Στέφαν Τσβάιχ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο "Παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ", πρωτοεκδόθηκε το 1929 και είναι μια ιστορία σχετικά με τη βιβλιοφιλία. Ο Μέντελ, ένας "τιτάνας του μνημονικού», με απαράμιλλες γνώσεις για τις τιμές, τις εκδόσεις και την κίνηση των βιβλίων, κάνει ένα τρομερό λάθος για τις αρχές της χώρας του, καθώς στην διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου γράφει σε έναν Γάλλο -εχθρό- βιβλιοπώλη, ζητώντας πληροφορίες για κάποια περιοδικά... |
---|
Στέφαν Τσβάιχ
Αποσπάσματα από εκδ. Άγρα, 2010 μετάφραση Μαρίας Τοπάλη, από την σελίδα: oanagnostis.gr «Αυτό το μοναδικό δευτερόλεπτο που έστρεψα το βλέμμα εντός μου άρκεσε για να αναδυθεί ανάγλυφη στο πίσω μέρος των βλεφάρων η απαραγνώριστη μορφή του, στο κόκκινο φως των αιμοφόρων αγγείων. Μεμιάς τον είδα, με σάρκα και οστά, έτσι όπως ήταν θρονιασμένος πάντα εκεί, στο τετράγωνο τραπέζι με τη βρόμικη γκριζωπή μαρμάρινη επιφάνεια, τη διαρκώς καλυμμένη από ετοιμοπαράδοτες στοίβες βιβλίων και χαρτιών. Πώς διάβαζε ακάματος και απερίσπαστος, με το διοπτροφόρο βλέμμα του υπνωτισμένα άκαμπτο κι αγκιστρωμένο σε ένα βιβλίο…» [...] "Τότε μόνο κατάλαβα τι θαύμα του μνημονικού είχα συναντήσει στο πρόσωπο του Γιάκομπ Μέντελ, μιαν αληθινή εγκυκλοπαίδεια, έναν δίποδο κατάλογο βιβλιοθήκης. Απόμεινα ν' αντικρίζω ενεός το βιβλιογραφικό αυτό φαινόμενο, το τυλιγμένο στο άσημο, και μάλιστα κάπως ρυπαρό κουκούλι ενός μικροκαμωμένου παλαιοβιβλιοπώλη από τη Γαλικία, που έχοντάς μου αραδιάσει περί τα ογδόντα ονόματα, αδιάφορα δήθεν αλλά με εσωτερική ικανοποίηση για τα προσόντα του, πήρε να καθαρίζει τα γυαλιά του. [...] «Για κάθε έργο, είτε χθεσινό είτε διακοσίων ετών, γνώριζε αμέσως τόπο έκδοσης, συγγραφέα, τιμή καινούργιου ή μεταχειρισμένου, και θυμόταν, διατηρώντας αλάθητη την εικόνα στο μυαλό του, το δέσιμο ταυτόχρονα με την εικονογράφηση και τα παραρτήματα που το συνόδευαν. Κάθε έργο, είτε το’ χε πιάσει στα χέρια του ο ίδιος είτε το’χε κατασκοπεύσει κάποτε από μακριά σε κάποια έκθεση ή βιβλιοθήκη, το έβλεπε με την ίδια οπτική ευκρίνεια όπως ο καλλιτέχνης δημιουργός το ενδόμυχο ακόμα δημιούργημα, αθέατο ακόμα από τον υπόλοιπο κόσμο. Αν, για παράδειγμα, ένα βιβλίο προσφερόταν στον κατάλογο ενός παλαιοβιβλιοπωλείου του Ρέγκενσμπουργκ προς έξι μάρκα, θυμόταν στη στιγμή ότι το ίδιο ακριβώς, σε άλλο αντίτυπο, είχε εμφανιστεί σε έναν βιεννέζικο πλειστηριασμό δυο χρόνια πριν, προς τέσσερις κορόνες, καθώς και ποιος το απέκτησε∙ όχι, ο Γιάκομπ Μέντελ ποτέ δεν ξεχνούσε τίτλους και αριθμούς…» «Ενώ, κατά κανόνα, όταν έβαζε κανείς μπροστά του κάποιο ευτελές βιβλίο έκλεινε περιφρονητικά το εξώφυλλο και μουρμούριζε απλώς: «Δυο κορόνες», έτσι κι ερχόταν αντιμέτωπος με κάτι σπάνιο ή μοναδικό έγερνε πίσω γεμάτος σεβασμό, έστρωνε ένα φύλλο χαρτί και τον έβλεπες να ντρέπεται ξαφνικά για τα βρόμικα μελανωμένα δάχτυλά του με τα μαύρα νύχια. Κατόπιν άρχιζε να ξεφυλλίζει τρυφερά, προσεκτικά το σπάνιο κομμάτι, με απέραντο σεβασμό, σελίδα τη σελίδα. Σε μια τέτοια στιγμή δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει κανείς, όπως δεν μπορείς να ταράξεις έναν αληθινό πιστό κατά τη διάρκεια της προσευχής. Και, πράγματι, αυτή η θέαση, το άγγιγμα, το μύρισμα και το ζύγιασμα, καθεμιά από τούτες τις ενέργειες ξεχωριστά είχε κάτι από τον τελετουργικό χαρακτήρα, από την κανονιστικά ρυθμισμένη λατρευτική ακολουθία μιας θρησκευτικής πράξης. […] Ζύγιαζε τέλος το παλιό βιβλίο στο χέρι του γεμάτος σεβασμό και, με μισόκλειστα μάτια, οσφραινόταν κι ανάσαινε τη μυρωδιά του ξεχαρβαλωμένου δεσίματος, συνεπαρμένος σαν αισθητική κοπελίτσα που μύριζε άλικο τριαντάφυλλο. Εννοείται πως κατά τη διάρκεια της κάπως επεισοδιακής αυτής διαδικασίας ο ιδιοκτήτης του βιβλίου όφειλε να δείξει υπομονή. Όμως, μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης, ο Μέντελ είχε όλη την καλή διάθεση, τον ενθουσιασμό, θα λέγαμε, να παράσχει κάθε δυνατή πληροφορία, εμπλουτίζοντάς τη με τα απαραίτητα μακροσκελή ανέκδοτα και με κάποιες δραματικές αφηγήσεις για την τιμολόγηση παρόμοιων αντιτύπων. Τέτοιες στιγμές έμοιαζε να φωτίζεται, να ζωντανεύει, έδειχνε νεότερος κι ένα πράγμα μόνο μπορούσε να τον πικράνει απέραντα: να θελήσει κάποιο φυντάνι να του προσφέρει χρήματα για την εκτίμησή του. Μαζευόταν τότε προσβεβλημένος, όπως πάνω-κάτω κάποιος επιμελητής της Βασιλικής Πινακοθήκης, που ένας Αμερικανός ταξιδιώτης θα επιχειρούσε να του βάλει στο χέρι πουρμπουάρ για τις διασαφήσεις που του παρείχε. Γιατί το άγγιγμα ενός πολύτιμου βιβλίου ισοδυναμούσε για τον Μέντελ με ό, τι θα σήμαινε για κάποιον άλλον η συνεύρεση με μια γυναίκα. Αυτές τις στιγμές ήταν οι πλατωνικές ερωτικές του νύχτες. Μόνο το βιβλίο ασκούσε πάνω του εξουσία, ποτέ το χρήμα». |