Ησίοδος ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |
---|
ΗΣΙΟΔΟΣΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣΑποσπάσματαΜούσες από την Πιερία, που με τα άσματά σας δοξάζετε, εμπρός, για το Δία μιλήστε, υμνήστε τον πατέρα σας. Χάρη σ᾽ αυτόν άλλοτε άδοξοι κι άλλοτε ένδοξοι είναι οι θνητοί οι άνθρωποι, άλλοτε γνωστοί και άλλοτε άγνωστοι, με τη θέληση του Δία του μεγάλου. Γιατί εύκολα αυτός δίνει τη δύναμη, μα κι εύκολα τον ισχυρό καταστρέφει, εύκολα τον περιφανή μειώνει και υψώνει τον αφανή, εύκολα διορθώνει το άδικο και ταπεινώνει τον υπερόπτη, ο Δίας που από ψηλά βροντά και κατοικεί στα υπέρτατα δώματα. Δώσε προσοχή, κοίτα και άκου, και στο δίκαιο τις κρίσεις οδήγησε συ, Δία. Ενώ εγώ θα ήθελα να πω στον Πέρση μερικές αλήθειες: Της Έριδας γένος δεν υπάρχει ένα μονάχα, μα πάνω στη γη είναι δυο. Τη μια όποιος την ένιωσε θα την επαινούσε, μα η άλλη αξιόμεμπτη είναι. Κι αντίθετες έχουν μεταξύ τους καρδιές. Η μια προάγει τον κακό τον πόλεμο και τη φιλονικία, η άθλια. Θνητός κανένας δεν την αγαπά, μα εξ ανάγκης, με των αθάνατων θεών τη θέληση, την επαχθή την Έριδα οι άνθρωποι τιμούν. Όμως την άλλη η ζοφερή η Νύχτα νωρίτερα τη γέννησε, κι ο Κρονίδης, που ᾽χει το θρόνο του ψηλά και στον αιθέρα κατοικεί, στης γης τα θεμέλια την τοποθέτησε, πολύ καλύτερη για τους ανθρώπους. Αυτή και τον ανίκανο τον ξεσηκώνει για δουλειά: ζηλεύει ο άεργος σαν βλέπει τον άλλο που ᾽ναι πλούσιος, που δείχνει τη σπουδή του στο όργωμα, το φύτεμα και την καλή διακυβέρνηση του οίκου του. Ο γείτονας το γείτονα ζηλεύει που σπεύδει να πλουτίσει. Κι είναι αγαθή η Έριδα αυτή για τους θνητούς. Ο κεραμοποιός θυμώνει με τον κεραμοποιό κι ο μαραγκός με μαραγκό, ζηλεύει ο επαίτης τον επαίτη κι ο ένας ο τραγουδιστής τον άλλο. Πέρση, τούτα τα λόγια βάλ᾽ τα στην καρδιά σου μέσα, και η χαιρέκακη η Έριδα να μην σ᾽ απασχολεί απ᾽ τη δουλειά για να κοιτάς με περιέργεια για καβγάδες σαν είσαι ακροατής στην αγορά. Γιατί έχει λίγη έγνοια για φιλονικίες κι αγορές, αυτός που μες στο σπίτι του δεν έχει αρκετό το βιος στην ώρα μαζεμένο, αυτό που δίνει η γη, της Δήμητρας το στάρι. Χορτάτος πρώτα απ᾽ αυτό μετά να ξεσηκώνεις φιλονικία και αγώνα για ξένα κτήματα. Όμως εσύ δεύτερη ευκαιρία να ενεργήσεις έτσι δε θα έχεις. Αλλά έλα την αντιδικία μας να λύσουμε με δίκαιη κρίση, που από το Δία κρατά κι άριστη είναι. Γιατί τον κλήρο μας ήδη τον μοιράσαμε κι άλλα πολλά αρπάζοντας τα πήρες, αφού κολάκεψες πολύ τους δωροφάγους άρχοντες, που τούτη την απόφαση με προθυμία βγάλανε. Οι ανόητοι, που δε γνωρίζουν πόσο ανώτερο είναι το μισό απ᾽ το σύνολο, ούτε και πόση ωφέλεια έχει μέσα της η μολόχα κι ο ασφόδελος. Γιατί οι θεοί τα αναγκαία της ζωής τα ᾽χουν κρυμμένα απ᾽ τους ανθρώπους. Αλλιώς με ευκολία θα δούλευες για μιαν ημέρα και θα ᾽χες για μια ολόκληρη χρονιά τα απαραίτητα, ακόμη κι αν άεργος καθόσουν. Κι αμέσως επάνω απ᾽ την εστία σου το πηδάλιο θα κρέμαγες κι η εργασία των βοδιών και των καρτερικών των μουλαριών θ᾽ αφανιζόταν. Μα ο Δίας τα ᾽κρυψε έχοντας στην καρδιά του οργιστεί, γιατί τον εξαπάτησε ο πανούργος Προμηθέας. Έτσι σχεδίασε για τους ανθρώπους ολέθριες θλίψεις: έκρυψε τη φωτιά. Και πάλι αυτήν ο γενναίος ο γιος του Ιαπετού την έκλεψε για χάρη των ανθρώπων από το συνετό το Δία σε κούφιο καλάμι μέσα, αφού από την προσοχή του κεραυνόχαρου Δία ξέφυγε. Κι ο Δίας ο συννεφοσυνάχτης οργισμένος του ᾽πε: «Γιε του Ιαπετού, που πιότερο απ᾽ όλους ξέρεις από πανουργίες, χαίρεσαι που ᾽κλεψες τη φωτιά και το νου μου εξαπάτησες, μεγάλη συμφορά για σε τον ίδιο και τους μελλοντικούς ανθρώπους. Αντί φωτιά κακό εγώ σ᾽ αυτούς θα δώσω: μ᾽ αυτό θα χαίρονται όλοι τους μες στην καρδιά, καθώς θ᾽ αγκαλιάζουν με στοργή την ίδια τους τη συμφορά. Έτσι είπε και γέλασε ηχηρά ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων. Και πρόσταξε τον Ήφαιστο τον ξακουστό όσο πιο γρήγορα να σμίξει χώμα με νερό, μέσα να βάλει λαλιά και ανθρώπου δύναμη, να μοιάζει στην όψη με τις αθάνατες θεές η κοπελιά με την ωραία, τη λαχταριστή μορφή. Κι έπειτα έβαλε την Αθηνά να της διδάξει τέχνες, τον πολυποίκιλτο ιστό να υφαίνει. Την Αφροδίτη τη χρυσή να περιχύσει το κεφάλι της με χάρη, πόθο σκληρό, φροντίδες που κατατρών τα μέλη. Και τον Ερμή, τον υπηρέτη των θεών, του Άργου το φονιά, τον πρόσταξε να βάλει μέσα της μυαλό αναίσχυντο και δόλιο χαρακτήρα. Έτσι είπε κι εκείνοι υπάκουσαν στο Δία, τον άνακτα, το γιο του Κρόνου. 70Κι αμέσως έπλασε από χώμα ο ξακουστός Χωλός με τη βουλή του Δία πλάσμα που ᾽μοιαζε παρθένα σεβαστή. Την έζωσε και τη στόλισε η θεά Αθηνά η αστραπομάτα. Οι Χάριτες, οι θεές, και η σεβαστή Πειθώ γύρω στο δέρμα της της έβαλαν περιδέραια χρυσά. Κι από τριγύρω οι Ώρες οι καλλίκομες τη στέφανε με άνθη εαρινά. Και τα στολίδια όλα της τα ταίριαξε στο κορμί η Αθηνά Παλλάδα. Μέσα στα στήθη της ο υπηρέτης των θεών, του Άργου ο φονιάς, ψεύδη, θωπείας λόγια και δόλιο χαρακτήρα ετοίμασε με τη βουλή του Δία του βαρύβροντου. Και μέσα της φωνή τής έβαλε των θεών ο κήρυκας κι ονόμασε τούτη τη γυναίκα Πανδώρα, μια κι όλοι οι θεοί που κατοικούν στα Ολύμπια δώματα δώρο τη δώρισαν, συμφορά για τους σιτοφάγους τούς ανθρώπους. Κι αφού συμπλήρωσε το φοβερό το δόλο τον ακαταμάχητο, έστειλε ο Πατέρας στον Επιμηθέα τον ξακουστό φονιά του Άργου με το δώρο, τον ταχύ αγγελιαφόρο των θεών. Κι ο Επιμηθέας δε συλλογίστηκε πως του ᾽πε ο Προμηθέας δώρο ποτέ να μη δεχτεί από τον Ολύμπιο Δία, μα να το αποπέμψει πίσω, μην τύχει και συμβεί κάποιο κακό για τους θνητούς. Όμως το δέχτηκε και, όταν πια τον βρήκε η συμφορά, τότε κατάλαβε. Ζούσανε πριν πάνω στη γη τα γένη των ανθρώπων δίχως συμφορές, δίχως τους κόπους τούς σκληρούς, και δίχως τις βαριές αρρώστιες που ᾽δωσαν στους ανθρώπους θάνατο. [Γιατί γοργά μέσα στην κακουχία γερνάνε οι θνητοί.] Μα η γυναίκα με τα χέρια της του πιθαριού το μέγα αφαιρώντας πώμα τα σκόρπισε όλα και ετοίμασε ολέθριες για τους ανθρώπους έγνοιες. Και μόνο η Ελπίδα εκεί στο άθραυστο σπίτι της έμεινε μέσα, από του πιθαριού τα χείλη κάτω, κι έξω δεν πέταξε απ᾽ την πόρτα. Γιατί η Πανδώρα πρόλαβε και ξανάβαλε του πιθαριού το πώμα με τη βουλή του Δία που την αιγίδα του βαστά, του συννεφοσυνάχτη. Άλλοι αναρίθμητοι όλεθροι ανάμεσα στους ανθρώπους περιφέρονται. Γεμάτη η γη με συμφορές, γεμάτη και η θάλασσα. Κι αρρώστιες, άλλες τη μέρα, άλλες τη νύχτα, στους ανθρώπους καταφθάνουν από μόνες τους και φέρνουν στους θνητούς κακά μέσα στη σιωπή, αφού ο Δίας ο συνετός τη φωνή τους πήρε. Έτσι δεν είναι δυνατό κανείς του Δία το σχέδιο να ξεφύγει. Μ᾽ αν θέλεις κι άλλον εγώ με συντομία λόγο θα σου πω, καλά κι επισταμένα. Κι εσύ μέσα στο νου σου βάλ ᾽το, [πως απ᾽ την ίδια φύτρα γεννηθήκανε οι θεοί και οι θνητοί οι άνθρωποι.] Αχ! να μην έσωνα κι' εγώ, ύστερα απ' αυτούς, να βρίσκομαι με τους ανθρώπους του πέμπτου γένους, παρά ή να πέθαινα πρωτύτερα ή να ζούσα κατόπι. Γιατί τώρα πια υπάρχει το πέμπτο γένος. Ποτέ δε θα πάψουν την ημέρα να τραβάνε κόπους και βάσανα και τη νύχτα να μαραζώνουν για κάτι τι, γιατί βαριές έγνοιες θα τους δίνουν οι θεοί. Μα όπως και να 'ναι, με τα κακά αυτά θ' αναμιχθούνε και καλά. Ο Ζευς θ' αφανίσει και τούτο το γένος των ανθρώπων, τότε που θα γεννιόνται με άσπρα μαλλιά στα μηλίγγια· [...] [Θα βάζουν το δίκιο στη δύναμή τους· κι' ο ένας του άλλου θα λεηλατεί την πόλη.] Ούτε καμιά τιμή θα έχει όποιος κρατεί τον όρκο του, ούτε ο δίκαιος ούτε ο καλός, και μάλλον θα τιμούν τον άνθρωπο που κάνει εγκλήματα και αυθαιρεσίες· το δίκιο θα είναι στη δύναμη και σεβασμός δεν θα υπάρχει· και θα ζημιώνει ο αχρείος τον ευγενικό άνθρωπο λέγοντάς του λόγια απατηλά που θα παίρνει όρκο γι' αυτά· κι' ο φθόνος ο πικρόγλωσσος, ο χαιρέκακος, θα παρακολουθεί όλους τους άθλιους ανθρώπους με μάτια γεμάτα μίσος. Και τότε πια από την πλατύδρομη γη η Αιδώς και η Νέμεσις, αφού σκεπάσουν το ωραίο τους πρόσωπο με τ' άσπρα πέπλα τους, θ' ανεβούν στον Όλυμπο, κοντά στους αθανάτους, παρατώντας τους ανθρώπους· και θα μείνουν στους θνητούς οι βαριές θλίψες· και το κακό δεν θα 'χει γιατρειά. (Ησιόδου "Έργα και Ημέραι", στ. 174-181 & 189-201. Το κείμενο και η μετάφραση από το βιβλίο "Ησιόδου Έργα και Ημέραι", εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, μετάφραση Σπ. Ν. Φίλιππα, άγνωστης ημερομηνίας έκδοσης) [...] Στίχοι 610-660 Και βάλε τους δούλους τον ιερό σπόρο της Δήμητρας ν' αλωνίζουν, μόλις φανεί η δύναμη του Ωρίωνα σε καλοπνεούμενο χώρο και σ' αλώνι στρογγυλό. Και μετρημένο καλά βάλε το στ' αγγεία σου" κι όταν πια όλο το βιος σου αποθηκέψεις συγυρισμένο μες στο σπίτι σου, τον εργάτη διώξε απ' το σπίτι κι άτεκνη δουλεύτρα ζήτα, σε συμβουλεύω-μπελάς η δουλεύτρα με το μικρό- και σκύλο κοφτερόδοντο να φροντίζεις και μην του τσιγκουνεύεσαι το ψωμί, μην ποτέ ημεροκοίμητος άντρας σου πάρει τα πράγματα σου. Και χορτάρι να μπάσεις κι άχυρο για να τα 'χεις αρκετά για βόδια και τα μουλάρια σου-κι έπειτα οι δούλοι να ξεκουράσουν τ' αγαπημένα τους γόνατα και να λύσουν το ζευγάρι τα βόδια σου. Κι όταν ο Ωρίωνας κι ο Σείριος φτάσουν στη μέση τ'ουρανού και τον Αρκτούρο κοιτάζει η ροδοδάχτυλη Ηώς, Πέρση, τότε τρύγα και φέρε στο σπίτι όλα τα σταφύλια -δείξε τα στον ήλιο δέκα μέρες και δέκα νύχτες, πέντε ίσκιασέ τα και την έκτη άδειασε στ' αγγεία τα δώρα του πολυεύφραντου Διονύσου" αλλά όταν οι Πλειάδες κι οιΤάδες κι η δύναμη του Ωρίωνα δύουν, τότε θυμήσου να οργώσεις στην ώρα του -κι ο σπόρος στη γη σωστός θα πάει. Κι αν για ταξίδια στην άγρια θάλασσα πόθος πιάνει ,όταν οι Πλειάδες τη βαριά δύναμη του Ωρίωνα ξεφεύγοντας πέφτουν στον ομιχλώδη πόντο, τότε όλων των ειδών των ανέμων οι άγριες πνοές φυσάνε -και τότε μην έχεις καράβια στον κρασάτο πόντο, και θυμήσου να δουλεύεις τη γη, όπως σ' ορμηνεύω. Και το καράβι τράβα στη στεριά και καλά στέριωσε το με πέτρες ολόγυρα, για ν' αντέξουν την ορμή των ανέμων που φυσάνε υγροί βγάζοντας τον πείρο, για να μην τον σαπίσει η βροχή του Δία. Κι όλη την αρματωσιά του φροντισμένα φύλαξε τη στο σπίτι σου όμορφα τυλίγοντας τα φτερά του ποντοπόρου καραβιού -και το καλοδουλεμένο τιμόνι σου κρέμασε πάνω απ' τον καπνό. Κι εσύ περίμενε το ταξίδι στην ώρα του, ώσπου να ΄ρθεί και τότε το γρήγορο καράβι τράβηξε στη θάλασσα και μέσα το φορτίο το σωστό φόρτωσε, για να φέρεις κέρδος στο σπίτι, όπως ο δικός μας πατέρας, μεγάλε ανόητε Πέρση, αυτός κάποτε ήρθε κι εδώ, περνώντας πόντο μεγάλο, αφήνοντας την Κύμη της Αιολίδας, σε μαύρο καράβι" όχι από περιουσία ξεφεύγοντας ούτε πλούτο ούτε αγαθά, αλλ' απ' την άθλια φτώχεια που δίνει ο Δίας στους ανθρώπους -και κατοίκησε κοντά στον Ελικώνα σε δυστυχισμένο χωριό, στην Άσκρα, το χειμώνα κακό, το καλοκαίρι ανυπόφορο, ποτέ καλό. Κι εσύ, Πέρση, να θυμάσαι τα έργα στην ώρα τους όλα, και πιο πολύ τα θαλασσινά. Παίνεσε, το μικρό καράβι, αλλά φόρτωσε μεγάλο. Πιο μεγάλο το φορτίο, πιο μεγάλο και το κέρδος του θα είναι, αν οι άνεμοι κρατούν μακριά τις κακές τους πνοές αν στο εμπόριο στρέφοντας τη μάταιη ψυχή σου θες να ξεφύγεις τα χρέη και την πικρή πείνα, θα σου δείξω τα μέτρα της πολύφλοισβης θάλασσας, χωρίς ούτε στα ταξίδια να 'μαι μαθημένος ούτε στα καράβια. Γιατί ποτέ δεν έπλευσα με καράβι στον πλατύ πόντο, παρά μόνο στην Εύβοια απ' την Αυλίδα, όπου κάποτε οι Αχαιοί περνώντας την κακοκαιρία συνάθροισαν πολύ στρατό από την ιερή Ελλάδα ενάντια στην ομορφογύναικη Τροία |