Τζων Λοκ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Στο Δοκίμιο, ο Τζων Λοκ αναπτύσσει μια χαρακτηριστική θεωρία για τη γνώση, γνωστή στην Ιστορία της Φιλοσοφίας ως Παραστασιοκρατία (Representationalism), όπου οι ιδέες/ παραστάσεις των εξωτερικών αντικειμένων μέσα στο νου, συνθέτουν όλο το γνωστικό υλικό του ανθρώπου.

Τζων Λοκ

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΝΟΗΣΗ

Μερικοί άνθρωποι υποθέτουν σαν αλήθεια αναμφισβήτητη, ότι υπάρχουν ορισμένες έμφυτες αρχές, προκαταρκτικές έννοιες, κοιναί έννοιαι (στα ελληνικά απ' τον Λοκ), που είναι χαραγμένες μέσα στην ψυχή μας, η οποία τις δέχεται απ' την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μας, και που τις φέρνει μαζί της στον κόσμο. Αν είχα να κάνω μ' αναγνώστες λυτρωμένους από κάθε πρόληψη, δεν θα μπορούσα, για να τους πείσω για την λαθεμένη αυτή υπόθεση, παρά να τους δείξω, ότι οι άνθρωποι μπορούν ν' αποκτήσουν όλες τις γνώσεις που έχουν, χρησιμοποιούντες τις φυσικές τους ικανότητες, χωρίς την βοήθεια καμιάς έμφυτης εντύπωσης.

[...]

Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι στην αρχή η ψυχή είναι αυτό που ονομάζουμε tabula rasa, κενή από χαρακτηριστικά, χωρίς καμιά ιδέα, όποια κι αν είναι. Πώς δέχεται ιδέες; Με ποιο μέσο κατακτά αυτήν την θαυμαστή ποσότητα, που η φαντασία του ανθρώπου, πάντα δραστήρια και απεριόριστη, του παρουσιάζει με μια ποικιλία σχεδόν άπειρη; Από πού αντλεί όλα αυτά τα υλικά, που είναι ο πλούτος όλων των συλλογισμών του και όλων των γνώσεών του; Σ' αυτό απαντώ με μια λέξη: Απ' την εμπειρία. Αυτή είναι η βάση όλων των γνώσεών μας κι απ' αυτήν αντλούν αυτές την πρώτη τους καταγωγή. Οι παρατηρήσεις που κάνουμε πάνω στα εξωτερικά και αισθητά αντικείμενα ή πάνω στις εσωτερικές λειτουργίες της ψυχής μας, κι αυτό που αντιλαμβανόμαστε στη συνείδηση, πάνω στο οποίο παρατηρούμε τον εαυτό μας, προσφέρουν στο πνεύμα μας τα υλικά για όλες τις σκέψεις μας. Αυτές είναι οι δυο πηγές απ' τις οποίες απορρέουν όλες οι ιδέες που έχουμε ή που μπορούμε φυσικά να έχουμε. Και πρώτα οι αισθήσεις μας, όταν προσβάλλονται από ορισμένα εξωτερικά αντικείμενα, κάνουν να εισέλθουν στην ψυχή μας πολλές ξεχωριστές αντιλήψεις για τα πράγματα, σύμφωνα με τους διάφορους τρόπους με τους οποίους αυτά δρουν πάνω στις αισθήσεις μας. Έτσι αποκτούμε τις ιδέες που έχουμε για το λευκό, το θερμό, το ψυχρό, το σκληρό, το μαλακό και για όλο αυτό που ονομάζουμε αισθητές ιδιότητες. Οι αισθήσεις μας κάνουν να μπουν όλες αυτές οι ιδέες στην ψυχή μας, και μ' αυτό εννοώ, ότι όταν προσβάλλονται απ' τα εξωτερικά αντικείμενα, διεγείρουν στην ψυχή αυτό που παράγει σ' αυτήν αυτά τα είδη αντίληψης. Και επειδή αυτή η μεγάλη πηγή για τις πιο πολλές ιδέες που έχουμε, εξαρτάται τελείως απ' τις αισθήσεις μας και ανακοινώνεται στη νόηση με το δικό της μέσο, την ονομάζω αίσθηση. Η άλλη πηγή απ' την οποία η νόηση δέχεται ιδέες, είναι η αντίληψη για τις λειτουργίες της ψυχής μας σχετικά με τις ιδέες που αυτή δέχεται απ' την αίσθηση, λειτουργίες οι οποίες γινόμενες το αντικείμενο των εσωτερικών παρατηρήσεων της ψυχής, παράγουν στη νόηση ένα άλλο είδος ιδεών, που τα εξωτερικά αντικείμενα δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν, τέτοιες όπως είναι οι ιδέες γι' αυτό που ονομάζουμε συνείδηση, σκέψη, αμφιβολία, συλλογισμό, γνώση, θέληση και όλες τις διάφορες ενέργειες της ψυχής μας' για την ύπαρξή τους είμαστε πλέρια πεπεισμένοι, γιατί τις βρίσκουμε μέσα μας, κι έτσι τις παραδεχόμαστε, ανάλογα με το μέσο της προέλευσής τους' επίσης, ιδέες ξεχωριστές όπως εκείνες τις οποίες παράγουν τα σώματα σ' εμάς, όταν αυτά έρχονται να προσβάλλουν τις αισθήσεις μας. Αυτή είναι μια πηγή ιδεών που κάθε άνθρωπος έχει πάντα μέσα του' και μολονότι αυτή η δεξιότητα δεν είναι μια αίσθηση, γιατί δεν έχει τίποτα να κάνει με τα εξωτερικά αντικείμενα, ωστόσο πλησιάζει πολύ σ' αυτήν και το όνομα εσωτερική αίσθηση δεν θα της ταίριαζε άσχημα. Μα επειδή ονομάζω τη μια πηγή των ιδεών μας αίσθηση, ονομάζω την άλλη εσωτερική παρατήρηση, γιατί η ψυχή δεν δέχεται, μέσω αυτής, παρά τις ιδέες που αυτή αποκτά σκεπτόμενη πάνω στις δικές της λειτουργίες. (...) Οι ιδέες της εσωτερικής παρατήρησης έρχονται πιο αργά, γιατί χρειάζεται προσοχή για ν' αποκαλυφθούν ".

[...]

"Αυτός που θέλει να ερευνήσει σοβαρά την αλήθεια, οφείλει πριν απ' όλα να νοιώσει αγάπη γι' αυτήν. Γιατί εκείνος που δεν την αγαπά, δεν θα μπορούσε να καταβάλει πολλές προσπάθειες για να την αποκτήσει, ούτε να στεναχωριέται όταν αποτυχαίνει να την βρει... Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι εραστές της αλήθειας, που πασχίζουν στην αναζήτησή της, ακόμα ανάμεσα και σε εκείνους που έχουν σχηματίσει την γνώμη, ότι την αγαπούν "

[...]

Αφού η γνώση δεν εξετάζει παρά αλήθειες ορατές και βέβαιες, η πλάνη δεν είναι ένα ελάττωμα της γνώσης μας, αλλά ένα σφάλμα της κρίσης μας, η οποία δίνει την συγκατάθεσή μας σ' αυτό που δεν είναι αληθινό ".

[...]

" Η μεγάλη ισχυρογνωμοσύνη που παρατηρούμε στους ανθρώπους, που σταθερά πιστεύουν σε τελείως αντίθετες γνώμες, αν και πολλές φορές επίσης είναι ακατανόητες ανάμεσα στις διάφορες θρησκείες της ανθρωπότητας που χωρίζουν το ανθρώπινο γένος, αποτελεί τόσο μια φανερή απόδειξη όσο και μια αναπόφευκτη συνέπεια αυτού του δρόμου του συλλογίζεσθαι, που στηρίζεται σε παραδεγμένες αρχές, σε τρόπο που οι άνθρωποι δυσπιστούν στα δικά τους τα μάτια, εγκαταλείπουν την προφάνεια των αισθήσεών τους και θεωρούν δική τους εμπειρία το να ψεύδονται μάλλον, παρά να ασπασθούν κάτι που διαφωνεί μ' αυτή την ιερή δοξασία. Και ποιον δρόμο θα πάρετε για να πείσετε έναν άνθρωπο για κάποια απίθανη γνώμη που υποστηρίζει, αν έχει δεχθεί σαν αξίωμα του συλλογισμού, μαζί με κάποιους φιλόσοφους, το ότι πρέπει να πιστεύει το λογικό του (γιατί έτσι οι άνθρωποι καλούν ανεπιτυχώς τα επιχειρήματα που απορρέουν απ' τις αρχές τους) ενάντια στην μαρτυρία των αισθήσεων; " (298) " Αν λοιπόν είναι φανερό ότι κάτι πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει αιώνια, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό πρέπει να είναι ένα σκεπτόμενο ον. Γιατί είναι επίσης αδύνατο, η μη σκεπτόμενη ύλη να παραγάγει ένα σκεπτόμενο ον, όπως είναι αδύνατο, το μηδέν ή η απουσία κάθε Είναι να μπορέσει να παραγάγει ένα θετικό Είναι, ή την ύλη. (...)

[...]

Θα παρατηρήσουν ίσως, ότι αν και είναι αυτή η αλήθεια τόσο φανερή όσο και η πιο βέβαιη απόδειξη, ότι πρέπει να υπάρχει ένα ον αιώνιο και ότι αυτό το ον πρέπει νάχει γνώση, δεν συνάγεται ωστόσο απ' αυτό, ότι αυτό το σκεπτόμενο ον δεν μπορεί να είναι υλικό. Ε, καλά! ας είναι υλικό' θα βρει επίσης πάντα το συμπέρασμα ότι υπάρχει ένας Θεός. Γιατί, αν υπάρχει ένα αιώνιο ον που έχει μια επιστήμη και μια δύναμη άπειρη, είναι βέβαιο ότι υπάρχει ένας Θεός, είτε αυτό το ον το υποθέτετε υλικό είτε όχι. Αλλά αυτή η υπόθεση έχει κάτι το επικίνδυνο και το απατηλό (...) Γιατί, αν μπορεί να συμβεί, όπως το πιστεύουν, ώστε η ύλη να υπάρχει αιώνια χωρίς κανένα αιώνια σκεπτόμενο ον, είναι φανερό ότι χωρίζουν την ύλη απ' την σκέψη, σαν δυο ιδιότητες που υποθέτουν ότι δεν έχουν μεταξύ τους κανένα αναγκαίο δεσμό. (...)"