ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ

Επιλεγμένα ποιήματα από:
ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

ΚΑΠΟΤΕ, ΑΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΛΑ

Κάποτε, αν θυμάμαι καλά,
πανέμορφη ήταν η ζωή μου,
όπου κάθε καρδιά ανοιγόταν και κάθε λογής κρασί έτρεχε.
Ένα βράδυ, πήρα την Ομορφιά στα πόδια μου,
και τη βρήκα πικρή, και τη βεβήλωσα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη και δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Ω Μιζέρια, Ω Μίσος ,
Είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.
Κατάφερα να εξαφανίσω από μέσα μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα.
Με ύπουλο δρασκέλισμα, χίμηξα σαν θηρίο
Κι έπνιξα κάθε ευχαρίστηση.
Επικαλέστηκα τους δήμιους για να αφανιστώ,
Μασώντας τις κάνες των τουφεκιών τους.
Επικαλέστηκα κάθε μάστιγα
για να με πνίξουν σε άμμο και αίμα.
Η Απόγνωση ήταν ο Θεός μου.
Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας σε μιαρό αέρα.
Έτσι ξεγέλασα την τρέλα,
Και η άνοιξη μου έφερε το τρομερό των ηλιθίων γέλιο.
Εντούτοις, τώρα τελευταία και προτού να τα τινάξω
Σκέφτηκα το κλειδί να ψάξω του αρχαίου συμποσίου,
μήπως και βρω ξανά την όρεξη μου.
Φαίνεται να είναι η συμπόνια το κλειδί αυτό
Τούτη η έμπνευση δείχνει ότι ονειρεύτηκα.
“Θα παραμείνεις Ύαινα…” κραυγάζει ο δαίμονας
Στέφοντάς με με κάθε λογής ιλαρές παπαρούνες.
“Ψάξε το Θάνατο με όλες τις αχαλίνωτες επιθυμίες,
τον εγωισμό και κάθε ασυγχώρητη αμαρτία σου”.
Α! Επαρκής είμαι απ’ αυτά: Αλλά, Αγαπημένε Σατανά,
σε ικετεύω, όχι βλοσυρές ματιές,
αναμένονται κάποια σημάδια καθυστερημένης ατιμίας,
κι εφόσον εκτιμάται σε έναν συγγραφέα
η έλλειψη περιγραφικού ή διδακτικού ύφους,
σας επισυνάπτω τούτες τις ελεεινές σελίδες
από το σημειωματάριο ενός κολασμένου.

Ο ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΡΕΜΑΤΙΑΣ

Είναι μια τρύπα πράσινη, όπου ένα ποτάμι ψάλλει
Τρελά μπλεγμένο σε ασημένιες κληματίδες,
Λαμπρός απ το περήφανο βουνό ο ήλιος ξεπροβάλλει
Είναι μια μικρή ρεματιά που αφρίζει από τις αχτίνες.
Στρατιώτης με στόμα ανοιχτό και γυμνό κεφάλι
Που σε γαλάζιο κάρδαμο το σβέρκο έχει ακουμπήσει
Λούζεται ωχρός μέσα στου ύπνου την αγκάλη
Κάτω από το σύννεφο, στη χλόη που το φως την βρέχει.
Κοιμάται!
Με τα πόδια του πατεί λουλούδια, μία ανεμώνη
Και μες στον ύπνο, σαν άρρωστο παιδί, χαμογελά.
Ω φύση! Λίκνισε μου τον θερμά. Κρυώνει! Κρυώνει!
Κρατεί το στήθος, πάντοτε ο ήλιος αχτίνες βρέχει..
Γαλήνιος! Στο δεξί πλευρό δύο κόκκινες τρύπες έχει!
Στο δάσος, υπάρχει ένα πουλί,
το τραγούδι του σας σταματά και σας κάνει να κοκκινίζετε.
Υπάρχει ένα ρολόι που δεν χτυπά.
Υπάρχει μια χαράδρα με μια φωλιά με ζώα λευκά.
Υπάρχει μια μητρόπολις που κατεβαίνει
και μια λίμνη που ανεβαίνει.
Υπάρχει ένα μικρό αμάξι εγκαταλειμμένο μέσα στο δάσος,
ή που κατεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας,
στολισμένο με κορδέλες.
Υπάρχει ένας θίασος μικρών θεατρίνων με κοστούμια,
διακρίνονται πάνω στο δρόμο
ανάμεσα απ’ το δάσος άκρη-άκρη.
Υπάρχει, τέλος, όταν πεινά και διψά,
κάποιος που σας κυνηγά.

ΒΡΟΜΙΚΟ ΑΙΜΑ

Απ’ τους προγόνους μου τους Γαλάτες,
κατέχω τα χλωμά γαλάζια μάτια μου,
Τη στενοκεφαλιά και Την αδεξιότητα μου στη μάχη.
Τα ενδύματα μου είναι τόσο βαρβαρικά όσο και τα δικά τους.
Tα μαλλιά μου όμως, αλίγδωτα τ’ αφήνω.
Οι Γαλάτες ήταν ζωογδάρτες και οι πιο αδέξιοι
Αχυροξηραντές της εποχής τους.
Από αυτούς κληρονόμησα την ειδωλολατρία
Και την αγάπη μου για ανοσιουργήματα –
Ω! και όλα τα είδη της βίας, το θυμό, την ακολασία
-υπέροχη που’ ναι- την απόλαυση,
και προ πάντων το ραχάτι και την τεμπελιά.
Κάθε είδους τέχνες με τρομοκρατούν.
Αφεντικά και εργάτες, όλοι τους χωριάτες, ταπεινής καταγωγής.
Το χέρι που βαστά την πέννα είναι ισάξιο
Αυτού που κρατά τ’ αλέτρι.
Τι χειρωνακτική εποχή!
Ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσω τα χέρια μου.
Έτσι κι αλλιώς η νοικοκυροσύνη φαντάζει μακριά μου.
Η εντιμότητα της ζητιανιάς με θλίβει.
Οι εγκληματίες είναι τόσο αηδιαστικοί όσο και οι ευνούχοι,
Παραμένω ανέγγιχτος, κι όλα το ίδιο μου κάνουν.
Αλλά ποιός κατέστησε τη γλώσσα μου τόσο αναξιόπιστη,
Ώστε μέχρι τώρα να με κρατάει αδρανή;
Ούτε καν το ίδιο μου το σώμα δε χρησιμοποίησα
Για να τα καταφέρω,
Πιο αργόσχολος και από έναν φρύνο,
Έζησα παντού.
Ούτε μια οικογένεια δεν υπάρχει στην Ευρώπη
Που να μη γνωρίζω.
Μιλώντας για οικογένειες εννοώ,
Φαμίλιες σα τη δική μου,
Που χρωστούν τα πάντα
Στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Με γιους πρωτότοκους κάθε φαμίλιας ξάπλωσα.
Εάν είχα έστω, κάποια ταύτιση,
Σε ένα οποιοδήποτε χρονικό σημείο της Γαλλικής ιστορίας.
Αλλά αντ’ αυτού, τίποτε.
Γνωρίζω καλά ότι ήμουν πάντα απόγονος μιας κατώτερης γενιάς.
Έτσι δεν μπόρεσα να κατανοήσω την επανάσταση.
Οι πρόγονοι μου ποτέ δεν εξεγέρθηκαν,
Εκτός του να λεηλατήσουν, του να κατασπαράξουν σα λύκοι,
Το κτήνος που δεν σκότωσαν.
Αναθυμούμαι την ιστορία της Γαλλίας,
Πρεσβυτέρας κόρης της Εκκλησίας.
Έπρεπε να ‘χω πάει, όπως ένας δουλοπάροικος,
Σταυροφόρος στους Άγιους Τόπους•
Το κεφάλι μου είναι γεμάτο μονοπάτια
Των πεδιάδων της Σουαβίας,
Απόψεων του Βυζαντίου,
Προμαχώνων της Ιερουσαλήμ,
Της λατρείας της Μαρίας,
Της θλιβερής σκέψης
του Χριστού Εσταυρωμένου,
Στροφές στο κεφάλι μου με χίλιες βέβηλες γητειές.
Κάθομαι σαν τον λεπρό
πάνω σε θρύψαλα δοχείων και τσουκνίδες,
στα θεμέλια ενός διαβρωμένου
από τον ήλιο τείχους.
Αργότερα, στρατιώτης του ιππικού,
Βρήκα προσωρινό καταφύγιο,
Κάτω από τις γερμανικές νύχτες.
Α! Ένα πράγμα ακόμη•
Χορεύω σε Σαββατιάτικη τελετή
Σε κατακόκκινο ξέφωτο,
Χορεύω μαζί με γριές και παιδιά.
Δεν θυμάμαι καλά το παρελθόν τούτης της γης
Και τη Χριστιανοσύνη.
Ποτέ δεν θα σταματήσω να βλέπω τον εαυτό μου
Σ’ αυτό το παρελθόν.
Αλλά πάντα ολομόναχος, χωρίς οικογένεια,
Ποια γλώσσα χρησιμοποίησα άραγε για να μιλήσω;
Ποτέ δεν φάνηκα στα συμβούλια του Χριστού,
Μήτε στα συμβούλια των Λόρδων, αντιπροσώπων του Χριστού.
Τι να ήμουν άραγε
στον περασμένο αιώνα:
Ούτε ένα σημάδι δεν βλέπω στο παρόν μου.
Όχι άλλοι περιπλανώμενοι,
όχι άλλοι ασαφείς πόλεμοι πια.
Η ταπεινή ράτσα συγκάλυψε επαρκώς τα πάντα
τους ανθρώπους, όπως λέει κάποιος, την αιτία,
το έθνος και την επιστήμη.
Α! Επιστήμη! Όλα έχουν ξαναγίνει.
Το τούτο μου εστί το αίμα –
Το ύστατο μυστήριοΈχουμε την Ιατρική και τη Φιλοσοφία
Των αρχαίων γυναικών τα γιατροσόφια
και τα λαϊκά τραγούδια παρήλθαν.
Και οι πριγκιπικές διασκεδάσεις
Και τα απαγορευμένα των βασιλέων παιχνίδια.
Γεωγραφία, Κοσμογραφία, Μηχανική, Χημεία!…
Επιστήμη, η νέα αριστοκρατία! Πρόοδος!
Ο κόσμος προελαύνει!…