Υπόθεση:
Ένα γοητευτικό παραμύθι με υπέροχα τραγούδια, ευφυείς διαλόγους,
σκηνές δράσης, ευαισθησίας, ανθρωπιάς, διανθισμένες με ποιητικό
οίστρο και όπως σε όλα τα έργα του, με πολιτικές προεκτάσεις.
Η ιστορία έχει να κάνει με την υπηρέτρια Γκρούσα η οποία καταφέρνει
να σώσει με χίλιους κινδύνους και στερήσεις ένα μωρό πριγκιπόπουλο
το οποίο είχε παρατήσει η μάνα του στην προσπάθεια της να σωθεί
από τους επαναστάτες που είχαν ζώσει το παλάτι. Τρία χρόνια μετά
η μάνα κατηγορεί την υπηρέτρια πως είχε κλέψει το μωρό. Ο δικαστής
Αζντάκ, ένας ρακένδυτος μέθυσος κλεφτοκοτάς, που τυχαία έγινε δικαστής,
πρέπει να πάρει απόφαση, σε ποιάν ανήκει το μωρό: στη φυσική του
μητέρα που το εγκατέλειψε ή στην γυναίκα που με χίλια βάσανα το
προστάτευσε; Για να αποφασίσει θα βάλει το παιδί μέσα σ’ έναν κύκλο
και θα ζητήσει από τις δύο γυναίκες να βάλουν όλη τους τη δύναμη να τραβήξουν
το παιδί από τα χεράκια του, η καθεμιά προς τη μεριά της, έξω από τον κύκλο.
Ο Αζντάκ τελικά αποφασίζει πως μητέρα του παιδιού είναι εκείνη που το αξίζει.
Γενικεύοντας ο Μπρεχτ θέτει το ερώτημα: σε ποιον ανήκει η Γη και ο πλούτος της;
Σε ποιους ανήκουν οι μηχανές, τα εργαλεία της δουλειάς; Στους εργάτες,
στους αγρότες, στους μαστόρους που δουλεύουν και ξέρουν τη χρήση τους ή
στους κεφαλαιοκράτες που τους εκμεταλλεύονται και κερδίζουν από τους κόπους τους;
Στους πρώτους, απαντάει ο Μπρεχτ.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Το κάθε τι πρέπει να ανήκει
σ’ εκείνον που είναι άξιος,
τα παιδιά σε κείνους που με αγάπη
και φροντίδα τα ανατρέφουν,
τα αμάξια στους καλούς τους αμαξάδες,
τα χωράφια στους καλούς τους γεωργούς
που μέρα νύχτα με ιδρώτα και με μόχθο
πασχίζουνε να δώσουνε γλυκούς καρπούς
Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
Η «Όπερα της πεντάρας», γράφτηκε από τον Μπρεχτ το 1928,
την παραμονή δηλαδή του μεγαλύτερου ως τότε παγκόσμιου οικονομικού κραχ.
Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζων Γκαίυ, «H Όπερα του ζητιάνου» (1728).
Πρωταγωνιστές είναι ένας στυγνός επιχειρηματίας με εταιρεία βιτρίνα που
εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος
αστυνομικός, ο ληστής Μακίθ που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια»,
μια διάσημη πόρνη, όλοι με φόντο την αστική τάξη του βικτοριανού Λονδίνου.
Η κόρη του επιχειρηματία παντρεύεται τον διάσημο κακοποιό Μακίθ,
ο επιχειρηματίας επιστρατεύει την πόρνη για να παγιδεύσει τον Μακίθ
και να τον στείλει στην κρεμάλα. Ο Μακίθ συλλαμβάνεται, ίντριγκες και πάθη
και αντιζηλίες λαμβάνουν χώρα, και στο τέλος, λίγο πριν την εκτέλεση του,
του απονέμεται χάρη από την βασίλισσα, μαζί και ένα κάστρο με τίτλο ευγενείας.
"O Mack με το μαχαίρι" από την "Όπερα της πεντάρας"
Στίχοι: Bertolt Brecht (Μετάφραση:Παύλος Μάτεσης)
Μουσική: Kurt Weill
Ερμηνεία: Μελίνα Μερκούρη
Όπου πέφτουν καρχαρίες
βγαίνει αίμα στον αφρό
Ο Μακήθ βγαίνει στο Σόχο
μ' άσπρο γάντι καθαρό
Τον Μακήθ αν δεν γνωρίζεις
όψη φάτσα και φωνή
τον γνωρίζεις απ' την κόψη
της λεπίδας τη στενή
Βρίζει τον Μακχήθ η Βέρα
που τον ήθελε πιστό
την εβρήκαν κάποια μέρα
με μια τρύπα στο παλτό
Τρεις νεκροί σε μία μέρα
στο λιμάνι πατατράκ
άλλοι λέν' ήρθε χολέρα
άλλοι λένε ήρθε ο Μακ
Στο ποτάμι τρίτη μέρα
τρεις πνιγμένοι κολυμπούν
ο Μακήθ και τρεις κυρούλες
δυο μερόνυχτα γλεντούν
Στο βρεμένο καλντερίμι
λάμπουν αίματα ξερά
ο Μακήθ αλλάζει γάντια
βάζει άσπρα καθαρά