,
Οβίδιος

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ


Οι Μεταμορφώσεις είναι το ποιητικό έργο του Οβιδίου που γράφτηκε μετά το 1 μ.X. σε δεκαπέντε βιβλία και 12.000 εξάμετρους στίχους στο οποίο αφηγείται, όλους εκείνους τους μύθους της ελληνικής κυρίως και ρωμαϊκής αρχαιότητας που περιέχουν κάποιο στοιχείο μεταμόρφωσης, δηλαδή μια υπερφυσική μεταβολή της μορφής κάποιου προσώπου ή πράγματος σε κάποια άλλη.

ΟΒΙΔΙΟΣ

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

ΑΠΟΛΛΩΝ ΚΑΙ ΔΑΦΝΗ
Τη Δάφνη τρελά αγάπησε κάποτε ο Απόλλων (Φοίβος),
Ο Έρωτας τον έσπρωξε από θυμό σε κείνη
Τότε που ο Φοίβος σκότωσε το Δράκο και χαιρόταν,
Και τον Έρωτα ειρωνεύθηκε, για τα δικά του βέλη:
«Τι θες, εσύ, μικρό παιδί κι έχεις τέτοια όπλα;
Αυτά μόνο ταιριάζουνε στους ώμους τους δικούς μου.
Εγώ μπορώ τον κάθε εχθρό με αυτά να εξοντώνω.
Πριν από λίγο ξάπλωσα τον Πύθωνα στο χώμα,
και τον τεράστιο όγκο του τον γέμισα σαΐτες.
Να μην ανακατεύεσαι με τα δικά μου όπλα
και μη ζητάς να σ' επαινούν για τις δικές μου χάρες.
Μείνε με τα κεράκια σου, αγάπες να φουντώνεις.»

Αμέσως ανταπάντησε ο γιος της Αφροδίτης.
«Εσύ, που όλους τους στόχους σου με βέλη σημαδεύεις
και κάθε πλάσμα ζωντανό στο έδαφος ξαπλώνεις,
πάντα θα υπολείπεσαι της δόξας της δικής μου,
κι ετοιμάσου να δεχτείς τα ερωτικά μου βέλη.»

Με τα φτερά του πέταξε σκίζοντας τον αέρα
κι απ' την κορφή του Παρνασσού στρώθηκε στο σημάδι.
Απ' τη χορδή του τόξου του φύγανε δυο σαΐτες,
η μια που σβήνει τον έρωτα κι η άλλη που τον ανάβει.
Η δεύτερη, η ολόχρυση, με αιχμηρή τη μύτη
Καρφώνεται στον Απόλλωνα και του ανάβει πόθο.
Η πρώτη, που ήταν χάλκινη με μύτη στομωμένη
στη Δάφνη πάνω έπεσε, στου Πηνειού την κόρη.
Ο Απόλλων ερωτεύτηκε την όμορφη τη Νύμφη,
μα αυτή δεν καταδέχεται να μάθει ούτε το όνομά του,
και μοναχή της κυνηγά αγρίμια μες στο δάσος
με μια μπαντάνα στα μαλλιά, στην Άρτεμις να μοιάζει.
Πολλοί την ερωτεύονταν, μα εκείνη δε νοιαζόταν
Ούτε ειδύλλια ήθελε ούτε παντρειές και γάμους
Και όλους τους απέφευγε.
Τα δάση ευχαριστιόταν μονάχη να διαβαίνει.
Κάποια φορά την πίεσε ο γέρος της πατέρας
«Ήρθε η ώρα, κόρη μου, να δω κι εγώ εγγόνια.»

Κι εκείνη που δεν ήθελε τις τελετές του γάμου,
με κόκκινο το πρόσωπο απ' της ντροπής το χρώμα,
απ' το λαιμό αγκάλιασε τον Πηνειό και είπε:
«Πατέρα, σε παρακαλώ, άσε με αγνή να ζήσω,
σαν τη Θεά την Άρτεμις, για πάντα στη ζωή μου.»
Συμφώνησε τελικά ο γερο-πατέρας της,
Να γίνει το θέλημα της
όμως η ομορφιά της δεν της αφήνει περιθώρια
να γεύεται την πεθιμιά της.
Ο Απόλλωνας την αγαπά, θέλει να την κερδίσει,
γυρεύει ανταπόκριση, μα όλα τον προδίδουν.
Ακόμη και η μαντική η τέχνη του
ανώφελη του βγαίνει.
Όπως αρπάζουνε φωτιά τα καλαμένια στάχυα,
από δαδί που άτυχα πλησίασε το φράχτη
ή το ‘ριξε απρόσεχτος διαβάτης σαν έφεξε η μέρα,
κι άρπαξε φωτιά και φούντωσε η φλόγα
έτσι φλογίζεται ο θεός, καίγεται η καρδιά του
γιατί εκεί μέσα κατοικεί ο μάταιος ερωτάς του.
Βλέπει τα αστόλιστα μαλλιά να χύνονται στους ώμους
(αλήθεια πώς να έμοιαζαν σαν θα ‘ταν στολισμένα;)
Τα μάτια της παρατηρεί, που λαμπιρίζουν σαν άστρα.
Τα δάχτυλα, τα χέρια της με τα γυμνά της μπράτσα
και το μικρό το στόμα της, -τι μάταιο να βλέπει!
Με το μυαλό φαντάζεται και τα κρυφά της μέρη.
Η Δάφνη φεύγει γρήγορα όταν τον συναντάει,
δεν κάθεται ούτε λεπτό τα λόγια του ν' ακούσει.
«Σε ικετεύω, Νύμφη μου, στάσου, δεν είμαι εχθρός σου.
Μην τρέχεις όπως φεύγουνε τα αρνιά μπροστά στο λύκο,
τα ελάφια μπρος στο λέοντα κι όπως τα περιστέρια
με τα τρεμάμενα φτερά μπρος στου αετού τη θέα.
Εκείνα έχουν πίσω τους καθένα τον εχθρό του,
όμως εσύ ξοπίσω σου τον ερωτά μου έχεις.
Φυλάξου να μην γκρεμιστείς και πέσεις στα αγκάθια
και χαραχτούν οι γάμπες σου μ' αταίριαστα σημάδια
και προκαλέσω άθελα τέτοιο δικό σου πόνο.
Μην είσαι τόσο βιαστική! Σταμάτα να φοβάσαι,
θα περπατάω πίσω σου αν πάψεις τη φυγή σου.
Να μάθεις δε με ρώτησες ποιο είναι το όνομά μου.
Δεν είμαι εγώ απ' τα βουνά, μα ούτε και τσοπάνος
να βόσκω τα κοπάδια μου σε τούτα εδώ τα μέρη.
Αν ήξερες ποιος ήμουνα δε θα ’τρεχες καθόλου.
Δική μου η χώρα των Δελφών, η Τένεδος κι η Κλάρος,
κι εμένα όλοι προσκυνούν στην πόλη των Πατάρων.
Ο Δίας είν' πατέρας μου, κι εγώ αποκαλύπτω
μελλούμενα και τωρινά κι αυτά που έχουν γίνει.
Με τις χορδές της λύρας μου δένονται τα τραγούδια.
Τα βέλη μου αλάθευτα, βρίσκουν παντού το στόχο,
όπως αυτό που άνοιξε πληγή μες στην καρδιά μου.
Την ιατρική ανακάλυψα κι ο κόσμος με ικετεύει,
στα χέρια μου τα βότανα βρίσκουν τη δύναμή τους,
μα βότανο δε βρίσκεται τον έρωτα να γιάνει
κι όλες οι τέχνες άχρηστες είναι για μένα τώρα.»
Θα ‘λεγε περισσότερα, μα η Πηνειίδα Νύμφη
τα λόγια του δεν κάθισε ούτε στιγμή ν' ακούσει,
και προσπαθούσε να σωθεί με βήμα φοβισμένο.
Ο αέρας, καθώς έτρεχε, γύμνωνε το κορμί της,
το ρούχο της ανέμιζε και τα λυτά μαλλιά της
η αύρα με απαλές πνοές τα 'στελνε προς τα πίσω.
Και η φυγή την έκανε πιο όμορφη να μοιάζει.
Ο Απόλλωνας, μη θέλοντας τα κάλλη της να χάσει,
με βήμα που όλο φούντωνε όπως κι ο ερωτάς του,
τα χνάρια της ακολουθεί, πατάει όπου πατούσε.
Κι έμοιαζαν σκύλος με λαγό που τρέχουν στο λιβάδι.
Ο σκύλος τρέχει ορμητικά το θήραμα μη χάσει
και ο λαγός με τη φυγή γυρεύει σωτηρία.
Ο σκύλος κάθε π' ακουμπά το θύμα του στα πόδια
νομίζει πως τα δόντια του μπορούν να το αρπάξουν.
Μα κι ο λαγός πως θα πιαστεί δε θέλει να πιστέψει
και με ύστατη προσπάθεια τη σύλληψη αποφεύγει.
Όμοια η Νύμφη κι ο Θεός, τρέχουν σαν τα αγρίμια,
εκείνος απ' τον έρωτα κι εκείνη από φόβο.
Του δίνει ο έρωτας φτερά, αναπνοή δεν παίρνει,
την πλάτη της πλησίασε, μπορεί να την αγγίξει
και των μαλλιών της τ' άρωμα ρουφά με κάθε ανάσα.
Η Νύμφη πια ανήμπορη ωχρή και κουρασμένη
απ' την προσπάθεια της φυγής, νιώθει πως δεν αντέχει.
Στο ρέμα που συνάντησε κάνει την προσευχή της.
«Πατέρα, αν έχουν δύναμη ακόμη τα ποτάμια
βοήθα με και άλλαξε την θωριά μου
γιατί αιτία είναι αυτή της περιπέτειάς μου.»

Σαν τέλειωσε η προσευχή, μούδιασε το κορμί της,
φλοιός λεπτός της κάλυψε τα δροσερά της στήθη.
Τα χέρια έγιναν κλαδιά και τα μαλλιά της φύλλα,
τα πόδια της τα γρήγορα στη γη βαθιά ριζώσαν.
Το πρόσωπό της σκέπασε η φυλλωσιά του θάμνου
κι από όλη της την ομορφιά απόμεινε η λάμψη.
Μα ο Θεός δεν έπαψε και τώρα να τη θέλει.
Το δέντρο σαν πλησίασε τ' αγγίζει με το χέρι
και κάτω απ' το λεπτό φλοιό ακούει την καρδιά της.
Σφιχταγκαλιάζει τα κλαδιά, φιλάει τον κορμό της
-σαν να ‘χε σάρκα και οστά-
«Αφού γυναίκα δεν μπορείς να γίνεις πια δική μου,
το δέντρο τώρα που ‘γινες αιώνια θα μ' ανήκει.
Στεφάνι θα σε βάζω εγώ επάνω στα μαλλιά μου,
στολίδι και στη λύρα μου και γύρω απ' τη φαρέτρα
και τους Ρωμαίους στρατηγούς, εσύ θα συνοδεύεις,
όταν με ατέλειωτες πομπές το θρίαμβο θα ψάλλουν
και θ' αντηχούν στο Λάτιο χαρμόσυνα τραγούδια.
Σαν τα μαλλιά μου που ποτέ δε γνώρισαν ψαλίδι
και το κεφάλι μου ανθηρό για πάντα το κρατάνε,
έτσι κι εσύ τα φύλλα σου ποτέ σου δε θα χάνεις.»

Κούνησε η Δάφνη την κορφή όπως ένα κεφάλι
που γνέφει καταφατικά, δείγμα πως συναινούσε.