Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ |
---|
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
ΑποσπάσματαΛολίτα, φως της ζωής μου, φωτιά των λαγόνων μου. Άμαρτημά μου εσύ, ψυχή μου. Λο – λί – τα: η ακρούλα της γλώσσας να έρπει τρεις φορές, τρία βήματα στον ουρανίσκο πριν ραπίσει, τρις, τους κοπτήρες. Λο. Λί. Τα. Λο, σκέτη Λο, τα πρωινά, ένα σαράντα εφτά και με χαμένη τη μια κάλτσα. Λόλα με το παντελονάκι. Ντόλυ στο σχολείο. Ντολόρες στο χαρτί, στη διακεκομμένη γραμμούλα. Μα στην αγκαλιά μου πάντοτε Λολίτα. Είχε άραγε προάγγελο; Και βέβαια, και βέβαια είχε. Μπορεί δε κάλλιστα να πεις πως ίσως να μην είχε υπάρξει αυτή η Λολίτα αν πρώτα εγώ δεν είχα αγαπήσει, ένα καλοκαίρι, μια κάποιαν αρχική παιδίσκη. Σ’ ένα βασίλειο στην ακτή. Μα πότε, πότε; Σε χρόνια τόσα προτού η Λολίτα γεννηθεί όσο ήμουν ο ίδιος το καλοκαίρι εκείνο. Μπορείς να ελπίζεις πάντα από χέρι δολοφόνου μιαν εκζήτηση στο ύφος της αφήγησης. Αξιότιμοι κύριοι ένορκοι, τεκμήριο πρώτο, αυτό που τα σφαλερά, ουράνια σεραφείμ, τα απλοϊκά, τα ευγενή κι ολόφτερα σεραφείμ, φθονήσανε. Ενώπιόν σας ένα ακάνθινο κουβάρι Σε αγαπούσα Ήμουν ένα πεντάποδο τέρας, αλλά σε αγαπούσα. Ήμουν απεχθής και βάναυσος, και νεφελώδης, και όλα, mais je taimaimis, je t'aimais! (μα σε αγαπούσα σε αγαπούσα). Και υπήρχαν στιγμές που ήξερα πώς ένιωθες, και ήταν κόλαση να το ξέρω, μικρό μου κορίτσι, Λολίτα μου, «Πρέπει να είσαι καλλιτέχνης και τρελός, ένα πλάσμα άπειρης μελαγχολίας, με μια φούσκα καυτού δηλητηρίου στα λαγόνια σου και μια υπερ-ηφαιστειακή φλόγα να βρίσκεται μόνιμα στη λεπτή σπονδυλική σου στήλη (ω, πώς πρέπει να μαζεύεσαι και να κρύβεσαι!) , για να διακρίνεις αμέσως, τα ανείπωτα σημάδια ― το ελαφρώς περίγραμμα ενός ζυγωματικού, τη λεπτότητα των κάτω άκρων, και άλλα σημεία που απελπισία και ντροπή και δάκρυα τρυφερότητας μου απαγορεύουν να αναφέρω ― τον μικρό θανατηφόρο δαίμονα ανάμεσα στα άλλα υγιή παιδιά; στέκεται χωρίς να αναγνωρίζεται από αυτά, ανήξερη για τη φανταστική της δύναμη. " Ντολόρες Χέιζ: (κατα)ζητείται. Καστανά μαλλιά. Χείλη – ποιος ξέρει; Ετών: δεκαπέντε. Επάγγελμα: είτε μαθήτρια ή σταρ του σινεμά. Ντολόρες Χέιζ, πού να ‘σαι τώρα; Γιατί κρύβεσαι, αγάπη μεγάλη; (Τυφλός σ’ ολοσκότεινη χώρα κι απ’ την κρύπτη μου ποιος θα με βγάλει;) Ντολόρες Χέιζ, για πού καλπάζεις; Σε μαγικό χαλί τι μάρκα; Τι λεν οι διαφημίσεις που διαβάζεις; Πότε θ' αράξεις στα δικά μου πάρκα; Ντολόρες Χέιζ, ποιος θα σε σώσει; Κάποιος ήρωας ξανθός που πετάει; Κι απ’ αυτούς που θαυμάζεις, αχ, πόσοι ξέρουν πόσο το «Κάρμεν» σου πάει; Αχ, Λο, το τζουκ-μποξ με ματώνει! Πάλι χόρευες χτες, λατρεμένο; (Με τι-σερτ και παλιό παντελόνι κι εγώ πέρα, σκυλί λυσσασμένο). Η μοίρα θα πανηγυρίζει - κάθε πότε τέτοια νύφη κλέβει; Και τις Η.Π.Α. με μπρίο θα γυρίζει με το Χρόνο να τη διακορεύει. Ντόλυ, τρέλα μου! Μάτια σαν χιόνια που ποτέ στο φιλί δε θα κλείσει. Μήπως ξες μια «Soleil Vert’ κολώνια; Ξέρεις, κύριος, από Παρίσι; Χτες αργά, ξαφνικά, μια σαΐτα μουσική τρύπησε την καρδιά μου. Πώς θα ήταν η ζωή σου, Λολίτα, αν δε σ’ έφερνε η μοίρα μπροστά μου; Λολίτα, πεθαίνω, τελειώνω. Η ενοχή και το μίσος με καίει. Και ξανά τη γροθιά μου σου υψώνω και ξανά η φωνούλα σου κλαίει. Να 'τοι, φεύγουνε! Αστυνομία! Στη βροχή, στις μπουτίκ με τις ώρες! Τα καλτσάκια της άσπρα. Η λατρεία μου ονομάζεται Χέιζ, Ντολόρες. Η Ντολόρες με τον εραστή της! Αστυνομία! Να την πάλι! Τ' αμάξι ακολούθα σαν κομήτης, βγάλ' το πιστόλι, τράβα τη σκανδάλη. Ντολόρες Χέιζ: (κατα)ζητείται. Βλέμμα γκρίζο, ασάλευτο πάντα. Ανάστημα: ένα κι εξήντα μήτε. Κιλά μονάχα πέντε και σαράντα. Τ' αμάξι ασθμαίνει, γλυκιά Ντολόρες, κι αυτή η διαδρομή έχει τέτοιο πόνο. Και θα χαθώ, σκουπίδι μες στις μπόρες. Κι ύστερα σκουριά και σκόνη μόνο. |