Τόμας Μαν

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ


Τόμας Μαν

Το μαγικό βουνό

(Οι πρώτες σελίδες από εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)
Μτφ Θόδωρος Παρασκευόπουλος

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άφιξη

Ένας απλός, νέος άνθρωπος ταξίδευε μεσοκαλόκαιρο από το Αμβούργο, την ιδιαίτερη πατρίδα του, για το Νταβός Πλατς στο καντόνι Γκραουμπίντεν. Πήγαινε επίσκεψη για τρεις εβδομάδες.

Από το Αμβούργο όμως μέχρι εκεί επάνω είναι μακρύ ταξίδι• πολύ μακρύ μάλιστα σε σχέση με μια τόσο σύντομη διαμονή. Τραβάει μέσα από χώρες πολλές, βουνό πάνω, βουνό κάτω, από το νότιο γερμανικό υψίπεδο έως κάτω στις όχθες της σουηβικής θάλασσας, και με το πλοίο στα πηδηχτά της κύματα περνώντας πάνω από βάθη που παλιότερα τα θεωρούσαν απύθμενα.

Από εκεί κομματιάζεται το ταξίδι, που μέχρι τότε ακολουθούσε για μεγάλα διαστήματα ευθείες γραμμές. Στον οικισμό Ρόρσαχ, σε ελβετικό έδαφος, ξαναπαίρνεις τον σιδηρόδρομο, φτάνεις όμως μόνο μέχρι το Λάντκβαρι, έναν μικρό σταθμό στις Άλπεις, όπου πρέπει να αλλάξεις τρένο. Είναι ένα τρένο στενής γραμμής, στο οποίο επιβιβάζεσαι αφού έχεις σταθεί αρκετά σε ανεμοδαρμένο και ελάχιστα θελκτικό μέρος, και αμέσως μόλις η μικρή αλλά, όπως φαίνεται, ασυνήθιστα ισχυρή μηχανή τεθεί σε κίνηση, αρχίζει το πραγματικά περιπετειώδες κομμάτι του ταξιδιού, μια απότομη και επίμονη ανάβαση που φαίνεται να μην τελειώνει. Γιατί ο σταθμός Λάνικβαρι βρίσκεται ακόμα σε σχετικά χαμηλό υψόμετρο, τώρα όμως το ταξίδι ακολουθεί έναν άγριο, απότομο, βραχώδη δρόμο, πραγματικά στα ψηλά βουνά.

Ο Χανς Κάστορπ αυτό ήταν το όνομα του νεαρού βρισκόταν μόνος σε ένα μικρό διαμέρισμα με γκρίζα ταπετσαρία, με τον κροκοδειλένιο σάκο του, δώρο του θείου και κηδεμόνα του, του προξένου Τίναμπελ για να αναφέρουμε εδώ και από το όνομα , το Χειμωνιάτικο παλιό του, που κουνιόταν σε ένα κρεμαστάρι, και το πλέιντ του τυλιγμένο ρολό. Καθόταν με κατεβασμένο το τζάμι του παραθύρου και, καθώς το απόγευμα γινόταν όλο και πιο ψυχρό, είχε σηκώσει, βουτυρόπαιδο και ευπαθής καθώς ήταν, τον γιακά του φαρδιού, σύμφωνα με τη μόδα, και φοδραρισμένου με μεταξύ καλοκαιρινού πανωφοριού του. Δίπλα του, στο κάθισμα, βρισκόταν ένα χαρτόδετο βιβλίο με τον τίτλο Ocean Steamships, όπου μελετούσε κάπου κάπου στην αρχή του ταξιδιού• τώρα όμως βρισκόταν εκεί παρατημένο, ενώ η ανάσα της βαριά ασθμαίνουσας ατμομηχανής, μπαίνοντας μέσα, βρόμιζε το κάλυμμά του με κόκκους καρβουνόσκονης

Δυο ημέρες ταξίδι απομακρύνουν τον άνθρωπο και μάλιστα τον νέο άνθρωπο, που μόνο λίγο έχει ριζώσει στη ζωή- από τον καθημερινό του κόσμο, από όλα αυτά που ονόμαζε καθήκοντα, ενδιαφέροντα, έγνοιες, προοπτικές, πολύ περισσότερο από όσο μπορούσε να φανταστεί πηγαίνοντας με το αμάξι στον σταθμό. Ο χώρος που, ελισσόμενος και φευγαλέος, απλώνεται ανάμεσα σε αυτόν και στον τόπο της καταγωγής του διαθέτει δυνάμεις που συνήθως πιστεύει κανείς ότι αποτελούν προνόμιο του χρόνου ώρα με την ώρα επιφέρει εσωτερικές αλλαγές που μοιάζουν πολύ με εκείνες που προκαλεί ο χρόνος, και που όμως κατά κάποιον τρόπο τις ξεπερνούν. Όπως και ο χρόνος, επιφέρει λησμονιά το κάνει όμως αποδεσμεύοντας το πρόσωπο του ανθρώπου από τις σχέσεις του και μεταθέτοντάς τον σε μια ελεύθερη και αρχέγονη κατάσταση - ακόμα και τον σχολαστικό και τον βαθιά ριζωμένο τον κάνει μεμιάς κάτι σαν πλάνητα. Ο χρόνος. λέγεται, είναι λήθη μα και ο αέρας των μακρινών τόπων είναι τέτοιο πιοτό που, κι αν επιδρά λιγότερο βαθιά, επιδρά όμως ταχύτερα.
Αυτή την εμπειρία γνώρισε και ο Χανς Κάστορπ. Δεν είχε σκοπό να πάρει αυτό το ταξίδι και τόσο σοβαρά, να ασχοληθεί ολόψυχα με αυτό Αντίθετα, η γνώμη του ήταν να τελειώνει γρήγορα, αφού έπρεπε να γίνει, να επιστρέψει ακριβώς ο ίδιος και να αρχίσει τη ζωή του πάλι ακριβώς από το σημείο που χρειάστηκε για μια στιγμή να την αφήσει. Μόλις χθες βρισκόταν στους συνηθισμένους δρόμους τις σκέψης του, τον είχε απασχολήσει ό,τι είχε μόλις πρότινος συμβεί, οι εξετάσεις του και εκείνο που βρισκόταν άμεσα μπροστά του, η είσοδος του στην εταιρεία Τούντερ & Βιλμς (ναυπηγείο μηχανουργείο και λεβητοποιείο), υπερπηδώντας τις επόμενες τρεις εβδομάδες με όση ανυπομονησία επέτρεπε ο χαρακτήρας του. Τώρα όμως του φαινόταν σαν να απαιτούσε η κατάσταση όλη του την προσοχή και σαν να μην ήταν δυνατόν να την πάρει ελαφρά.

Αυτή η ανύψωση σε περιοχές, όπου ποτέ του πριν δεν είχε ανασάνει και όπου όπως γνώριζε, επικρατούσαν τελείως ασυνήθιστες, παράξενες, ισχνές και περιοριστικές συνθήκες ζωής άρχιζε να τον διεγείρει, να τον γεμίζει με ένα είδος φόβου. Πατρίδα και τάξη δεν βρίσκονταν απλώς πίσω μακριά, βρίσκονταν κυρίως πολύ βαθιά κάτω του και ανέβαινε ολοένα και ψηλότερά τους. Αιωρούμενος μεταξύ αυτών και του άγνωστου αναρωτιόταν η θα του συνέβαινε εκεί επάνω. Μήπως ήταν ανόητο και ανθυγιεινό που αυτός, γεννημένος και μαθημένος να αναπνέει μόλις λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, άφηνε να τον μεταφέρουν σε αυτές τις υπερβολικά ψηλές περιοχές, χωρίς τουλάχιστον να μείνει λίγες ημέρες σε ένα μέρος με μέτριο υψόμετρο; Θα ήθελε να είχε φτάσει, γιατί, όταν βρισκόταν πια εκεί, σκέφτηκε, θα ζούσε όπως παντού και τίποτε δεν θα του υπενθύμιζε, όπως τώρα που σκαρφάλωνε, σε τι ανοίκειες σφαίρες βρισκόταν. Κοίταξε έξω: το τρένο ελισσόταν καμπτόμενο στο στενό πέρασμα. Έβλεπες τα μπροστινά βαγόνια, έβλεπες τη μηχανή να κοπιάζει βγάζοντας καφετιές, πράσινες και μαύρες μάζες καπνού, που σκόρπιζαν στο πέταγμά τους. Νερά βούιζαν στο βάθος από δεξιά από τα αριστερά, σκούρα βουνίσια πεύκα έτειναν ανάμεσα σε βράχινους όγκους προς έναν πετρόγκριζο ουρανό. Κάποτε περνούσαν από κατασκότεινες στοές και, όταν ξημέρωνε πάλι, πλατιά βάραθρα ανοίγονταν, με οικισμούς στα βάθη τους. Έκλειναν ύστερα, ακολουθούσαν στενά περάσματα με απομεινάρια χιονιού στις ρωγμές και στις σχισμάδες τους. Το τρένο σταματούσε σε σταθμούς με κακομοίρικα κτίρια, σε τυφλούς σταθμούς από όπου έφευγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που σε μπέρδευε. γιατί δεν γνώριζες προς τα που πήγαινε το ταξίδι. και έκανες ώρα να προσανατολιστείς.



[...] δυο βασικές αρχές αντιμάχονταν για την κυριαρχία στον κόσµο: η εξουσία και το δίκιο, η τυραννία και η ελευθερία, η δεισιδαιμονία και η γνώση, η αρχή της στασιμότητας και η αρχή της αέναης κίνησης, της προόδου. Μπορούσε να αποκαλέσει κανείς το ένα ασιατική αρχή και το άλλο ευρωπαϊκή, γιατί η Ευρώπη ήταν η χώρα της ανταρσίας, της κριτικής και της µεταµορφωτικής δραστηριότητας, ενώ το ανατολικό µέρος της γης ενσάρκωνε την ακινησία, την αδρανή ηρεµία. Δεν υπήρχε αµφιβολία ποια από τις δυο δυνάµεις θα αποκόµιζε στο τέλος τη νίκη - ήταν η δύναµη του Διαφωτισµού, της έλλογης ολοκλήρωσης. Γιατί ο ανθρωπισµός ξεσήκωνε ολοένα καινούριους λαούς στο λαµπρό του δρόµο, κατακτούσε όλο και περισσότερο έδαφος στην ίδια την Ευρώπη και άρχιζε να προελαύνει στην Ασία. Ήταν όµως να γίνουν πολλά ακόµη µέχρι την πλήρη επικράτησή της και οι καλόπιστοι, οι φωτισµένοι είχαν να καταβάλουν ακόµη µεγάλες και ευγενικές προσπάθειες µέχρι να έρθει η ηµέρα που οι µοναρχίες και οι θρησκείες θα κατέρρεαν και σε εκείνες τις χώρες της ηπείρου µας που στην πραγµατικότητα δεν είχαν γνωρίσει ούτε το δέκατο όγδοο αιώνα τους ούτε ένα 1789. Εκείνη η ηµέρα θα έρθει … αν όχι µε τα πόδια του περιστεριού, τότε µε τα φτερά του αετού και θα ανατείλει ως η αυγή της παγκόσµιας αδελφοσύνης των λαών υπό το σηµείο της λογικής, της επιστήµης και του δίκιου. Θα φέρει την ιερή συµµαχία της δηµοκρατίας των πολιτών, το φωτεινό αντίπαλό δέος απέναντι σε εκείνη την τρισβέβηλη συµµαχία των ηγεµόνων και των ανακτοβουλίων..

[…]

Τι είναι ο άνθρωπος, πόσο εύκολα γελιέται αλήθεια η συνείδησή του! Πώς ξέρει να ακούει μέσα από τη φωνή του καθήκοντος την άδεια για το πάθος!

Από αίσθημα καθήκοντος, για χάρη της αμεροληψίας, της ισορροπίας, άκουγε ο Χανς Καστορπ τον Σεττεμπρίνι και εξέταζε ευμενώς τις απόψεις του για τη λογική, τη δημοκρατία και το ωραίο ύφος, πρόθυμος να επηρεαστεί. Τόσο πιο επιτρεπτό έβρισκε όμως κατόπιν να αφήνει τις σκέψεις του και τα όνειρά του να πλανηθούν σε άλλη, σε αντίθετη κατεύθυνση και μάλιστα, για να εκφράσουμε ολόκληρη την υποψία ή τη διαίσθησή μας, είχε ακούσει τον κύριο Σεττεμπρίνι αποσκοπώντας μόνο στο να αποσπάσει ελευθερία κινήσεων από τη συνείδησή του, η οποία προηγουμένως δεν ήθελε να του τη δώσει. Τι ή ποιος όμως βρισκόταν σε εκείνη την άλλη κατεύθυνση, την αντίθετη προς τον πατριωτισμό, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ωραία λογοτεχνία, όπου ο Χανς Κάστορα πίστευε ότι μπορούσε και πάλι να οδηγήσει τη σκέψη και τη δραστηριότητά του; Εκεί βρισκόταν... η Κλάβντια Σοσά ασθενική, σκουληκοφαγωμενη και με τσερκέζικα μάτια και καθώς ο Χανς Κάστορπ τη σκεφτόταν (παρεμπιππόντως, «σκέφτομαι» είναι πολύ συγκρατημένη έκφραση για τον τρόπο με τον οποίο την αποζιτούσε μέσα του), ήταν πάλι σαν να καθόταν στη βάρκα σε εκείνη τη λίμνη του Χόλσταϊν και να κοιτούσε από το γυάλινο ηλιόφως της δυτικής όχθης με πλανεμένα, έκθαμβα μάτια απέναντι στη φεγγαρόφωτη, πλεγμένη με ομίχλες, νύχτα των ανατολικών ουρανών.

[…]

Τι είναι ο χρόνος; Ένα μυστήριο – ανυπόστατος και παντοδύναμος. Προϋπόθεση του κόσμου των φαινομένων, κίνηση, συνδεδεμένη και αναμεμειγμένη με την ύπαρξη των σωμάτων στο χώρο και στην κίνησή τους. Αν όμως δεν υπήρχε κίνηση, θα υπήρχε χρόνος; Θα υπήρχε κίνηση, αν δεν υπήρχε χρόνος; Ρώτα λοιπόν! Είναι ο χρόνος συνάρτηση του χώρου; Ή το αντίθετο; Ή μήπως είναι ταυτόσημα; Ρώτα, ρώτα! Ο χρόνος είναι δραστήριος, έχει υφή λόγου, φέρνει κάτι. Και τι φέρνει; Αλλαγή! Τώρα δεν είναι τότε, εδώ δεν είναι εκεί, γιατί ανάμεσά τους υπάρχει κίνηση. Επειδή όμως η κίνηση με την οποία μετράμε τον χρόνο είναι κυκλική, κλειστή αφ΄ εαυτής, πρόκειται για αλλαγή και κίνηση που θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει ως γαλήνη και ακινησία, γιατί το τότε επαναλαμβάνεται διαρκώς στο τώρα, το εκεί στο εδώ . Ακόμα, επειδή και με τη μεγαλύτερη προσπάθεια δεν μπορούμε να φανταστούμε πεπερασμένο χρόνο και περιορισμένο χώρο, αποφασίστηκε να «σκεφτόμαστε» το χρόνο αιώνιο και το χώρο ατελείωτο – προφανώς πιστεύοντας ότι αυτό θα πετύχαινε, αν όχι πολύ καλά, τουλάχιστον κάπως καλύτερα. Ο ορισμός όμως του αιώνιου και ατελείωτου δεν σημαίνει τη λογική – υπολογιστική καταστροφή κάθε περιορισμένου και πεπερασμένου, τη σχετική μείωση του στο μηδέν; Στο αιώνιο είναι δυνατή η διαδοχή, η παράθεση είναι δυνατή στο ατελείωτο; Πως συμβιβάζονται έννοιες όπως απόσταση, κίνηση, αλλαγή, ακόμα και η ύπαρξη περιορισμένων σωμάτων στο σύμπαν, με τις βοηθητικές υποθέσεις του αιώνιου και του ατέλειωτου; Συνέχισε λοιπόν να ρωτάς!