Χένρυ Μίλλερ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Χένρυ Μίλλερ

Τροπικός του Αιγόκερω,

(Απόσπασμα)

[…]Oι άνθρωποι πιστεύουν ότι το κενό σημαίνει ανυπαρξία. Αλλά δεν είναι έτσι.Συνήθως σκεφτόμαστε ότι το κενό είναι τίποτα. Είναι ψέμα. Το κενό είναι μιαάτακτη πληρότητα, ένας κόσμος πυκνοκατοικημένος από φαντάσματα, όπου ηψυχή περιπλανιέται ψαχουλεύοντας. Θυμάμαι τον εαυτό μου παιδί, να στέκεται σ’αυτό το άδειο γήπεδο, όπως μια κατ’ εξοχή ζωντανή ψυχή, που θα παρέμενεγυμνή σ’ ένα ζευγάρι παπούτσια. Μου ’χαν κλέψει το σώμα, που ειδικά δεν είχα τινα κάνω μ’ αυτό. Τότε μπορούσα να υπάρχω με ή χωρίς σώμα. Αν σκότωνα έναμικρό πουλί, κι αφού το έψηνα πάνω στη φωτιά και το ’τρωγα, δεν το ’κανα γιατίπεινούσα, αλλά μόνο γιατί ήθελα να μάθω για τους κατοίκους του Τιμπακτού καιτης Γης του Πυρός. Ήμουν υποχρεωμένος να στέκομαι στο άδειο αυτό γήπεδοκαι να τρώω πεθαμένα πουλιά, για να κεντήσω την επιθυμία γι’ αυτήν τη φωτεινήχώρα, όπου θα ζούσα μόνος αργότερα και θα την επροίκιζα με τη νοσταλγία μου.Απ’ αυτό το μέρος περίμενα πράγματα τελειωτικά. Δεν είχα όμως παρά οικτρέςαπογοητεύσεις. Προχώρησα ίσαμ’ εκεί που μπορεί κανένας να πάει στο πεδίο τηςπιο ολοκληρωμένης θανάσιμης αδράνειας και μετά, ακολουθώντας ορισμένο νόμο, που θα ’πρεπε να ’ναι ο νόμος της δημιουργίας, όπως φαντάζομαι, πήραξαφνικά φωτιά κι άρχισα να ζω ανεξάντλητα, ίδια όπως ένα άστρο που το φωςτου είναι άσβεστο.

Εδώ άρχισα αυτές τις πραγματικά κανιβαλικές επιδρομές, που ’χουν τόση μεγάλησημασία για μένα. Όχι πια νεκρά μικροπούλια ψημένα στη φωτιά, αλλά ζωντανόανθρώπινο κρέας, τρυφερή νόστιμη ανθρώπινη σάρκα, μυστήρια όμοια μ’ολόφρεσκα συκώτια που να στάζουν αίμα, εξομολογήσεις όμοιες με πρησμένουςόγκους, που ’χουν διατηρηθεί μέσα στον πάγο. Έμαθα να μην περιμένω το θύμαμου να πεθάνει, αλλά να το κατατρώγω με γερές δαγκωματιές, την ώρα ακόμαπου μιλούσε. Όταν σηκωνόμουν συχνά, από το μισοτελειωμένο γεύμα,ανακάλυπτα ότι τότε δεν επρόκειτο παρά για έναν παλιό μου φίλο, που τον είχααφήσει μ’ ένα πόδι ή μ’ ένα χέρι λιγότερο. Μερικές φορές τον άφηνα να κείτεταιεκεί – κι ήταν τότε ένας ακρωτηριασμένος κορμός γεμάτος βρόμικα έντερα.Μια και ήμουν άνθρωπος της πόλης, της μοναδικής πόλης του κόσμου, γιατί δενυπάρχει σ’ όλον τον κόσμο μέρος σαν το Μπροντγουαίη, συνήθιζα να περπατώπάνω κάτω, κοιτάζοντας τα κατάφωτα χοιρομέρια και τις άλλες λιχουδιές.Ήμουν ολότελα σχιζοφρενής. Ζούσα αποκλειστικά στο γερούνδιο, που τοκαταλάβαινα μονάχα στα λατινικά. Προτού να ’χω ακούσει να μιλάνε γι’ αυτή στοΜαύρο Βιβλίο, συγκατοικούσα κιόλας με τη Χίλντα, γιγάντιο υπερσάρκωμα τωνονείρων μου. Πέρασα μαζί της όλες τις μοργανατικές αρρώστιες, κι ακόμαμερικές που ήταν ex cathedra.

Είχαμε για κατοικία το κουφάρι των ενστίκτωνκαι για τροφή τις γαγλιανές μνήμες. Δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα για ένα σύμπαν αλλά για εκατομμύρια και δισεκατομμύρια, που συνενωμένα δεν ήταν μεγαλύτερααπ’ το κεφάλι μιας καρφίτσας. Ήταν ένας φυτικός ύπνος στις έρημες μοναξιέςτου μυαλού. Ήταν το παρελθόν, που μοναχό του αγκαλιάζει την αιωνιότητα.Ανάμεσα στη χλωρίδα και την πανίδα των ονείρων μου, μακρινές φωνές μεκαλούσαν, που τις έφερναν παραμορφωμένα κι επιληπτικά όντα. Κάποτε τύχαινενα μ’ επισκεφτεί ο Χανς Κάστορς. Μαζί του διαπράτταμε αθώα εγκλήματα. Ανπάλι τύχαινε να ’ναι μια λαμπρή παγωμένη μέρα, έκανα ένα γύρο στονποδηλατόδρομο καβάλα στο ποδήλατό μου. Όμως το πιο διασκεδαστικό ήταν ομακάβριος χορός. Αφού πλενόμουν ολόκληρος στο νεροχύτη, άλλαζα ταεσώρουχά μου, ξυριζόμουν, πουδραριζόμουν, χτενιζόμουν κι έβαζα τα σκαρπίνιατου χορού. Νιώθοντας αφύσικα ελαφρός μέσα κι έξω, στριφογύριζα γι’ αρκετήώρα ανάμεσα στο πλήθος, ώσπου ν’ αποκτήσω τον κατάλληλο ανθρώπινο ρυθμότου βάρους και της ύπαρξης της σάρκας. Ύστερα ορμούσα κατευθείαν όπως ημέλισσα στην πίστα, άρπαζα μια καμπούρα μεθυσμένης σάρκας κι άρχιζα τηφθινοπωρινή πιρουέτα. Έτσι, τρύπωσα μια νύχτα σ’ ένα κέντρο, που τοδιατηρούσε ένας μαλλιαρός Έλληνας , και κουτούλησα πάνω της. Ήτανμελανιασμένη, άσπρη σαν κιμωλία, χωρίς ηλικία. Δεν ήταν μονάχα ή αδιάκοπηπαλινδρομική κίνηση, αλλά ο ατέλειωτος καταρράχτης, ο αισθησιασμός τηςεσωτερικής ανησυχία. Αιθέρια αλλά και με κάποιο απλουστικό βάρος, είχε τομαρμαρένιο βλέμμα του θαμμένου στη λάβα φούρνου. Έφτασε η ώρα σκέφτηκα ναξανάρθω, χωρίς να βιάζομαι, από την περιφέρεια.

Κινήθηκα για να ξαναφτάσω στο κέντρο. Μάταια. Το έδαφος έφευγε κάτω απ’ ταπόδια μου. Κάτω απ’ τα έκπληκτα πατήματά μου η γη γλιστρούσε αστραπιαία.Απομακρυνόμουν ξανά από τη γήινη ζώνη και να που τα χέρια μου γιόμισαν απόλουλούδινα μετέωρα. Άπλωσα κατά τη μεριά της τα δυο πύρινα χέρια μου, αλλάμου γλιστρούσε πιο γρήγορα κι από την άμμο. Θυμήθηκα τους ευνοούμενουςεφιάλτες μου, αλλά δεν έμοιαζε με τίποτα μ’ όσα μου ’χαν κοστίσει τόσον ιδρώτακι άναρθρες κουβέντες. Συνεπαρμένος απ’ την έκσταση άρχισα να χοροπηδάωκαι να χλιμιντρίζω. Αγόρασα βατράχους και τους ζευγάρωσα με φρύνους.Σκέφτηκα να κάνω το ευκολότερο πράγμα, δηλαδή να πεθάνω, αλλά δεν έκανατίποτα. Στάθηκα ακίνητος και προσπαθούσα να πετρώσω τ’ άκρα μου. Ήταν μιατόσο θαυμάσια, τόσο θεραπευτική, τόσο υπέροχα αισθητική περιπέτεια, πουάρχισα να κλαίω μ’ όλη μου την καρδιά σαν μια ύαινα που βρίσκεται σε οργασμό.[..]σε μτφρ. Bαγγέλη Κατσάνη,
Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1995