Λορέντζος Μαβίλης
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
|
Λορέντζος Μαβίλης
Επιλεγμένα ποιήματα
Λήθη
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πικρία της ζωής. Όντας βυθήση
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση•
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
α' στάξη γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται...
A' δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Τὰ μυστικὰ τοῦ Ἀγνώστου
Βαθυὰ βαθυὰ μὲς τὴν καρδιά μου νοιώθω,
μὲς τὴν καρδιὰ τὴ μυριοπονεμένη,
ἕναν παντοτεινὸ κι' ἄσβυστο πόθο
ποὺ μὲ ψυχομαραίνει·
ταντάλου δίψ' ἀθάνατ' εἶναι τούτη
ὁποὺ τὰ χείλη τῆς ψυχῆς μοῦ φρύγει·
γι' αὐτὴν ὅλα τῆς τ' ἄμετρα πλούτη
δροσιὰ θἆχαν ὀλίγη.
Εἶν' ἀγάπη; Δὲν εἶναι· ὅλο τὸ μέλι
ποὺ κρύβουν μὲς τὰ χείλη χίλιαις κόραις
ὤμορφες σὰν τοῦ Ραφαὴλ οἱ ἀγγέλοι,
γιὰ πολλαῖς πολλαῖς ὥραις
ἀπὸ ἕνα στόμ' ἂν τὸ ρουφοῦσα, ἡ λάβρα
ποὺ ἡ φλόγ' ἀκαταλάγιαστη ἔχει ἀνάψῃ
μέσα 'ς τὰ φυλλοκάρδια μου τὰ μαῦρα,
δὲ θἄθελε, ὄχι, πάψῃ.
Τὰ ὀνείρατα τῆς δόξας ἀπὸ χρόνια,
σὰν τὸ χόχλο μὲς 'ς τὸ νερὸ ποὺ βράζει,
ἔσκαζαν, καὶ τοῦ κόσμου ἡ καταφρόνια
καὶ τὸ πικρὸ μαράζι,
ποὺ αὐτὴ γεννᾷ, μοῦ ἀπόμειναν μονάχα·
ὄχι, δὲν εἶναι ἀμάραντο στεφάνι
δάφνης ἐκεῖνο πὤθελα ἐγὼ νἆχα,
νἆμαι μηδὲν μοῦ φτάνει!
Οἱ ἐλπίδες μου ὅλες ἐσβυσθῆκαν· πάει!
Ἡ χρυσόφτεραις φύγαν φαντασίαις·
μόνο αὐτὸς ὁ πόθος θὰ μὲ φάῃ,
ποὺ βάλαν οἱ Ἐριννύες
'ς τὰ φρενιασμένα τοῦ νοός μου βάθη,
γιὰ νἆναι ὁ δαίμονάς του κι' ὁ θεός του:
ὅλο τὸ ἐγώ μου λαχταρεῖ νὰ μάθῃ
τὰ μυστικὰ τοῦ ἀγνώστου.
Καλλιπάτειρα
«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε». – «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιό, πατέρα Ολυμπιονίκες•
να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μέσ' στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκειες.
Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια•
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζη
με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια.
Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».
Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.
Ταξίδι
Σου άρεσαν τα σονέτα μου και αγάλι
αγάλι εψυχοπόνεσες κ’ εμένα
κ’ εχάρισές μου, ομορφομάτα, μ’ ένα
φίλημα, την καρδιά σου τη μεγάλη.
Ποιος ερράγισε τ’ άλικο ανθογυάλι
και αντίς αίμα νερά θωρώ χυμένα
και τ’ άνθια της αγάπης μαραμένα;
Είχε ο γιαλός της γλύκας γυρογυάλι;
Μισοκρύβεται έν’ άχαρο βιβλίο
σκονισμένο, παλιό, στο ύστερο ράφι·
το εδιάβασες μια μέρα σ’ ένα πλοίο
και δεν καλοθυμάσαι ούτε τί γράφει.
Μια στάλα ζωής πιωμένη σόχει
κι’ ακόμα δεν το παραρρίχνεις, όχι.
Η ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, η Μυρτιώτισσα, αναφέρει για
την τελευταία τους συνάντηση,
«… Ζητούσε μες στα ιδανικά την απολύτρωση κι αναζητώντας
στάθηκε στο μεγαλύτερο: την Πατρίδα. Έγινε πατριδολάτρης μέχρι
μανίας. Από εκεί άντλησε το τελευταίο, το υπέρτατο ιδανικό του:
το θάνατο. Η λατρεία της Πατρίδας και του θανάτου! Ν’
αγκαλιάσει το θάνατο πολεμώντας για την Πατρίδα! Κι άδραξε την
ευκαιρία, μιαν ακόμη φορά, γιατί καθώς ξέρουμε κι άλλες φορές
είχε πολεμήσει για την Πατρίδα του με την ίδια πάντα λαχτάρα.
Κείνο τον καιρό είχε χαθεί ένας απ’ τους πρώτους αεροπόρους
μας, ένα αξέχαστο παλικάρι, ο Καραμανλάκης. Ο Μαβίλης που
πάντα ζήλευε ένα τέτοιο τέλος, σαν το έμαθε σκυθρώπιασε και
είπε: ‘Ο Καραμανλάκης πέθανε κι εμείς ειμάστενε ακόμα εδώ;’
Τέτοιος πόθος του θανάτου τον κρατούσε. Όταν ο Ρώμας τον
ζήτησε για συμπολεμιστή δέχτηκε με χαρά και περηφάνια. Ήρθε
να μας αποχαιρετήσει το βράδυ. Φορούσε την κόκκινη στολή του
Γαριβαλδινού. Δεν κάθισε καθόλου, σεργιανούσε πάνω κάτω σαν τ’
ανυπόμονο τ’ άτι που βιάζεται να ορμήσει. Απ’ τα λόγια του
νιώθαμε πως δεν πίστευε κι ούτε που το ‘θελε να γυρίσει πίσω…
….
Η ψυχή μας ήταν πολύ βαριά. Σηκώθηκε να φύγει, βιαζόταν
γιατί θα ξεκινούσαν χαράματα. Μας αποχαιρέτησε έναν, έναν.
Φαινόταν ανέκφραστα ευτυχισμένος. Μες απ’ το παραθύρι τον
κοιτάζαμε αμίλητοι ώσπου χάθηκε. Κάτω απ’ το φως του φαναριού
ο πορφυρός του χιτώνας φάνταζε σαν αίμα, σύμβολο του θανάτου
προς τον οποίο βάδιζε με τόσο καμάρι! Σε λίγες μέρες αρχίσαμε
να λαβαίνουμε δελτάρια που μας έστελνε απ’ τα διάφορα μέρη που
περνούσαν, απ’ το Βόλο πρώτα, έπειτα απ’ τον Τύρναβο, απ’ τη
Σιάτιστα, απ’ τα Γρεβενά. Κι ύστερα τίποτα, τίποτα πια...».
|