταπιέζονται από άλλα κακά, μια φροντίδα ξυπνάει και αρχίζει να σηκώνει το κεφάλι: μήπως τυχόν βρίσκεται μπροστά μας καμιά τεράστια θεϊκή δύναμη, που στρέφει τα λευκά αστέρια με ποικίλες κινήσεις.
Γιατί η άγνοια των αιτιών προβάλλει τη γεμάτη αμφιβολίες σκέψη, μήπως υπήρξε κάποια αρχική γέννηση του κόσμου και συγχρόνως μήπως υπάρχει κάποιο τέλος, που να μπορούν μέχρις αυτό τα τείχη του κόσμου ν’ αντέξουν αυτή την κούραση της αέναης κίνησης, ή μήπως, προικισμένα από τους θεούς με μια αιώνια ύπαρξη, μπορούν γλιστρώντας με συνεχή κίνηση στο χρόνο να περιφρονούν τις σκληρές δυνάμεις της αιωνιότητας.
Εξάλλου ποιανού δε σφίγγεται η καρδιά από το φόβο των θεών, ποιανού δε μαζεύονται τα μέλη από τον τρόμο, όταν η κατάξερη γης τρέμει από το φριχτό χτύπημα του κεραυνού και τα μουγκρητά διατρέχουν τον απέραντο ουρανό; Δεν τρέμουν οι λαοί και τα έθνη, δε ζαρώνουν οι βασιλιάδες χτυπημένοι από το φόβο των θεών, μήπως φτάσει η βαριά ώρα της τιμωρίας για κάποια κακή τους πράξη ή περήφανο λόγο;
Ακόμα, όταν η δύναμη του ορμητικού ανέμου σαρώνει το ναύαρχο πάνω στο πέλαγο μαζί με τις δυνατές του λεγεώνες και τους ελέφαντες, δε ζητάει με τις ευχές του την ειρήνη των θεών, δεν παρακαλεί με την προσευχή του για ήσυχους ανέμους και ευνοϊκές αύρες; Μάταια όμως, γιατί συχνά αρπαγμένος από δυνατό σίφουνα πετιέται στα ρηχά του θανάτου. Σε τέτοιο βαθμό μια δύναμη κρυμμένη συντρίβει τ’ ανθρώπινα πράγματα και φαίνεται να τσαλαπατάει τις ωραίες ράβδους των υπάτων και τα σκληρά τσεκουριά. Φαίνεται να τα κοροϊδεύει.
Τέλος, όταν κάτω από τα πόδια μας σαλεύει ολόκληρη η γη, όταν οι πόλεις κλονίζονται και πέφτουν ή απειλούνται να γκρεμιστούν, τι το παράξενο αν νιώθουν περιφρόνηση για τον εαυτό τους οι ανθρώπινες γενιές κι αναγνωρίζουν μεγάλη και θαυμαστή εξουσία πάνω στα ανθρώπινα πράγματα στις δυνάμεις των θεών που κυβερνούν τα πάντα;»
(απόσπασμα περί της ματαιότητας του φόβου για τον θάνατο)
Και τέλος, πες πως η ίδια η φύση
ξάφνου παίρνει το λόγο και μαλώνει έναν από μας:
«Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς
σ’ ένα τόσο αρρωστημένο πένθος;
Τι κλαίγεσαι κι αναστενάζεις για το θάνατο;
Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει,
κι αν όλες οι χάρες της δεν πήγαν χαμένες
σαν να χυθήκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι,
τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτυμόνας
από το συμπόσιο της ζωής και δεν προτιμάς,
ανόητε, μια γαλήνη δίχως έγνοιες;
Μα αν όσα αποκόμισες σκόρπισαν και χάθηκαν
και σου είναι βάρος η ζωή,
τι γυρεύεις να της προσθέσεις κι άλλα,
για να χαθούν κι αυτά κι όλα άχαρα να σβήσουν;
Δεν είναι καλύτερα, να δώσεις ένα τέλος
στη ζωή και στα βάσανα;
Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω
τίποτα πια που να σ’ ευχαριστήσει:
Όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα.
Και ίδια θα παραμένουν,
ακόμα κι αν το σώμα σου δεν έχει κιόλας μαραθεί
απ’ τα χρόνια και τα μέλη σου δεν έχουν λιώσει
ακόμα κι αν ζήσεις τόσο που να ξεπεράσεις όλες τις γενιές,
ακόμα κι αν ποτέ σου δεν πεθάνεις.»
Άλλα αποσπάσματα
«...βλέπουμε κάθε σώμα να φθείρεται και παρατηρούμε πως όλα λειώνουν κατά κάποιον τρόπο στο πέρασμα του χρόνου, και κρύβουν το πάλιωμα τους από τα μάτια μας. Κι όμως το σύνολο των πραγμάτων είναι φανερό πως παραμένει ακέραιο. Γιατί τα στοιχεία που ξεκολλούν από κάθε σώμα το μικραίνουν φεύγοντας απ' αυτό, ενώ μεγαλώνουν εκείνο στο οποίο πηγαίνουν. Αναγκάζουν τα πρώτα να παλιώνουν και τα άλλα αντίθετα να ακμάζουν, χωρίς να σταματούν εκεί. Έτσι το σύνολο των πραγμάτων ανανεώνεται και τα θνητά όντα ζουν παίρνοντας στοιχεία το ένα από το άλλο. Άλλα είδη αναπτύσσονται, άλλα φθείρονται και σε σύντομο χρονικό διάστημα οι γενιές των έμψυχων αντικαθιστούν η μια την άλλη μεταβιβάζοντας τη δάδα της ζωής...»
[…]
Τι θ’ απαντήσουμε, αν όχι ότι η φύση δίκαια μας δικάζει
κι ότι είναι αληθινή η κατηγορία που απαγγέλλει;
Κι αν πάλι κάποιος γέρος με χρόνια στην πλάτη,
παραπονεθεί παραπάνω απ’ το κανονικό
και κλαφτεί που θα πεθάνει,
δεν θα ‘χε δίκιο η φύση να υψώσει τη φωνή
και να τον μαλώσει ακόμα πιο σκληρά;
«Σκούπισε τα δάκρυα σου, ανάξιε,
και σταμάτα τις κλάψες.
Τώρα μαραίνεσαι, αφού πρώτα γεύτηκες
όλα τα δώρα της ζωής.
Μα επειδή πάντα ποθείς αυτό που δεν έχεις
και περιφρονείς αυτά που έχεις,
κύλησε η ζωή σου λειψή κι αχάριστη
και ξάφνου στέκει πλάι στο προσκέφαλο σου ο θάνατος,
και συ δεν έχεις τη δύναμη,
χορτασμένος και ικανοποιημένος απ’ όλα,
ν’ αποσυρθείς.
Όμως τώρα παράτα τα όλα τούτα
που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου,
κι άντε, με ήσυχη την ψυχή,
κάνε τόπο και σε άλλους.»
απόσπασμα περί της ματαιότητα των ανθρώπινων επιδιώξεων
εισαγωγή του 2ου Βιβλίου (ΙΙ,14)
Τίποτε δε είναι τόσο γλυκό, όπως το να κρατείς τα ατάραχα κάστρα,
που των σοφών οι διδαχές τα χουν καλοαρματώσει
κι από κει τους άλλους να μπορείς να βλέπεις ένα γύρω.
Θα τους κοιτάς (τους ανθρώπους) να ναι πλανούμενοι
και θα τους αγναντεύεις,
πως σκορπισμένοι αναζητούν τον δρόμο της ζωής
και πως για εξυπνάδα μάχονται και για ευγένειες φιλονικούν.
Θα τους κοιτάς πως στα υψηλά αξιώματα με τρανούς κόπους,
μέρα νύχτα πασκίζουν ν΄ ανεβούν και όλα να τ΄ αφεντέψουν.
Άτυχα ανθρώπινα μυαλά και τυφλωμένα στήθη.
Σε τι ζωή τρισκόταδη και σε κινδύνους πόσους,
αυτός ο λίγος ο καιρός της ζήσης σας διαβαίνει.
Δε βλέπετε που αληθινά δε λαχταρά άλλο πράγμα
η φύση εκείνου που από αυτόν ο πόνος έχει λείψει,
παρά το νου ανοιχτόκαρδα με δίχως φόβους κι έννοιες να χαίρεται;
Γι αυτό λοιπόν θωρούμε πως η φύση του σώματος
χρειάζεται πράγματα τέλεια λίγα, που κάθε πόνο αφαιρούν...
3 [Από : www.doctv.gr]
ΣΟΥ ΔΙΝΕΙ ΤΕΡΨΗ ΤΟ ΝΑ ΚΑΘΕΣΑΙ ΝΑ
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣ από τη στεριά τις σκληρές δοκιμασίες
του άλλου που παραδέρνει μες στην απέραντη θάλασσα, την
ώρα που οι άνεμοι σηκώνουν τα κύματα και την κάνουν να
λυσσομανά. Όχι βέβαια γιατί ηδονίζεσαι με τα ξένα βάσανα,
μα γιατί είναι γλυκό να βλέπεις από τι κακά έχεις γλιτώσει
εσύ ο ίδιος. Όπως κι είναι ευχάριστο να βλέπεις τις
σκληρές μάχες να μαίνονται πέρα στους κάμπους, χωρίς να
σε αγγίζει ο κίνδυνος.
Ω, ΚΑΚΟΜΟΙΡΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΜΥΑΛΑ ΚΑΙ
ΤΥΦΛΩΜΕΝΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ! Σε τι σκοτάδια, σε τι κινδύνους
κυλάει ο λίγος χρόνος της ζωής σας! Δεν ακούτε λοιπόν την
κραυγή της φύσης που διαλαλεί την επιθυμία της, από το
κορμί να φύγει κάθε πόνος και το πνεύμα να νιώσει
ευδαιμονία ελεύθερη από έγνοιες και αγωνίες;
ΤΟ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΠΩΣ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΚΟΡΜΙ
ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. Κάθε τι που διώχνει τον πόνο
μπορεί και πολλές απολαύσεις να προσφέρει. Η ίδια η φύση
τότε δεν ζητά μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αν το σπίτι δεν έχει
χρυσά αγάλματα εφήβων να κρατούν στο δεξί το χέρι
αναμμένες δάδες και να φωτίζουν τα νυχτερινά φαγοπότια,
αν το σπίτι δεν αστραποβολεί από ασήμια και χρυσάφια, αν
δεν αντιλαλούν κιθάρες μες στα στολισμένα σαλόνια, εμάς
μας είναι αρκετό να ξαπλώνουμε στο τρυφερό χορτάρι, φίλοι
με φίλους στην ακροποταμιά, κάτω από τα σκιερά κλαδιά
ενός μεγάλου δέντρου μάς είναι αρκετό να μπορούμε να
διασκεδάζουμε με λίγα έξοδα, ιδίως αν μας χαμογελά ο
καιρός, κι η εποχή ραίνει το καταπράσινο χορτάρι με
λουλούδια. Ο καυτός πυρετός δεν αφήνει γρηγορότερα το
κορμί που ξαπλώνει πάνω σε κεντητά στρώματα και σε
άλικες πορφύρες, απ’ ό,τι το κορμί που ’ναι ξαπλωμένο σ’
ένα φτωχικό στρωσίδι.
ΚΙ ΑΦΟΥ ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΚΑΙ Η ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ κι
η δόξα του θρόνου δεν ωφελούν σε τίποτα το κορμί, θα
πρέπει να σκεφτούμε πως ούτε και το πνεύμα ωφελούν.
Μήπως τάχα, την ώρα που βλέπεις τις λεγεώνες σου να
κάνουν πολεμικές ασκήσεις στο πεδίο του Άρεως και να
προελαύνουν ορμητικά, και μήπως, την ώρα που
παρακολουθείς τα γυμνάσια του στόλου σου στην ανοιχτή
θάλασσα, θα τρομάξουν οι δεισιδαιμονίες σου και θα πάρουν
δρόμο και θα φύγει απ’ την ψυχή σου ο φόβος του θανάτου,
αφήνοντάς την λεύτερη, απαλλαγμένη από το άγχος;»
|