Στέφαν Τσβάιχ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΥΠΟΘΕΣΗ: Η αυτοβιογραφία του Στέφαν Τσβάιχ είναι συγχρόνως μια ιστορική αναδρομή, από τη Βιέννη της μπελ-επόκ, που συγκέντρωσε στο γύρισμα του εικοστού αιώνα τις εκλεκτότερες δυνάμεις στις τέχνες και τις επιστήμες, κι αργότερα, τη μεταπολεμική εποχή του πληθωρισμού και της ένδειας, στο Βερολίνο την εποχή της Βαϊμάρης, μετά στο χαρούμενο Παρίσι του μεσοπολέμου με την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Ώσπου ο Χίτλερ καταλαμβάνει την εξουσία, τα βιβλία του Τσβάιχ καίγονται δημόσια, ο αντισημιτισμός κυριεύει την Αυστρία. Ακολουθεί η αυτοεξορία στην Αγγλία, η φυγή στη Βραζιλία και η βιαστική συγγραφή αυτής της αυτοβιογραφίας, προτού ο συγγραφέας αυτοκτονήσει το 1942. |
---|
Στέφαν ΤσβάιχΑποσπάσματα απόΕκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ μτφ Μ. ΖΩΓΡΑΦΟΥ – Κ. ΜΕΡΑΝΑΙΟΥ «Την άλλη μέρα το πρωί στην Αυστρία! Σε κάθε σταθμό ήταντοιχοκολλημένες οι ειδοποιήσεις που ανάγγελναν την γενικήεπιστράτευση. Τα τρένα γέμιζαν από νεοσύλλεκτους, πουπήγαιναν να αναλάβουν υπηρεσία, οι σημαίες κυμάτιζαν, ημουσική αντηχούσε, στη Βιέννη βρήκα όλη την πόλη σεπαραλήρημα. Ο πρώτος φόβος που ενέπνευσε ο πόλεμος, πουκανένας δεν τον ήθελε, ούτε οι λαοί, ούτε οι κυβερνήσεις,αυτός ο πόλεμος που είχε γλιστρήσει εναντίον των προθέσεώντους από τα αδέξια χέρια των διπλωματών που έπαιζαν καιμπλόφαραν μ’ αυτόν, είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν ξαφνικόενθουσιασμό. Στους δρόμους σχηματίζονταν διαδηλώσεις,παντού ανεμίζονταν σημαίες, ταινίες, μουσικές, οι νεοσύλλεκτοιπροχωρούσαν θριαμβευτικά, και τα πρόσωπά τουςακτινοβολούσαν, γιατί στο πέρασμά τους ξεφώνιζαν χαρούμενα, γι’αυτούς, τους μικρούς ανθρωπάκους της καθημερινής ζωής που,ως τα τότε, κανένας δεν τους είχε προσέξει και επευφημήσει.Για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να ομολογήσω ότι σ’ αυτό τοξεσήκωμα της μάζας υπήρχε κάτι το μεγαλοπρεπές, κάτι που σεσυνέπαιρνε και που σε έθελγε, και που ήταν πολύ δύσκολο να τουαντισταθείς. Και μ’ όλο το μίσος και τη φρίκη μου για τονπόλεμο, δεν θα ήθελα να στερήσω τη ζωή μου από τηνανάμνηση αυτών των πρώτων ημερών. Οι χιλιάδες και οιεκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ένιωθαν όπως ποτέ, εκείνοπου θα έπρεπε να το νιώθουν να το νιώθουν καλύτερα στονκαιρό της ειρήνης, δηλαδή ως ποιο σημείο ήταν αλληλέγγυοι.Μια πόλη από δυο εκατομμύρια κατοίκους, μια χώρα με σχεδόνπενήντα εκατομμύρια ένιωθαν εκείνη την ώρα ότι ζούσαν μιασελίδα της παγκόσμιας ιστορίας, μια στιγμή που δεν θαξαναρχόταν ποτέ πια, και τον καθέναν τον καλούσαν να ρίξει τοελάχιστο εγώ του σ’ αυτή τη φλεγόμενη μάζα, για ναεξαγνιστεί εκεί μέσα από κάθε εγωισμό. Όλες οι διαφορέςβαθμού, γλώσσας, τάξης, θρησκείας είχαν καταλυθεί για μιαστιγμή από το συναίσθημα της αδερφοσύνης που μαςπλημμύριζε. Άγνωστοι μιλούσαν ο ένας στον άλλον στουςδρόμους, άνθρωποι που απόφευγαν χρόνια ολόκληρα ο ένας τονάλλον έσφιγγαν τώρα τα χέρια, έβλεπα παντού ζωντανεμέναπρόσωπα. Κάθε άτομο αισθανόταν τον εαυτό του να πλαταίνει,δεν ήταν πια ο μοναχικός άνθρωπος του χθες, ήτανενσωματωμένος σε μια μάζα, και το ως τα τότε ασήμαντοπρόσωπό του έπαιρνε μια σημασία. Ο μικρός ταχυδρομικόςυπάλληλος που απ’ το πρωί ως το βράδυ δεν έκανε άλλο από ναξεχωρίζει γράμματα, και ξεχώριζε αδιάκοπα αδιάκοπα από τηΔευτέρα ως το Σάββατο, ο γραφιάς, ο παπουτσής, απόκτησανξαφνικά μια άλλη προοπτική, μια ρομαντική προοπτική για τηζωή τους. Είχαν τη δυνατότητα να γίνουν ήρωες…» [.....] «Αλλά το πιο φοβερό απ’ όλα ήταν τα νοσοκομειακά τρένα πουχρειάστηκε να πάρω άλλες δυο φορές. Α! πόσο λίγο έμοιαζαν μεκείνα τα υγειονομικά τρένα, τα καλοφωτισμένα, τα ολόασπρα,τα καλοπλυμένα, όπου οι αρχιδούκισσες και οι κυρίες τηςκαλής βιενέζικης κοινωνίας είχαν φωτογραφηθεί με στολήνοσοκόμου στην αρχή του πολέμου! Εκείνο που είδατρέμοντας, ήταν κοινά φορτηγά οχήματα χωρίς πραγματικάπαράθυρα με μόνο μια στενή χαραματιά για αερισμό, καιφωτισμένα με λυχνάρια που κάπνιζαν. Πρωτόγονα φορεία,ήταν στη σειρά το ένα πλάι στο άλλο, και όλα γεμάτα απόπλάσματα που βογγούσαν, ιδρωμένα, κατάχλωμα σαν πεθαμένα καιπου αγκομαχούσαν για λίγο αέρα μέσα στην ανυπόφορημυρωδιά του ιδρώτα και του ιωδοφορμίου. Οι στρατιωτικοίνοσοκόμοι τρίκλιζαν παρά περπατούσαν, τόσο κουρασμένοι ήταν,δεν έβλεπες τίποτα από τα εκθαμβωτικά κρεβάτια που μαςέδειχναν οι φωτογραφίες. Κάτω από τις χοντροϋφασμένεςκουβέρτες, τις από καιρό καταματωμένες, οι άνθρωποι ήτανξαπλωμένοι στο άχυρο ή στα σκληρά φορεία και μέσα σε κάθεβαγόνι είχαν κιόλας δυο ή τρεις νεκρούς ανάμεσα στουςετοιμοθάνατους και στους πληγωμένους που βογγούσαν.» Και δεν κοκκινίζω να το πω -τόσο διάφθειρε η εποχή πουζούμε την καρδιά μας-, δεν αναρρίγησα, ούτε έκλαψα όταν μουήρθε η είδηση του θανάτου της φτωχής γριάς μητέρας μου,που την είχαμε αφήσει στη Βιέννη. Αντίθετα, ένιωσα ένα είδοςανακούφισης, που ήξερα πως από τώρα και μπρος βρισκότανπροφυλαγμένη από όλες τις οδύνες και όλους τους κινδύνους.Ηλικίας 84 χρόνων, και σχεδόν κουφή, κρατούσε έναδιαμέρισμα στο πατρογονικό μας σπίτι, και έτσι, ακόμα καισύμφωνα με τους καινούριους “νόμους των Αρίων”, δενμπορούσαν για την ώρα να την βγάλουν έξω, και ελπίζαμε πως σελίγο καιρό θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να περάσει μεκάποιον τρόπο στο εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα μέτρα πουπάρθηκαν στη Βιέννη, της έφεραν ένα σοβαρό κτύπημα: ήταν84 χρόνων, είχε αδύνατα πόδια, και γι’ αυτό, όταν έκανε τονκαθημερινό της περίπατο συνήθιζε, αφού περπατούσε με κόποπέντε – δέκα λεπτά, να ξεκουράζεται σ’ ένα πάγκο του Ριγκ, ή τουπάρκου. Οκτώ μόλις μέρες αφότου έγινε ο Χίτλερ κύριος τηςπόλης απαγόρευαν βίαια στους εβραίους να κάθονται σε πάγκο– κι αυτό ήταν ένα από εκείνα τα μέτρα που είχανε επινοηθείμε φανερά σαδιστικό σκοπό για να βασανίσουν με δολιότητα τονκόσμο. «….. Και το πιο περίεργο είναι ότι σήμερα, όσο και να προσπαθήσω, δεν μπορώ να θυμηθώ με ποιο τρόπο τα βγάζαμε πέρα τα χρόνια εκείνα, και πως καταφέρναμε όλοι στην Αυστρία να εξοικονομούμε διαρκώς τις χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες κορώνες που χρειάζονταν για να ζήσουμε, και έπειτα στη Γερμανία τα εκατομμύρια μάρκα που απαιτούνταν καθημερινά για την επιβίωση.Το μυστήριο όμως ήταν το εξής: Από κανέναν δεν λείπανε. Ο κόσμος συνήθιζε, προσαρμοζόταν στο χάος. Λογικά, οποιοσδήποτε ξένος που δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας τον καιρό εκείνο, θα φανταζόταν πως οι γυναίκες, σε μια εποχή που το ένα αυγό κόστιζε στην Αυστρία όσο άλλοτε ένα αυτοκίνητο πολυτελείας, και αργότερα στη Γερμανία αγοραζόταν έναντι τεσσάρων εκατομμυρίων Μάρκων - όσο περίπου στοίχιζαν παλιότερα τα σπίτια στο κέντρο του Βερολίνου - θα ’τρεχαν αναμαλλιασμένες στους δρόμους σαν τρελές, τα μαγαζιά θα ήταν ερειπωμένα, αφού κανείς δεν θα μπορούσε πια να αγοράσει κάτι, και πως προπαντός τα θέατρα και τα κέντρα διασκέδασης θα ήταν εντελώς άδεια. Αλλά, όλως παραδόξως, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Η θέληση για ζωή ήταν ισχυρότερη από την αστάθεια του χρήματος. Παρόλο το οικονομικό χάος που επικρατούσε, η καθημερινή ζωή κυλούσε ομαλά δίχως ιδιαίτερα εμπόδια. Σε ατομικό επίπεδο άλλαξαν βέβαια αρκετά πράγματα: οι πλούσιοι φτώχυναν καθώς τα χρήματα που είχαν καταθέσει στις τράπεζες ή είχαν επενδύσει σε κρατικά χρεόγραφα εξανεμίστηκαν ενώ οι κερδοσκόποι πλούτισαν. Αλλά ο τροχός συνέχισε να περιστρέφεται στον ίδιο πάντα ρυθμό, αψηφώντας τη μοίρα του καθενός, τα πάντα εξελίσσονταν: ο φούρναρης έψηνε το ψωμί του, ο παπουτσής μπάλωνε τα παπούτσια που του έφερναν, ο συγγραφέας έγραφε τα βιβλία του, ο αγρότης καλλιεργούσε τη γη του, τα τρένα κυκλοφορούσαν κανονικά, κάθε πρωί έβρισκες την εφημερίδα στο κατώφλι σου την ίδια πάντα ώρα, ενώ ως και τα κέντρα διασκέδασης, τα μπαρ και τα θέατρα ήταν κατάμεστα από κόσμο. Και αυτό γιατί αιφνιδιαζόμενοι από το γεγονός πως εκείνο που άλλοτε ήταν ό, τι πιο σταθερό υπήρχε, το χρήμα, έχανε την αξία του, οι άνθρωποι άρχισαν να εκτιμούν τις αληθινές αξίες της ζωής – τη δουλειά, την αγάπη, τη φιλία, την τέχνη, τη φύση – ολοένα και περισσότερο, και ολόκληρος ο λαός ζούσε τώρα, μες την καρδιά της καταστροφής, εντονότερα και διασκεδαστικότερα από ποτέ…Ποτέ στην Αυστρία δεν είχαμε αγαπήσει τόσο την τέχνη όσο τον καιρό εκείνο του χάους, γιατί, έχοντας νιώσει την προδοσία του χρήματος, καταλάβαμε πως το μόνο πράγμα στο οποίο μπορούμε να στηριζόμαστε ήταν οι αιώνιες αξίες που είχαμε όλοι μέσα μας. Ποτέ δεν θα ξεχάσω, λόγου χάρη, μία παράσταση όπερας τα χρόνια εκείνα της μεγάλης φτώχιας. Ο κόσμος περπατούσε ψηλαφιστά στους μισοσκότεινους δρόμους, γιατί ο φωτισμός ήταν περιορισμένος λόγω της έλλειψης κάρβουνου, και πλήρωνε για τη θέση του στη γαλαρία του θεάτρου με ένα μάτσο χαρτονομίσματα, που άλλοτε θα ήταν αρκετά για να νοικιάσει μια πολυτελή θέση στο θεωρείο για έναν ολόκληρο χρόνο. Όλοι κάθονταν με κουμπωμένα τα παλτά τους, γιατί η αίθουσα δεν θερμαινόταν, και κολλούσαν πάνω στον διπλανό τους για να ζεσταθούν. Πόσο θλιβερή και γκρίζα ήταν, αλήθεια, η αίθουσα αυτή που άλλοτε έλαμπε από τις στολές και τις πανάκριβες τουαλέτες! Κανείς δεν γνώριζε αν θα ήταν εφικτή η συνέχιση των παραστάσεων της όπερας τις αμέσως ερχόμενες μέρες σε περίπτωση που το χρήμα συνέχισε να ολισθαίνει με τον ίδιο ρυθμό. Όλα φάνταζαν διπλά μάταια και απελπιστικά μέσα σε αυτό το οίκημα, που ήταν γεμάτο πολυτέλεια και αυτοκρατορική λαμπρότητα. Μπροστά στα αναλόγια στέκονταν οι μουσικοί της Φιλαρμονικής, γκρίζοι ίσκιοι και αυτοί, μέσα στα παλιά λιωμένα φράκα τους, αδύνατοι και εξασθενημένοι από όλες τις στερήσεις που είχαν περάσει, σαν φαντάσματα όλοι μας, μέσα στο ερειπωμένο αυτό οίκημα. Έπειτα, όμως, ο διευθυντής της ορχήστρας ύψωσε την μπαγκέτα του, η αυλαία άνοιξε, και ήταν ωραιότερα από ποτέ. Κάθε τραγουδιστής, κάθε μουσικός έδινε τον καλύτερό του εαυτό, γιατί όλοι τους ένιωθαν πως ίσως να ήταν η τελευταία φορά που βρίσκονταν στο οίκημα εκείνο που τόσο αγαπούσαν. Και εμείς ακούγαμε και αφουγκραζόμασταν προσηλωμένοι όσο ποτέ άλλοτε την υπέροχη εκείνη μελωδία, γιατί ίσως και για μας να ήταν η τελευταία φορά…Ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει σε ένα λαό και στον ίδιο μου τον εαυτό μια τόσο έντονη θέληση για ζωή, όσο τότε που διακυβεύονταν τα πάντα – και πρώτη απ’ όλα η ίδια η ύπαρξή μας…» «ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ», εκδόσεις Πατάκη. [Πηγή: doctv.gr] «Κανένας καλλιτέχνης δεν είναι καλλιτέχνης και τις είκοσιτέσσερις ώρες της καθημερινότητάς του. Το ουσιαστικό του έργο,αυτό που μένει, ολοκληρώνεται πάντοτε κατά τη διάρκεια τωνλιγοστών και σπάνιων στιγμών της έμπνευσης. Το ίδιο συμβαίνεικαι με την ιστορία, τη μεγαλύτερη ποιήτρια και καλλιτέχνιδα όλωντων εποχών, τη σπουδαιότερη δημιουργό.Ακόμα κι εκεί, στο "μυστικό εργαστήρι του Θεού", όπως με δέοςτην αποκαλεί ο Γκαίτε, συμβαίνουν πολλά καθημερινά καιασήμαντα. Κι εκεί είναι σπάνιες οι στιγμές της έξαρσης, όπως καιστην τέχνη, όπως και στη ζωή. Τις περισσότερες φορές,ακούραστη κι επίμονη, η ιστορία δένει τον ένα κρίκο μετά τονάλλο, στην ατέλειωτη αλυσίδα των αιώνων. Το ένα γεγονός μετάτο άλλο στην ακολουθία των χιλιετιών. Γιατί καθετί σπουδαίοχρειάζεται προετοιμασία. Χρόνο. Εξέλιξη. Και κάθε φοράαπαιτούνται εκατομμύρια άνθρωποι κοινοί και συνηθισμένοι για ναέρθει στο κόσμο και μια μεγαλοφυΐα. Κάθε φορά πρέπει ναπεράσουν εκατομμύρια μονότονες ώρες, πριν σημάνει η αληθινή, ημεγάλη στιγμή. Αν όμως γεννηθείκάποιος μεγαλοφυής καλλιτέχνης, τότε ξεπερνά την εποχή τουκαι το έργο του ζει για πάντα. Κι όταν σημαίνει η μεγάλη ιστορικήστιγμή, τότε χαράσσεται η μελλοντική πορεία της ανθρωπότηταςγια δεκαετίες ή για αιώνες. Όπως ο ηλεκτρισμός τηςατμόσφαιρας μαζεύεται στην άκρη του αλεξικέραυνου, έτσι και οισυνέπειες απειράριθμων γεγονότων συμπυκνώνονται στο μικρόδιάστημα λίγων ωρών ή λίγων ημερών. Πράγματα που κανονικάθα χρειάζονταν μέρες και μήνες για να γίνουν, ολοκληρώνονταισε λίγες μόνο στιγμές που καθορίζουν τα πάντα. Ένα ναι. Έναόχι. Μια στιγμή όλη κι όλη, που αποφασίζει για τη μοίρα και τηζωή τωνμελλοντικών γενεών, προδιαγράφοντας τη ζωή ενός ανθρώπου,ενός λαού, ή ολόκληρης της ανθρωπότητας». |